Την κατάργηση του «κουκουλονόμου» και αλλαγές στον τρόπο λήψης DNA κατά την ποινική διαδικασία, προβλέπουν τροπολογίες που κατέθεσαν σήμερα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ'. Οι τροπολογίες αυτές θα τεθούν υπό συζήτηση και ψήφιση στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας έγκρισης του νομοσχεδίου.
Αναλυτικά οι δύο τροπολογίες, όπως δημοσιεύονται στην Εφημερίδα των Συντακτών:
•Τροπολογία για τον νόμο για τις κουκούλες
«Θέμα: Κατάργηση διατάξεων άρθρων 25 και 27 Νόμου 3772/2009 και τροποποίηση διατάξεων Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Α. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Σκοπός της παρούσας Τροπολογίας είναι η κατάργηση των διατάξεων του Νόμου 3772/2009 Ιατροδικαστική Υπηρεσία, τροποποίηση Ποινικού, Σωφρονιστικού Κώδικα, παράνομη μετανάστευση Κώδ. Ποιν. Δικ και η συνακόλουθη τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα σε ό,τι αφορά την επαύξηση των ποινών που επέφερε σε πέντε συνολικά εγκλήματα προβλεπόμενα στα άρθρα 189, 308Α, 310, 380 και 382 του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτά τελούνται από άτομα με καλυμμένα ή αλλοιωμένα χαρακτηριστικά.
Συγκεκριμένα, ο Νόμος 3772/2009 στο άρθρο 25 τροποποίησε σειρά διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και ειδικότερα το άρθρο 189 (διατάραξη της κοινής ειρήνης), για το οποίο όρισε ποινές κάθειρξης μέχρι και 10 ετών, ενώ προβλέπονταν ποινές φυλάκισης από τρεις μήνες μέχρι δύο έτη, το άρθρο 308Α (απρόκλητη σωματική βλάβη), για το οποίο όρισε ποινές φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, ενώ προβλέπονταν ποινές από έξι μήνες μέχρι ένα έτος, το άρθρο 310 (βαριά σωματική βλάβη), για το οποίο όρισε ποινές φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών, ενώ προβλέπονταν ποινές φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, το άρθρο 380 (ληστεία) με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, ενώ προβλεπόταν ποινή κάθειρξης, δηλαδή ποινή τουλάχιστον πέντε ετών. Επίσης, στο άρθρο 382 Π.Κ. (διακεκριμένες περιπτώσεις φθοράς) θεσπίστηκαν για τον υπαίτιο των πράξεων που προβλέπονται στο άρθρο ποινές φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, ενώ προβλέπονταν περιπτωσιολογικά ποινές τουλάχιστον τριών μηνών, έξι μηνών και ενός έτους. Επιπλέον, στο ίδιο άρθρο προβλέφθηκε ότι στην περίπτωση που ο υπαίτιος των πράξεων του άρθρου ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 383 Π.Κ. και επομένως το έγκλημα τιμωρείται αυτεπαγγέλτως και όχι κατ’ έγκληση.
Τέλος με την παρούσα τροπολογία προωθείται η κατάργηση της τροποποίησης του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που επήλθε με το άρθρο 27 του Νόμου 3772/2009, σύμφωνα με την οποία τα εγκλήματα της διατάραξης κοινής ειρήνης και της ληστείας που τελέστηκαν από πρόσωπο που έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο.
Οι ως άνω νομοθετικές μεταβολές, όπως εμφαίνεται και από την Αιτιολογική Έκθεση που τις συνόδευσε, συνδέθηκαν σε μεγάλο βαθμό με το αίσθημα ανασφάλειας που καλλιεργήθηκε στην ελληνική κοινωνία μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 3772/2009 αναφέρεται ως λόγος για τη θέσπιση αυστηρότερης ποινικής αντιμετώπισης των παραπάνω εγκλημάτων το γεγονός ότι «Εκμεταλλευόμενα τις δημόσιες συναθροίσεις και τις ειρηνικές διαδηλώσεις των πολιτών, άτομα, τα οποία καλύπτουν ή αλλοιώνουν τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, κρυμμένα πίσω από την ανωνυμία που τους προσφέρει αυτή η κάλυψη, τελούν κατά συρροή ποινικά κολάσιμες πράξεις, όπως απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η πρόκληση φθορών σε κτήρια δημοσίων υπηρεσιών ή σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, βιαιοπραγίες, ληστείες κ.ά.. Η συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου και η έντονη κοινωνική απαξία που προσλαμβάνει αυτή καθεαυτή η πράξη της συγκάλυψης ή αλλοίωσης των χαρακτηριστικών του προσώπου υπαγορεύει στην Πολιτεία τη λήψη μέτρων. Εξάλλου, η Πολιτεία οφείλει να προστατεύει το συνταγματικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι (άρθρο 11 του Συντάγματος) των πολιτών της, το οποίο υποσκάπτεται και παρεμποδίζεται από τη βία των «κουκουλοφόρων», να θωρακίσει τη δημόσια περιουσία και τις εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας που προορίζονται για την εξυπηρέτηση των πολιτών, αλλά και να προστατεύει τις ιδιωτικές περιουσίες από απρόκλητες βλάβες».
Όμως, οι ρυθμίσεις του Νόμου 3772/2009 αποδείχθηκαν πλήρως αναποτελεσματικές στην κατεύθυνση της διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης, ενώ κατακρίθηκαν και από το σύνολο σχεδόν της επιστημονικής κοινότητας, ειδικά εφόσον πάσχουν σοβαρής αντισυνταγματικότητας στο βαθμό που ορίζουν επαύξηση του αξιοποίνου για τις ως άνω κατηγορίες εγκλημάτων (άρθρο 7 παρ. 1 και 25 παρ. 2 Σ). Η κάλυψη ή η αλλοίωση των χαρακτηριστικών εντάσσεται στη λογική της αυτοϋπόθαλψης, η οποία δεν μπορεί να τιμωρείται καθεαυτή. Η κάλυψη των χαρακτηριστικών σε κάθε περίπτωση, για να είναι ποινικά ενδιαφέρουσα, θα πρέπει να γίνεται προς το σκοπό απόκρυψης του προσώπου του δράστη και παρεμπόδισης ή ματαίωσης της αναγνώρισής του από τρίτους, και όχι για άλλους λόγους, που δεν σχετίζονται με αξιόποινες συμπεριφορές. Επομένως, η διαφύλαξη για παράδειγμα της υγείας του προσώπου με χρήση μάσκας ή μαντηλιού, όπως κατεξοχήν γίνεται σε περιπτώσεις συναθροίσεων με ευρεία χρήση χημικών από τις αστυνομικές αρχές, δεν μπορεί επουδενί να λειτουργεί ως στοιχείο θεμελιωτικό μιας αξιόποινης συμπεριφοράς, με αυστηρότερη μάλιστα τιμώρηση. Τα πλαίσια συνεπώς των ποινών στα συγκεκριμένα αδικήματα, των οποίων προωθείται η επαναφορά είναι ούτως ή άλλως ευρεία, με τρόπο που να επιτρέπει στις δικαστικές αρχές, στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής κατ’ άρ. 79 ΠΚ, να αξιολογήσουν την αξιόποινη συμπεριφορά συνολικά, τον τρόπο δράσης και τις περιστάσεις τέλεσης, προβαίνοντας, ως αρμόζει σε ένα κράτος δικαίου, σε εξατομικευμένες κρίσεις. Έτσι, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να σταθμίσει τη συμπεριφορά του προσώπου και να αξιολογήσει ο ίδιος, ως αρμοδιότερος όλων, εάν, στην εκάστοτε περίπτωση και εξατομικευμένα, η κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών έχει ή όχι κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο, το οποίο να προσδίδει περαιτέρω απαξία στην πράξη και δεν χρειάζεται προς τούτο νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες να μεταβάλουν τον χαρακτήρα των αδικημάτων και να επαυξάνουν ακραία το αξιόποινο.
Κατά την εφαρμογή τους, οι ως άνω αναφερόμενες διατάξεις αποδείχθηκαν εξόχως προβληματικές, καθώς ερμηνεύτηκαν κατά καιρούς ως κάλυψη ή αλλοίωση χαρακτηριστικών, τα γυαλιά ηλίου, τα μαντίλια, μπλούζες με κουκούλα κ.α. Επιβεβαιώθηκε έτσι και η ευρεία κριτική που ασκήθηκε στη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία για την επικινδυνότητα των διατάξεων και τον αντιδημοκρατικό τους χαρακτήρα. Εξάλλου σοβαρές επιφυλάξεις για τη θέσπιση των διατάξεων αυτών εξέφρασαν και τα συνδικαλιστικά όργανα των αστυνομικών σημειώνοντας ότι «δεν είναι ξεκάθαρος ο επιχειρησιακός τρόπος σύλληψης αυτού που φοράει την κουκούλα και της σε βάρος του απόδοσης κατηγοριών…».
Β. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
Στο σχέδιο νόµου «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου και άλλες διατάξεις»
Άρθρο 2
Τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα
15. Καταργείται η παράγραφος 3 και η αναριθμείται η παράγραφος 4 σε 3 του άρθρου 189 του Ποινικού Κώδικα.
16. Καταργείται η παράγραφος 3 του άρθρου 308Α του Ποινικού Κώδικα.
17. Καταργείται το εδάφιο β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 310 του Ποινικού Κώδικα.
18. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα απαλείφεται η φράση: «ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ή αν».
19. Καταργείται η παράγραφος 5 του άρθρου 382 του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 3
Τροποποίηση Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
12. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του Άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαλείφεται η φράση «και εκείνα που τελέστηκαν από πρόσωπο που έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτού και προβλέπονται στα άρθρα 189 παράγραφος 3 και 380 του Ποινικού Κώδικα».
Κατάργηση διατάξεων Νόμου 3772/2009
Ιατροδικαστική Υπηρεσία, τροποποίηση Ποινικού, Σωφρονιστικού Κώδικα, παράνομη μετανάστευση Κώδ. Ποιν. Δικ
Με το παρόν καταργείται η διάταξη του άρθρου 25 του Νόμου 3772/2009 και στο άρθρο 27 παρ.1 απαλείφεται η φράση «και εκείνα που τελέστηκαν από πρόσωπο που έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτού και προβλέπονται στα άρθρα 189 παράγραφος 3 και 380 του Ποινικού Κώδικα».
•Τροπολογία για τη λήψη DNA
«Θέμα: Τροποποίηση άρθρου 200Α Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Με την παρούσα τροπολογία εισάγονται μια σειρά από εγγυήσεις στο ευαίσθητο ζήτημα της λήψης DNA κατά την ποινική διαδικασία. Η υπάρχουσα διάταξη δημιούργησε κατά την εφαρμογή της αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εκ μέρους των διωκτικών οργάνων λήψης του γενετικού υλικού παρά τη θέληση του ενδιαφερόμενου, ακόμα και με τη χρήση βίας. Μία τέτοια όμως βίαιη επέμβαση στο σώμα ενός προσώπου, παρά τη θέλησή του, δημιουργεί ζητήματα συνταγματικότητας, καθώς προσβάλλει τον σκληρό πυρήνα της αξιοπρέπειας του ατόμου που προστατεύεται ειδικά από το Σύνταγμα (άρθρα 2, 5, 7 παρ. 2 Σ) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 3 ΕΣΔΑ). Αλλά και πιο ειδικά η Σύσταση υπ’ αρίθμ. 92 του Συμβουλίου της Ευρώπης «για τη χρήση ανάλυσης DNA στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης» θέτει ως προϋπόθεση για τη χρήση γενετικών αναλύσεων προς τον σκοπό της ταυτοποίησης του δράστη την μη παραβίαση θεμελιωδών αρχών, όπως η αρχή της αξιοπρέπειας του προσώπου και του σεβασμού του ανθρώπινου σώματος, τα δικαιώματα άμυνας και η αρχή της αναλογικότητας.
Συναφώς σύμφωνα με την υπ’ αρίθμ. 2/2009 Γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα «Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γενετικών αποτυπωμάτων σε συνδυασμό με την αξιοποίησή τους για τη διακρίβωση αξιόποινων πράξεων, δηλαδή για σκοπό που περιλαμβάνεται στο σκληρό πυρήνα της κρατικής δράσης, απαιτεί την τήρηση αυξημένων εγγυήσεων υπό το πρίσμα του κράτους δικαίου, και των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας που απορρέουν από αυτό. Οι αρχές αυτές διαποτίζουν και το ποινικό δίκαιο καθώς και το κρίσιμο εν προκειμένω στάδιο της προδικασίας, καθώς και της συλλογής και χρήσης των αποδεικτικών μέσων. Η ανάλυση DNA εντάσσεται συστηματικώς στο κεφάλαιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τα αποδεικτικά μέσα συνιστώντας ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης. Αποτελεί επίσης ανακριτική πράξη, έχει μάλιστα χαρακτηρισθεί ως επαχθής, ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού. Τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού υπόκεινται στον έλεγχο της αναλογικότητας και ισχύει ότι όσο επαχθέστερο είναι το μέτρο, τόσο βαρύτερο πρέπει να είναι το έγκλημα για το οποίο επιτρέπεται η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου.»
Ως εκ τούτου, όπως ακριβώς ακολουθείται και κατά τη διαδικασία λήψης αποτυπωμάτων, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να δύναται να αρνηθεί, οπότε και συντάσσεται σχετική έκθεση από το αρμόδιο όργανο, η δε άρνηση αυτή θα αξιολογηθεί από τις δικαστικές αρχές στο πλαίσιο της ηθικής εκτίμησης των αποδείξεων.
Στην ισχύουσα διάταξη προβλέπεται περαιτέρω ότι η λήψη γενετικού υλικού διατάσσεται σε ένα μεγάλο εύρος εγκλημάτων, σε όλα τα κακουργήματα και στα πλημμελήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η πρόβλεψη αυτή είναι κατά τα ως άνω καταφανώς αντίθετη με το άρθρο 25 Συντάγματος που προβλέπει την αρχή της αναλογικότητας που πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση περιορισμού ατομικού δικαιώματος και με την παρούσα τροπολογία προωθείται ο περιορισμός του εύρους των αδικημάτων, για τα οποία μπορεί να διατάσσεται. Στο ίδιο πνεύμα προστίθεται στο προτελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 200 Α, και στη φράση «άλλων εγκλημάτων», η φράση «που προβλέπονται στην παρ. 1» έτσι ώστε να μην είναι δυνατή τυχόν διεύρυνση του καταλόγου των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες μπορεί να διαταχθεί η λήψη γενετικού υλικού.
Με το ανωτέρω σκεπτικό κρίθηκε σκόπιμο η απόφαση για τη λήψη του γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο να περιβάλλεται με δικαστικές εγγυήσεις ενώ ταυτόχρονα δίνεται και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να ορίζει τεχνικό σύμβουλο.
Β. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Στο σχέδιο νόµου «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου και άλλες διατάξεις»
Η παράγραφος 1 του άρθρου 200Α «Ανάλυση DNA» του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα που ασκείται με τη χρήση βίας ή κατά της γενετήσιας ελευθερίας και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid -DNA) προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ο ανακριτής δύναται να ζητήσει εγγράφως τη λήψη του γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, η οποία πρέπει να διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπειά του. Εάν αυτός αρνείται, συντάσσεται σχετική έκθεση από το αρμόδιο για τη λήψη όργανο. Την ανάλυση του DNA του δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος για την υπεράσπισή του. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208».
Το α΄ εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό. Αυτό έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204 έως 208».
Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα στοιχεία αυτά τηρούνται για την αξιοποίηση στη διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και καταστρέφονται σε κάθε περίπτωση μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν».
σχόλια