Και οι γενιές αναπληρώνουν η μια την άλλη και οι άνθρωποι γίνονται φαντάσματα και σκόνη, σκέφτομαι καθώς διαβαίνω, λίγο πριν ξημερώσει την άδεια Ερμού που θα πλημμυρίσει λίαν προσεχώς, με το ανάλαφρο βάδισμα, τα εύθυμα μάτια, τα προπετή στήθη, τα κερασόχροα χείλη, νεαρών, προς το παρόν, αν και πρωτίστως ζωντανών γυναικών.
Σώματα πιο πλαστικά και από αυτά της βιτρίνας, αμέριμνα και περιπαθή, με φιόγκους στα μαλλιά και σβησμένους αναπτήρες στις τσέπες αλλά και γυναίκες θριαμβευτικά στολισμένες σαν διμοιρίες Αμαζόνων που άλωσαν τα χρηματοκιβώτια του Σκρουτζ Μακ Ντακ, εν των μέσω capitalcontrols, και σκορπίστηκαν γελώντας στην πόλη, πριν ακόμα σβήσει ο απόηχος της εντολής «τα ιμάτια λύσατε».
Και τα έλυσαν.
Και ποιος είδε τη ζωή και δεν φοβήθηκε.
«Ο αέρας αυτής της πόλης μυρίζει αθανασία», ψιθυρίζει ο ευτυχέστερος των εραστών, ο φαντασιόπληκτος, χωρίς να αντιλαμβάνεται, ούτε στο ελάχιστο, το απίστευτο βάρος της φράσης που μόλις ξεστόμισε. Διαλέγει, κατόπιν, πρωταγωνίστρια και προσπαθεί, μέσα στα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα, να ζήσει όσο απολαυστικά λαχταρά, σε έναν εξορισμού θνησιγενή και καταπιεστικό κόσμο. Λες και του χάρισε κάποιος τρεις ζωές και είπε να ξοδέψει τη μια περιμένοντας.
Υπό το φως των χριστουγεννιάτικων λαμπιονιών, λοιπόν, που δεν έχουν ακόμα σβήσει επιδίδεται σε αληθοφανείς και για αυτό ασύδοτες περιπτύξεις μέσα σε ευτελείς δημόσιες τουαλέτες, με όλες τους αλλά και με καθεμία τους ξεχωριστά. Αυτές ποτέ δεν το έμαθαν.
Με συνοπτικές διαδικασίες γάμησα άλλο ένα κείμενο που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι αξιόλογο και πλατωνικά ευτυχές. Τα ήθη μας, όμως, ευτυχώς για τα ιερατεία αλλά ατυχώς για μας, είναι σύμφωνα με το ρητό «πλατωνίζεσθε αλλά μην αμαρτάνετε».
Λοιπόν, αμαρτάνετε.
Αποσιώπησα μια στιγμή ζηλοτυπίας, που κατέγραψα, κατά την οποία μια 12χρονη τσιγγάνα μαχαίρωσε τον 16χρονο άντρα της, διότι την κεράτωνε με έναν πακιστανό ομπρελά. Μου χάλαγε τη σούπα αλλά τελικά καταθέτω το συμβάν.
«Που θάβουν τους τσιγγάνους;» αναρωτήθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου και ένιωσα τολμώ να πω έκπληξη.
Το αναπάντεχο γεγονός και το ακατάλληλο της ώρας πυροδότησαν διάφορες εσωτερικές διεργασίες.
«Τι πιο αναζωογονητικό από μια βόλτα στο Α’ Νεκροταφείο!» σκέφτηκα εκπλήσσοντας τον ίδιο μου τον εαυτό. Ούτε η Νικολούλη δεν θα πήγαινε χαράματα και μετά από τέτοιο σκηνικό σε νεκροταφείο. Αγόρασα, τυρόπιτα και milko στον δρόμο.
Όσοι ζείτε στην Αθήνα και δεν έχετε επισκεφθεί το Α’ Νεκροταφείο, να το κάνετε. Είναι ενδιαφέρουσα εμπειρία με υπαρξιακές, αρχιτεκτονικές, ιστορικές, καλλιτεχνικές προεκτάσεις.
Με αφορμή, που λέτε, τη συγκεκριμένη βόλτα επιβεβαίωσα, για άλλη μια φορά, τη ζωοκτόνα αισθητική του βίου μας αλλά και των νεκροταφείων(πλην μόνο του συγκεκριμένου) τα οποία είναι ναυάγια λειψάνων. Τα νεκροταφεία της σύγχρονης Ελλάδας κατασυκοφαντούν την ιστορία των ενοίκων τους, πιο terrible situation δεν παίζει.
Η απελπιστική αισθητική των νεκροταφείων είναι, θεωρώ, καταδικαστική και για τη ζωή που κάνουμε. Πόσο να σεβαστείς το «είναι» γνωρίζοντας ότι ο τερματικός σταθμός είναι ένα ακαλαίσθητο και συμβολικά χρεωκοπημένο αγροτεμάχιο με μαρμάρινες πλάκες, λιβανιστήρια, άθλιες φωτογραφίες, αυθαίρετες κατασκευές, υπαλλήλους γραφείων τελετών πιο κιτς και από τον Γιώργο Μάγκα, σακιά με κομμένα ραδίκια, τσιμεντόλιθα, ελενίτ, στεφάνια από σαμπρέλες, πλαστικά λουλούδια και πειραγμένες νεκροφόρες;
Νομίζω ότι η κοινωνία οφείλει να επανεξετάσει το ζήτημα των νεκρών. Μπορεί να φαίνεται σαν επιμέρους πρόβλημα αλλά, as far as I am concerned, έχει μεγάλη οντολογική σημασία.
Τη λέξη οντολογική, googlare την. Την έβαλα για εφέ.
Επειδή η ώρα της αιώνιας ανυπαρξίας, που λες, θα έρθει, δεν θα ήθελα να δω κανέναν σας σε έναν τόσο άχαρο χώρο ακόμα και αν δεν μου κάνει ποτέ του like.
Όλοι θα σεβόμασταν περισσότερο τη ζωή αν είχαμε «συμφιλιωθεί», υποτυπωδώς, με το περιβάλλον του θανάτου. Τολμηρότερες ιδέες και προχωρημένες εμπνεύσεις ίσως και να ξεβράκωναν τον κύριο με το δρεπάνι. Το τέλος δεν είναι όσο αυτόνομο και προσωπικά πνευματικό βίωμα θαρρείς, είναι και αυτό δέσμιο κοινωνικών συμβάσεων και αισθητικών στερεοτύπων.
Προτείνω τα νεκροταφεία να ενταχτούν πιο έξυπνα στην καθημερινή λειτουργία και ιστορία της κάθε πόλης ώστε να αφηγούνται σε κάθε βήμα την ιστορία στους εκάστοτε «ξύπνιους» κατοίκους της. Εξυπηρετούν, άλλωστε, ανάγκες των ορθίων.
Οι μόνιμοι ένοικοι έχουν πολύ περιορισμένες απαιτήσεις.
Καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις, δερμάτινοι καναπέδες, μπαλόνια, δέντρα, εμαγιέ επιφάνειες, δωμάτια με sex toys για να αναπαράγεται η ζωή στον χώρο που θα σβήσει, πατάκια Μοιραράκη, περιστρεφόμενα ποτιστήρια, ντισκομπάλες για το βράδυ, φωτισμοί νέον και από τα μεγάφωνα να παίζει Μπαχ.
Αχ!
Αυτό θα ήταν μια καλή αρχή διαλόγου.
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΤΩΡΑ!
«Έχουμε κονδύλια για τέτοια έξοδα», σαν να ακούω τον φίλο μου τον Haris να διερωτάται.
Αν μας κάνει να γουστάρουμε λίγο πιο πολύ τη ζωή, παίζει. Δεν έχω μαξιμαλιστικές απαιτήσεις για περιττές πολυτέλειες αλλά μια πιο ψαγμένη και αισθητικά ανεκτή αντιμετώπιση του επέκεινα. Το Α’ Νεκροταφείο είναι γαμώ, τα υπόλοιπα είναι γεμάτα με σεμεδάκια και νάιλον δαντέλες, λες και τα έχει επιμεληθεί η Στέλλα Μπεζετάκου.
Ας βρούμε συμφέρουσες λύσεις. Ας θάβουμε τους ανθρώπους σε δάση, ας τους εναποθέτουμε στα σύννεφα.
Τι εννοείς θα πέσουν;
Οι μαυροφορεμένες χήρες που ήρθαν καθώς έφευγα, μου φάνηκαν όλες γνώριμες. Θαρρώ πως ήταν τα καρποφόρα και οργασμικά κορίτσια που φαντασιωνόμουν μερικές στιγμές νωρίτερα.
Πόσο καιρό περιπλανήθηκα ανάμεσα στους νεκρούς άραγε;