Είχα καθυστερήσει όσο μπορούσα τον στρατό, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος μου από παιδάκι. (Όταν πήγαινα δημοτικό, στα '80s μας έλεγαν οι δάσκαλοι για να μας καθησυχάσουν: "Καλά, μέχρι να μεγαλώσετε εσείς ο στρατός θα έχει γίνει καναδυό μήνες - πιθανότατα θα έχει καταργηθεί και τελείως!")
Είχα πάρει δύο αναβολές για σπουδές και τον έτρεμα: Ήμουν αρρωστοφοβικός, αντικοινωνικός (αν και συζούσα ήδη), ενσυνείδητα μη-πειθαρχημένος, είχα πρόβλημα με τους εξουσιαστές, είχα πρόβλημα με το ότι θα έχανα 12 μήνες.
Παρ' όλα αυτά, αναγκαστικά, πήγα. Το 2004. Είχα μόλις αγοράσει κινητό, παρ' ό,τι για 10 χρόνια δήλωνα πως ποτέ δε θα αγόραζα. Με έπαιρναν οι δικοί μου, μιλούσα με το δεσμό μου όλη την ώρα σαν 15χρονος, έστελνα sms προς κάθε κατεύθυνση σα να ήταν μικρά περιστέρια, ή καλύτερα σα να ήταν βελάκια που ρίχνουν στις παμπ.
Ήμουν Ι4 («γιατί όλοι οι δημοσιογράφοι βγάζετε κάποιο πρόβλημα;» με ρώτησαν στην επιτροπή αφότου έβγαλα το κάποιο πρόβλημα) και έκανα υπηρεσίες ως θαλαμοφύλακας, μια χρυσή καθημερινή ευκαιρία για να ακούσω τοπικό ραδιόφωνο και να διαβάσω βιβλία και εφημερίδες και περιοδικά. Το μόνο που με άγχωνε ήταν πως έπρεπε να ξυπνάω κάθε δυο και λίγο κάποιους για να πάνε στη σκοπιά και αυτοί δεν σηκώνονταν με τίποτα όσο κι αν προσπαθούσα και μετά όλοι τα έβαζαν μαζί μου. Έκανα έναν καλό φίλο όμως εκεί.
Την πρώτη μέρα εντόπισα αμέσως τον bully του στρατοπέδου. Ήταν ένας γεματούλης αγριωπός τύπος που βλέποντας το φρέσκο αίμα όρμηξε σε μας τους καινούργιους - και ειδικά σε μένα που μικρόδειχνα πιο πολύ από όλους. Για καναδυό μέρες προσπαθούσε να με τραμπουκίσει αντιμετωπίζοντας μια ψύχραιμη αδιαφορία. Σταμάτησε όταν τυχαία με άκουσε μια μέρα να λέω κάτι για το μεταπτυχιακό μου.
Τον πρώτο καιρό, απ' το κέντρο στο Μεσολόγγι με έστελναν συνέχεια στο Νοσοκομείο στην Αθήνα για την καρδιά (μου βρήκαν πρόβλημα που δεν ήξερα ότι είχα!), για κάτι ορθοπεδικά, για την όραση. Ήμουν κατά φαντασίαν ασθενής, ακραία αρρωστοφοβικός και έτρεμα τους γιατρούς. Κανονικά όλες οι επισκέψεις, εξετάσεις, παραπομπές και επανεξετάσεις θα με είχαν αποτελειώσει, αλλά είχα βρει τη λύση: Θα αξιοποιούσα τα new age κόλπα. Τεχνικές αναπνοής, μέθοδο silva, διαλογισμό. Ήταν πασαλείμματα το ήξερα -και αργότερα θα με βοηθούσε απέραντα η ψυχοθεραπεία-, αλλά για εκείνη την περίοδο ήταν ό,τι έπρεπε: Μου έδιναν έναν στόχο - να καταφέρω να υπομείνω το απαίσιο ημερήσιο πρόγραμμα, τους τραμπουκισμούς των ανωτέρων, τους φιλικούς αλλά χιλιάδες φαντάρους που μου προκαλούσαν και αγοραφοβία από πάνω.
Μετά μετατέθηκα στην Κομοτηνή (μετά από ένα σύντομο ωραίο πέρασμα απ' την Αθήνα όπου ζούσα στην ξαδέρφη μου και "σπούδαζα" στην Στρατιωτική Σχολή Ξένων Γλωσσών απ' όπου πήρα την ιδιότητα Διερμηνέας την οποία πουθενά δεν κατάφερα να αξιοποιήσω στους 12 μήνες της θητείας μου).
Την πρώτη μέρα εντόπισα αμέσως τον bully του στρατοπέδου. Ήταν ένας γεματούλης αγριωπός τύπος που βλέποντας τον φρέσκο αίμα όρμηξε σε μας τους καινούργιους - και ειδικά σε μένα που μικρόδειχνα πιο πολύ από όλους. Για καναδυό μέρες προσπαθούσε να με τραμπουκίσει αντιμετωπίζοντας μια ψύχραιμη αδιαφορία. Σταμάτησε όταν τυχαία με άκουσε μια μέρα να λέω κάτι για το μεταπτυχιακό μου.
"Έχεις μεταπτυχιακό;" είπε πλησιάζοντας όλος περιέργεια.
"Ναι".
"Δηλαδή και πτυχίο;"
"Ναι".
Φάνηκε τρομερά μπερδεμένος. "Δηλαδή... δηλαδή, πόσο χρονών είσαι;"
"26" απάντησα.
"Αφού μοιάζεις... ξέρω γω; 15;" με κοίταξε δύσπιστα.
"Όχι 26 είμαι" του έδειξα την κάρτα στρατού μου.
"Καλά", κατέληξε, "και γιατί δεν το λες τόσες μέρες ρε μαλάκα;" Με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
"Εσύ πόσο είσαι;" τον ρώτησα απολαμβάνοντας την απρόβλεπτη δύναμη που, βλακωδώς, έχει η ηλικία στο στρατό.
"Εε... δεκαοκτώ μισό" ψέλλισε. Δεν με ξαναενόχλησε.
Στο γούωκμαν είχα τις κασέτες που μου έγραψαν φίλοι, τους είχα ζητήσει να το κάνουν πριν μπω στο στρατόπεδο, για να τους θυμάμαι, τέλειες κασέτες, τις βρήκα πρόσφατα και τις ξανάκουσα. Κανείς δεν το ήξερε αλλά είχα και μια μικρή τηλεόραση μαζί μου -μια φορητή τηλεόραση που χωρούσε στην παλάμη και καταβρόχθιζε τις μπαταρίες σαν τρελή – και πήγαινα κρυφά στο μπάνιο κι έβλεπα αν έφυγε η Καλομοίρα ή ο Καραφώτης από εκείνο το Fame Story, έβλεπα τον Σάκη στη Γιουροβίζιον, στην Στάη στις ειδήσεις, τα ξεκατινάσματα Λαμπίρη και Στεφανίδου, συνήθως όταν έμενα μόνος στο Πρώτο Γραφείο όπου και δούλευα.
Απολάμβανα τρομερά τις εξόδους. Απέφευγα όλο τον κόσμο (και όσο τους απέφευγα τόσο πιο μυστηριώδης και ενδιαφέρων έμοιαζα και όλοι προσπαθούσαν να με ενσωματώσουν στην παρέα τους, το αντίθετο απ' αυτό που ήθελα) και πήγαινα στο ίντερνετ καφέ της Κομοτηνής. Ποτέ ένα ευρώ δεν μου προσέφερε τόση πολλή απόλαυση. Διάβαζα ό,τι τραβούσε η ψυχή μου και μετά πήγαινα βόλτα στη φύση και διάβαζα την Ελευθεροτυπία, καθόμουν σε καφέ στην πλατεία και ξεκοκκάλιζα το Cover Story (τη συνέντευξη της Μαργαρίτας Καραπάνου θυμάμαι) ή πήγαινα σινεμά, στο Ολύμπια. Αν τυχαία έβλεπα κάποιον απ' το στρατό, ακόμα και συμπαθητικό, άλλαζα πεζοδρόμιο.
Περίμενα να έρθει σαββατοκύριακο για να έχω έξοδο και να πάω σ' ένα ξενοδοχείο. Ναι, πήγαινα σε ξενοδοχείο στις 12 το μεσημέρι και καθόμουν εκεί με ημιδιαμονή (20 ευρώ) μέχρι τις 12 το βράδυ. Ένα δωμάτιο ολόδικό μου για 12 ώρες. Με τηλεόραση. Και μίνι μπαρ. Έβγαινα μίνι βόλτες, έπαιρνα εφημερίδες ή βιβλία και ξαναγυρνούσα στο ολόδικό μου δωμάτιο στο ξενοδοχείο, κοιμόμουν σε μαλακά κρεβάτια όσο ήθελα (μιας και κανονικά κοιμόμουν ένα τετράωρο καθημερινά) και έκανα μπάνιο σε σχεδόν κανονική τουαλέτα.
Αυθυπέβαλλα φυσικά τον εαυτό μου, με διάφορες τεχνικές. Έπιασαν τόσο πολύ τα κόλπα, που σύντομα τα πέντε χλωμά δεντράκια ενός πάρκου στα μάτια μου έμοιαζαν με τροπικό κήπο της Εδέμ κι η κεντρική πλατεία με Trafalgar.
Οι τουαλέτες στο λόχο είχαν ποντίκια, έτσι έλεγαν όλοι. Έλεγαν ψέμματα όμως, δεν ήταν ποντίκια αλλά αρουραίοι, πράγμα χίλιες φορές χειρότερο. Μιλούσα στο τηλέφωνο όταν είδα από μια τρύπα του πατώματος της τουαλέτας να βγαίνει ένας σκούρος μακρύς μουσκεμένος αρουραίος. Και ζαλισμένος να τρέχει καταπάνω μου. Δε θέλω να θυμάμαι τη συνέχεια.
Είχε πολλή ζέστη εκείνο τον Ιούνιο, αν είναι δυνατόν που έπρεπε να φοράμε όλα αυτά τα ρούχα. Μόνο η βραδινή εκπαίδευση μου άρεσε. Πηγαίναμε με τα τεθωρακισμένα σε κάτι υψώματα και λέγαμε ανέκδοτα περιμένοντας το ΟΚ για να γυρίσουμε πίσω, μερικές φορές μας έδειχναν κάτι προπολεμικά συστήματα για να βλέπουμε τον εχθρό και μας έλεγαν πως αυτά έχουν αντικατασταθεί από πιο σύγχρονα τα οποία όμως δεν υπάρχουν στο στρατόπεδό μας.
Όλοι οι στρατιωτικοί τρόμαζαν όταν μάθαιναν πως ήμουν δημοσιογράφος. Τρόμαζαν. Στο μυαλό τους «δημοσιογράφος» σήμαινε Τριανταφυλλόπουλος, σήμαινε κρυφή κάμερα, σήμαινε δημόσια κατακραυγή. Μου έλεγαν συνέχεια, «δεν πιστεύω να μας καταγράφεις» όταν έκαναν τις απάτες τους, προσπαθούσαν να τα έχουν καλά μαζί μου γιατί πίστευαν ότι μπορεί και να τους έκανα πρωτοσέλιδο την επόμενη ημέρα, τόση δύναμη νόμιζαν ότι είχα.
Τον πρώτο καιρό επαναλάμβανα ακούραστα πως είμαι δημοσιογράφος του πολιτιστικού, έγραφα δηλαδή για μουσεία και συναυλίες και φιλμ, και όχι αποκαλυπτικά θέματα για σκάνδαλα στρατιωτικών, αλλά μετά το έκοψα και τους άφησα να με φαντάζονται σαν Μάκη Τριανταφυλλόπουλο σε οικονομική συσκευασία.
Στην Θεσσαλονίκη, με έκαναν ταχυδρόμο της Σχολής Πολέμου, ό,τι πρέπει δουλειά για έναν τεμπέλη αντικοινωνικό κι έλειπα τη μισή μέρα σε βόλτες στην πόλη. Τους Ολυμπιακούς του 2004 τους βλέπαμε στον θάλαμο - ευτυχώς είχα διανυκτέρευση την ημέρα της Τελετής Έναρξης και την είδα intoxicated σπίτι. Τα βράδια ως θαλαμοφύλακας διάβαζα ένα σωρό βιβλία - το καλύτερο ήταν το Εκκρεμές του Φουκώ, του Έκο.
Απ' όλα αυτά όμως πιο πολύ μου έμεινε η Κομοτηνή, που πολλοί θεωρούσαν άσχημη ή αδιάφορη. Την δέχτηκα όπως ήταν.
Και, μετά, την ειδωλοποίησα.
Αυθυπέβαλλα φυσικά τον εαυτό μου, με διάφορες τεχνικές. Έπιασαν τόσο πολύ τα κόλπα, που σύντομα τα πέντε χλωμά δεντράκια ενός πάρκου στα μάτια μου έμοιαζαν με τροπικό κήπο της Εδέμ κι η κεντρική πλατεία με Trafalgar.
Θα περίμενε κανείς πως η λατρεία μου για αυτήν θα ήταν κάτι ευκαιριακό. Κι όμως, ξαναπήγα πολλές φορές από τότε – είναι για μένα το Άγιο Όρος μου. Με το που κατεβαίνω στο σταθμό των ΚΤΕΛ παθαίνω υπεροξυγόνωση χαράς.
Ο διαλογισμός και τα new age κόλπα με βοήθησαν να τελειώσω αναίμακτα το στρατό. Δούλεψαν όμως τόσο πολύ -ίσως υπερβολικά πολύ- αφού, φέρνοντάς μου ένα μεγάλο high στην κάθε μέρα στρατού (και Κομοτηνής), μετά όταν βγήκα κι έκοψα τους διαλογισμούς αισθανόμουν για λίγο ότι η ζωή μου έξω ήταν χειρότερη απ' ό,τι μέσα. Ευτυχώς αυτό δεν κράτησε πολύ, και ήρθα σύντομα στα συγκαλά μου...
σχόλια