Ας υποθέσουμε ότι για λίγο ξεχνάμε όλους τους κανόνες περί στιλ, μόδας, εντυπώσεων, όλο αυτό το φαντεζί δεκανίκι του καπιταλισμού, που εν συντομία αποκαλούμε dress code και με το οποίο λίγο έως πολύ, κάποτε συμμορφωθήκαμε όλοι (ή και όχι).
Ας ξεχάσουμε ότι υπάρχουν όλα αυτά, αλλά ας κρατήσουμε ως δεδομένο το ρούχο, αυτό καθ’ εαυτό: ύφασμα, υφή, σχέδιο, χρώμα.
Τι μένει;
Ας μην απαντήσουμε ακόμη. Από καταβολής οργανωμένων κοινωνιών το ρούχο ήταν δηλωτικό του επαγγέλματος, της καταγωγής, της οικονομικής κατάστασης, της κοινωνικής τάξης και ελάχιστα αργότερα της αισθητικής και των προθέσεων.
Όταν παίζονται συμφωνίες δισεκατομμυρίων μεταξύ κρατών, ανθρώπων, επιχειρήσεων – σκληρές καταστάσεις, δηλαδή – το ζητούμενο δεν είναι να τονιστεί η σέξι πλευρά, αλλά να υπάρξει μία φίνα λιτή δήλωση εξουσίας και σοβαρότητας, μία γνώση ότι ο αντίπαλος φέρει όπλο και γνωρίζει πώς να το χρησιμοποιήσει για να φέρει εις πέρας μία διαπραγμάτευση.
Εν ολίγοις, μία κινούμενη φλυαρία, ένα άτυπο διαβατήριο ή ταυτότητα, που από κοντά με άλλα χαρακτηριστικά έδινε συστάσεις, έκλεινε ή άνοιγε πόρτες, έβαζε ή εξοστράκιζε από κοινωνικές ομάδες, παρέες, επαγγελματικές ενώσεις ή συντεχνίες. Από την Αναγέννηση των πρώτων μεταξιών, βελούδων και ενδυματολογικών εκζητήσεων των Σφόρτσα και των Μεδίκων μέχρι της εκάστοτε Βίβλους – πολύ συχνά της κακιάς ώρας – της μόδας της εποχής μας, πολύ νερό έτρεξε στο αυλάκι, πολλά συνέβησαν, μειωτικά στην πλειονότητα τους για το γυναικείο σώμα, πολλά ψευδο-πρότυπα ακόμη μας ταλαιπωρούν και θα συνεχίσουν απ’ ό,τι φαίνεται.
Έχουμε, ωστόσο, φτάσει σε καλό δρόμο. Ποιός είναι αυτός που στο σήμερα θα πει σε μια γυναίκα τι να φορέσει; Πότε να αισθανθεί καλά και με ποιό ρούχο μπροστά στον καθρέφτη της. Αλληλούια. Το πάντα άγρυπνο politically correct έχει ήδη περιλάβει αυτούς που εδώ και δύο μέρες τα βάζουν με την ενδυματολογική επιλογή της Περιστέρας Μπαζιάνα. Ό,τι ήθελε φόρεσε και καλά έκανε. Ναι, αλλά τι μένει;
Πριν δοθεί μία απάντηση, αξίζει να θυμηθεί κανείς γιατί Βρετανοί και Αμερικανοί – λάτρεις εξίσου του φαίνεσθαι και των τύπων – δίνουν τόση σημασία στα power suits των πολιτικών και των συζύγων τους. Πόσω μάλλον αν πρόκειται για την Πρώτη Κυρία...
Ενδεικτικά παραδείγματα από την πραγματική και τη fiction ζωή τους η Μισέλ Ομπάμα, η σύζυγος του απερχόμενου Ντέιβιντ Κάμερον, η τηλεοπτική σύζυγος του μοχθηρού πλανητάρχη του “House of Cards”, Claire Underwood.
Εδώ όλα παίζονται στο υπονοούμενο, το ζητούμενο είναι η κομψή πυγμή, η άρρητη υπογράμμιση τόσο της εξουσίας, όσο και της φερεγγυότητας (κι ας μην υπάρχει ή ας μην είναι δεδομένη).
Ας είμαστε ειλικρινείς: όταν παίζονται συμφωνίες δισεκατομμυρίων μεταξύ κρατών, ανθρώπων, επιχειρήσεων – σκληρές καταστάσεις, δηλαδή – το ζητούμενο δεν είναι να τονιστεί η σέξι πλευρά, αλλά να υπάρξει μία φίνα λιτή δήλωση εξουσίας και σοβαρότητας, μία γνώση ότι ο αντίπαλος φέρει όπλο και γνωρίζει πώς να το χρησιμοποιήσει για να φέρει εις πέρας μία διαπραγμάτευση.
Και, ναι, η ιστορία λέει ότι οι Πρώτες Κυρίες ακολουθούν αυτόν τον κώδικα, αλλά ενίοτε κάνουν τη διαφορά και κρίνουν το παιχνίδι: όταν η Μισέλ Ομπάμα επισκέφθηκε με τον σύζυγο της την Αβάνα, έπαιξε το δικό της διπλωματικό χαρτί, επιλέγοντας να εμφανιστεί με δημιουργία ενός σχεδιαστή, ο οποίος με κάποιο τρόπο εμπλεκόταν στις πολιτικές προσπάθειες του Προέδρου των ΗΠΑ για «γέφυρες» με τη Κούβα. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο, χρησιμοποιώντας την γκαρνταρόμπα και φυσικά τις συμβουλές των ανθρώπων που περιέβαλαν το προεδρικό ζεύγος για τέτοιες περιστάσεις.
Τι μένει, λοιπόν, είπαμε; Τι το τόσο ασυγχώρητο είχε το φόρεμα της Περιστέρας Μπαζιάνα; Γιατί σταυρώνεται με τον πλέον άκομψο, σεξιστικό τρόπο που έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια;
Για έλλειψη αισθητικής; Αφού το politically correct λέει ότι μπορεί να φορέσει ό,τι θέλει και ντροπή σ’ αυτόν που την επικρίνει γι’ αυτό. Κοινώς, για μίνι, στράπλες, δαντέλα και λουστρίνια.
Τότε; Για έλλειψη σοβαρότητας; Οι αντικομφορμιστές και οι πολέμιοι του πρωτόκολλου ήδη χειροκροτούν. Οπότε; Πού είναι το faux pas που ξεσήκωσε όλες αυτές τις συζητήσεις;
Ίσως στην ολοφάνερη αδυναμία αξιολόγησης της περίστασης, στην επιπόλαιη εκτίμηση ότι ο τίτλος δεν συνεπάγεται υποχρεώσεις, ενδεχομένως σε μία κακομεταφρασμένη ερμηνεία περί απλότητας και αμεσότητας.
Ίσως πάλι να ενόχλησε μία κάπως προκλητική σιγουριά, η αυτοπεποίθηση «ότι μας παίρνει παντού», «είμαστε παντός καιρού», «γιατί έτσι». Το βγάλσιμο της γλώσσας στην εμμονή ότι τύποι διασφαλίζουν την ουσία και τα προσχήματα κάποτε προφυλάσσουν από σοβαρά λάθη, ουσίας και όχι τύπων. Αλλά ποιος είναι αυτός που θα μιλήσει για όλα αυτά ως κριτής, χωρίς να πέσει σε όλα τα σεξιστικά δόκανα ταυτόχρονα. Κανείς. Αυτό συζητάμε σήμερα και όχι το δικαίωμα της κυρίας Μπαζιάνα στην εμφάνισή της. Τελεία.
σχόλια