Οι αναμνήσεις μου από τον καιρό της χούντας είναι λιγοστές. Τρεις συγκεκριμένα:
Θυμάμαι τον Παπαδόπουλο να μιλάει σαν να γαβγίζει στην τηλεόραση και την αδελφή μου να φωνάζει: «Σκύλος Παπαδόπουλος-Σκύλος Παπαδόπουλος!». Το ίδιο δευτερόλεπτο, οι τρεις ανύπαντρες θείες μας, στο σπίτι των οποίων βρισκόμασταν, καταφτάνουν με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια τους για να της κλείσουν τα στόμα, μήπως την ακούσει κανένας γείτονας.
Θυμάμαι επίσης, μια μέρα, τα τζάμια στο σαλόνι να τρέμουν και τη μητέρα μου να με πληροφορεί, σχετικά ψύχραιμη, ότι είναι «τα τανκς που περνούν στην Αχαρνών». Άραγε ήταν τα τανκς που πήγαιναν στο Πολυτεχνείο ή μια συνηθισμένη μετακίνηση κάποιας μονάδας;
Θυμάμαι και την επιστράτευση: Ένα τεράστιο μποτιλιάρισμα στην εθνική. Στις γέφυρες –εκεί κοντά στη Φιλαδέλφεια- και δίπλα στο δρόμο, άνθρωποι με σημαίες και πανώ εμψυχώνουν τον κόσμο. Όταν βλέπουν άντρα σε στρατεύσιμη ηλικία ζητωκραυγάζουν και τον προτρέπουν να πάρει την Πόλη. Εμείς πηγαίνουμε στο χωριό. Ο πατέρας μου -ο οποίος δεν έχει πάρει φύλλο πορείας- ανταποδίδει αγέρωχος τους χαιρετισμούς για να μην στεναχωρήσει τους εμψυχωτές.
Στο χωριό επικρατεί πολεμικός παροξυσμός. Τα παιδιά φορούν λαστιχένια κράνη κατασκευασμένα από κομμένες μπάλες και κυκλοφορούν με ξύλινα όπλα στα οποία έχουν καρφώσει από ένα μανταλάκι. Χάρη σ’ αυτό μπορούν να πετούν λαστιχάκια στους εχθρούς.
Ο θείος μου ο Θόδωρος έχει τη φαεινή ιδέα να μου φτιάξει ένα βιολογικό κράνος: μισό καρπούζι καθαρισμένο καλά από μέσα. Μόλις βγαίνω στον ήλιο, η καρπουζόφλουδα άρχιζει να στάζει. Λίγο αργότερα ένα παιδί μου ρίχνει μία στο κεφάλι και το κράνος ανοίγει στα δύο.
Στη μεταπολίτευση γνωρίσαμε, μεταξύ άλλων, την αστική μπαναλιτέ του Καραμανλή και του Ράλλη, την «εκδίκηση της γυφτιάς» του Ανδρέα, τον κομματικό φιλελευθερισμό του Μητσοτάκη, τον κουτοπόνηρο εκσυγχρονισμό του Σημίτη, την δημαγωγία της ταβέρνας του Κώστα Καραμανλή, το σχιζοφρενικό λάπτοπ του ΓΑΠ, την κυβέρνηση-ΑΤΜ των Παπαδήμου-Βενιζέλου και τον μακεδονομάχο της συμφοράς Αντώνη Σαμαρά. Η εποχή αυτή μας πρόσφερε ακόμη σκάνδαλα, ρουσφέτια, εργατοπατέρες, ανικανότητα, υπερχρέωση, αρκετή αστυνομική βία, ξόδεμα πόρων και ευκαιριών και μια οικονομική καταστροφή εν εξελίξει.
Από την άλλη, σήμερα τα τανκς δεν σουλατσάρουν στην Αχαρνών, ενώ μπορεί κανείς να κριτικάρει ή και να σκυλοβρίσει τον πρωθυπουργό, δίχως κανένα πρόβλημα –για να μην πούμε ότι μπορεί και να τον καταψηφίσει στις εκλογές.
Θεωρώ ότι το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το 73 (ή τέλος πάντων το 74)», το οποίο επανήλθε λόγω της πρόσφατης επετείου, εκτός από το προφανές εννοιολογικό του σφάλμα (δεν ονομάζεις σεισμό την καταιγίδα) είναι και επικίνδυνο: όταν εξομοιώνεις στο μυαλό σου την προβληματική δημοκρατία της μεταπολίτευσης με τη μπρουτάλ ανελευθερία της χούντας, αποδεικνύεις ότι είσαι ώριμος να σκύψεις το κεφάλι στη δεύτερη.
Κοινώς, είσαι άξιος της μοίρας σου.
(Το ίδιο άξιος της μοίρας σου είσαι βέβαια και όταν φοράς κράνος από καρπούζι)
σχόλια