O Γιώργος Παναγιωτάκης, ο παππούς μου, γεννήθηκε ακριβώς το 1900. Έτσι, μου ήταν πάντα πολύ εύκολο να υπολογίζω την ηλικία του.
Το 1912, στα δώδεκά του, έμεινε ορφανός και στα δεκαέξι του το έσκασε από το σπίτι του στην Κρήτη. Αρχικά πήγε εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο. Μετά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών για να γίνει ζωγράφος. Ήταν συμφοιτητής και φίλος του Σπύρου Βασιλείου και μαθητής του Ιακωβίδη. Δούλεψε κοντά στον τελευταίο. Κάποια από τα ακριβοπληρωμένα πορτρέτα των αστών της εποχής, που φέρουν την υπογραφή του δασκάλου του, τα είχε στην πραγματικότητα ολοκληρώσει εκείνος.
Διέκοψε τις σπουδές του γιατί τον έστειλαν στο πόλεμο της Μικράς Ασίας και τις συνέχισε αμέσως μετά. Ενδιάμεσα, το 1921 στη μάχη του Καλέ Γκρότο, τραυματίστηκε στο κεφάλι. Το επόμενο καλοκαίρι, στην υποχώρηση, πιάστηκε αιχμάλωτος. Η ζωγραφική του έσωσε τη ζωή. Έκανε τα πορτρέτα των Τούρκων στρατιωτικών και χωρικών κι εκείνοι του έδιναν φαγητό.
Όταν επέστρεψε αποφάσισε να ασχοληθεί με την αγιογραφία. Δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά ήξερε ότι έτσι θα είχε πάντα δουλειά. Άλλωστε αρκετά πορτρέτα είχε κάνει...
Κάποια στιγμή, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ανέλαβε το ναό της Παναγίας στο Μαρούσι. Όταν η δουλειά ολοκληρώθηκε, οι υπεύθυνοι του έκαναν μια πρόταση. Πώς θα του φαινόταν αν, αντί για τα συμφωνηθέντα, του μεταβίβαζαν καμιά δεκαριά στρέμματα πάνω στην οδό Κηφισίας;
Ο παππούς μου θεώρησε ότι οι παπάδες πάνε να τον πιάσουν κορόιδο. Πιθανόν να είχε δίκιο. Η Κηφισίας ήταν τότε ένας έρημος χωματόδρομος. «Εκεί πέρα μόνο λύκους έχει», απάντησε και απαίτησε να πληρωθεί σε δραχμές. Είχε άλλωστε γυναίκα και δύο παιδιά να θρέψει.
Η ζωή του συνεχίστηκε. Έμεινε χήρος, παντρεύτηκε ξανά, έκανε άλλα δύο παιδιά... Πήγε για μια δουλειά τη Χίο και ρίζωσε εκεί. Επί Μεταξά είχε τραβήγματα επειδή δεν έστελνε τα παιδιά του στην ΕΟΝ. Στην Κατοχή, στην μεγάλη πείνα που έπεσε στο νησί, η τέχνη του τον ξελάσπωσε ξανά. Ζωγράφιζε πορτρέτα Γερμανών και ματαιόδοξων μαυραγοριτών με αντάλλαγμα τρόφιμα.
Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του ανεβασμένος σε μια σκαλωσιά. Περιουσία δεν έκανε ποτέ.
Γύρω στο '75 επέστρεψε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε σε ένα ισόγειο δυάρι στο Παγκράτι. Παράλληλα, επέστρεψε και στην «κοσμική» ζωγραφική. Στο μικρό σαλόνι υπήρχε μόνιμα στημένο ένα καβαλέτο με κάποιο μισοτελειωμένο έργο.
Ζωγράφιζε με αργές, με υπερβολικά αργές κινήσεις, φορώντας πάντα το κουστούμι του. Δεν λερωνόταν ποτέ -ούτε καν στα χέρια του. Κάπνιζε διαρκώς, με τον τρόπο των παλιών: αρχοντικά, απολαμβάνοντας την κάθε ρουφηξιά. Χαμογελούσε πλατιά, αλλά ήταν κάπως απόμακρος. Του μιλούσα στον πληθυντικό. Το ίδιο και ο πατέρας μου.
Στα μέσα της δεκαετίας του '80 αποφάσισε να κάνει το πορτρέτο μου. Μια φορά την εβδομάδα έμπαινε στο τρόλεϊ και ερχόταν στο σπίτι μας. Η μέρα εκείνη ήταν η χειρότερή μου, καθώς έπρεπε να παλουκωθώ σε μια καρέκλα, ασάλευτος για μία ή δύο ώρες τη φορά. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον παρατηρώ καθώς ζωγράφιζε. Έτσι, όμως, τον έχω ακόμη αρκετά ζωντανό μπροστά μου.
Πέθανε στα εννενήντα πέντε του -το 1995- λίγο καιρό αφότου κατάλαβε ότι το ολοένα και πιο έντονο τρέμουλο στα χέρια του δεν θα του επέτρεπε να ζωγραφίσει άλλο.
Εκείνη την εποχή, στην Κηφισίας, τα γυάλινα κτίρια σηκώνονταν το ένα μετά από το άλλο και το όνομα Babis Vovos άστραφτε ήδη μεγαλόπρεπο στον αττικό ουρανό. Περνούσα και έλεγα μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι αν ο παππούς ήταν πιο διορατικός, θα είχα λύσει το οικονομικό μου πρόβλημα.
Η είδηση της σύλληψης –και της σύντομης κράτησης- του Μπάμπη Βωβού πυροδότησε διάφορες συζητήσεις. Κάποιοι κατηγόρησαν το κράτος που χρώσταγε στον άνθρωπο και τον οδήγησε στην πτώχευση. Άλλοι μας θύμισαν κάποιες βρώμικες λεπτομέρειες με συντελεστές δόμησης ή μίλησαν για τον βιασμό της αισθητικής μας, που τον δεχόμασταν, αδιαμαρτήρητα επί της ουσίας, τόσα χρόνια.
Εμένα πάλι, όλη η ιστορία μου θύμισε τον παππού μου.
Ποιος ξέρει... Ίσως κάποιο από τα γυάλινα κτίρια της Κηφισίας, να είναι χτισμένο στο οικόπεδο που εκείνος είχε κάποτε περιφρονήσει.
Η φωτογραφία στην κορυφή της σελίδας έχει τραβηχτεί στη Σχολή Καλών Τεχνών, τη δεκαετία του '20 . Καθιστός στα δεξιά είναι ο Γ. Παναγιωτάκης. Ο Σπύρος Βασιλείου πρέπει να είναι ο όρθιος πίσω από τον πλακατζή της τάξης που αγκαλιάζει τον σκελετό. Το γυμνό μοντέλο είναι ένας Ρώσος -πρόσφυγας του 1917. Στο πατρικό μου υπάρχει ένας πίνακας του παππού που τον αναπαριστά.
σχόλια