ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
15.8.2016 | 17:57

Για την Β;

Έχουν περάσει τρία χρόνια από εκείνη την βραδιά. Ο χρόνος, λένε, όλα τα γιατρεύει και κάπως έτσι είναι. Δεκαπεντάγουστος ίδια εποχή που σε έχασα, τυχαία άκουσα ένα τραγούδι και όλα ήρθαν στο μυαλό, θύελλα που με γονάτισε η εικόνα σου, η ανάμνηση του να χάνομαι μαζί σου.Η ζωή δεν είναι παραμύθι, έτσι δεν είναι;Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εξομολόγηση, όπως την αποτύπωσα τρία χρόνια πριν:Μου άρεσες από τη πρώτη στιγμή, ήταν αναπάντεχο, δε μου είχε ξανασυμβεί τόσο άμεσα, με την πρώτη ματιά, τόσο έντονα. Συναντηθήκαμε κάποιες φορές, όχι όσο συχνά ήθελα, πάντα απροσπέλαστη, ο αυτοέλεγχος σου φοβερός, λίγες φορές δόθηκες και άφησες ψήγματα δικά σου σε εμένα. Εκείνο το βράδυ ήθελα να είναι ξεχωριστό, η αφορμή ήμουν εγώ, αλλά ήθελα να ευχαριστήσω εσένα, που υπάρχεις, που η τύχη έφερε να συναντηθούμε, που με συγκλόνιζες με τρόπο που δε θα μπορούσα ποτέ να στο ομολογήσω, που σε ήθελα και ας μη γινόταν. Οι ώρες πέρασαν σαν λεπτά και το βράδυ σαν στιγμή. Δε κοιμηθήκαμε μέχρι το πρωί, πειράγματα, γέλιο, μιλήσαμε πολύ, κάποια ήταν στενάχωρα, ήθελα να σε ρωτήσω πολλά αλλά το άφησα σε εσένα, μέχρι εκεί που αισθανόσουν άνετα. Το μετάνιωσα και τώρα ακόμα περισσότερο. Είχες λόγους, μου είπες, που έπρεπε να φυλάξεις πράγματα.Εκείνο το βράδυ ήταν δικό μας, όποιο και αν ήταν το τίμημα, η εικόνα σου, οι κινήσεις σου, οι εκφράσεις σου, το άγγιγμα σου, η κάθε στιγμή ζουν μέσα μου και με καίνε, ό,τι έμεινε και ο φόβος ότι με τον καιρό θα ξεχάσω το πρόσωπό σου. Παραδοθήκαμε στις 6.00 το πρωί, κοιμήθηκα λίγο, ξύπνησα γρήγορα και έμεινα ασάλευτος να σε έχω αγκαλιά, τα πάντα είχαν χαθεί, υπήρχες μόνο εσύ, η μυρωδιά σου, η απαλή, βελούδινη επιδερμίδα σου βυθισμένη στα χέρια μου, τα σώματά μας γυμνά, να καίνε, σφιχταγκαλιασμένα. Ξύπνησες και κάναμε έρωτα, πόσο σε ήθελα, πως μπορείς να περιγράψεις πως χάνεσαι και γίνεσαι ένα; Με φρόντισες, φάγαμε πρωινό στο μπαλκόνι με θέα στη θάλασσα και τον ήλιο να μας καίει και μετά άρχισε η επιστροφή στη πραγματικότητα, πάντα σκληρή, πάντα επώδυνη χωρίς να μπορείς να ξεφύγεις ούτε από τα μικρά γιατί «δεν είναι σωστό». Έπρεπε να λείψω για λίγο, μόλις γύρισα προσπάθησα να σε βρω αλλά είχες φύγει. Πάγωσα. Μου είχες δείξει ότι ψαχνόσουν για αλλαγή, προς το μπρος, προς τα πίσω δεν μπόρεσα να καταλάβω. Είχες εγκαταλείψει πράγματα που δεν έπρεπε, λάθος επιλογές, λάθος θέλω, αναπάντεχα αδιέξοδα, ποιος ξέρει;Αισθάνθηκα να πνίγομαι, τα δάκρυα κυλούσαν συνέχεια, κάθε φορά που ερχόταν η εικόνα σου στο μυαλό μου, έφυγες χωρίς μία τελευταία κουβέντα και ίσως να μην είχα δικαίωμα να την περιμένω, ήθελα, όμως, να σε κοιτάξω στα μάτια, να ακούσω τη φωνή σου μια τελευταία φορά και να σου πω αντίο, ήσουν ο άγγελος μου τελικά. Μετουσίωσες ότι αγαπώ πέρα από όρια, ήσουν εσύ η ιδανική, η δυνατή μα λαβωμένη, η σκληρή, η απόμακρα αληθινή, ουράνια, επίγεια, ερωτική και απίστευτα όμορφη. Έχω το άρωμα και το λαστιχάκι των μαλλιών σου να με συντροφεύει, μου λείπεις, πολύ, αναπάντεχα πολύ.
1
 
 
 
 
σχόλια
Scroll to top icon