Ο Πίτερ Κουίλ, ένας αυθάδης τυχοδιώκτης, βρίσκεται στο στόχαστρο ενός αδυσώπητου κυνηγητού, όταν κλέβει μια μυστηριώδη ουράνια σφαίρα, την οποία εποφθαλμιά ο πανίσχυρος κακός Ρόναν. Για να γλιτώσει, αναγκάζεται να συμμαχήσει με ένα μάτσο απροσάρμοστους – τον Ρόκετ, ένα οπλισμένο ρακούν, τον Γκρουτ, ένα ανθρωποειδές που μοιάζει με δέντρο, την ολέθρια και αινιγματική Γκαμόρα και τον διψασμένο για εκδίκηση Ντραξ. Η απειλητική δύναμη της ουράνιας σφαίρας και το κακό που μπορεί να επιφέρει στο σύμπαν απαιτούν την άμεση συσπείρωση αυτής της ομάδας άσχετων μεταξύ τους ηρώων.


Η Marvel ανοίγει καινούργιο «μαγαζί» με του Φύλακες του Γαλαξία: η διαφορά τους από τους Εκδικητές, σε τόνο και χαρακτήρες, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότητα της σύλληψης και της εκτέλεσης της ταινίας, εγγυάται συνέχειες, λίαν συντόμως. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά πως ξαφνικά επήλθε ρήξη με τη γενικότερη εικόνα των υπερηρώων όπως τους έχουμε γνωρίσει την τελευταία δεκαετία. Ευτυχώς, όμως, οι Φύλακες διαθέτουν ευπρόσδεκτη ζεστασιά και ομαδικό χιούμορ, που με την εξαίρεση του Iron Man, και πιο συγκεκριμένα του Ρόμπερτ Ντάουνι (αναντικατάστατου, όπως ομολογεί και η ίδια η Marvel), λείπουν από τις μηχανικές, κουραστικές περιπέτειες που ξεπατίκωναν ενδοαναφορικά κλισέ και τετριμμένα storylines.


Τον χορό σέρνει ο πρωταγωνιστής, ο Πίτερ Κουίλ, ο οποίος έχει χάσει τη μητέρα του από καρκίνο, απήχθη μικρός από ένα διαστημόπλοιο, και βρίσκει τον μπελά του όταν τον κυνηγάει ο υπερκακός Ρόναν, για να του αποσπάσει μια ουράνια σφαίρα με τρομακτικές δυνάμεις. Όχι πως ο Κουίλ είναι εντελώς αθώος: καιροσκόπος και τυχοδιώκτης, μοιάζει με μεταπράτη μια διαγαλαξιακής, αχανούς κοινότητας που δεν έχει μπέσα ή κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, εκτός αν του πειράξουν το κασετόφωνο με τη μουσική που άκουγε η πολυαγαπημένη του μητέρα. Θυμίζει έντονα τον Χαν Σόλο/Χάρισον Φορντ – ένας αβίαστα σέξι, όσα-πάνε-κι-όσα-έλθουν τύπος, που δεν θέλει να στεριώσει πουθενά, να δεσμευτεί με κανέναν, προφανώς για να μην ξαναπληγωθεί. Η συνάθροιση μιας ομάδας αταίριαστων, που είναι και απροσάρμοστοι, μαζί με την ελαφριά προσέγγιση της όπερας του Διαστήματος, παραπέμπει χωρίς περιστροφές στον Πόλεμο των Άστρων του 1977, με ρετρό διάθεση και συνείδηση της κινηματογραφικής μυθολογίας του είδους. Ας μην ξεχνάμε πως ο Τζορτζ Λούκας ανέστησε ένα είδος που είχε περάσει προ πολλού το στάδιο της παρακμής αλλά και του ρεβιζιονισμού, με εξαιρετικά μεταγενέστερα δείγματα, όπως το 2001 και το Σολάρις, αλλά απογυμνωμένα από τη χαρά και τον ενθουσιασμό. Η χαρακτήρες της Marvel έπιασαν τόπο βρίσκοντας ευρύ κοινό, αλλά άρχισαν να παίρνουν τον εαυτό τους σοβαρότερα απ' ό,τι τους αναλογεί. Και τώρα, οι Φύλακες του Γαλαξία αποκαθιστούν την τάξη με ένα κανονικό μείγμα κομίστικου DNA και ανθρώπινης ευαισθησίας, ενώνοντας τον Κουίλ, την επιθετική και δυσανάγνωστη Γκαμόρα, τον μονοκόμματο κι εκδικητικό Ντραξ, ένα οπλισμένο ρακούν κι ένα ανθρωποειδές δέντρο, που το μόνο που αρθρώνει είναι «Με λένε Γκρουτ», σε μια ελεύθερη παραλλαγή των 3 ηρώων του Star Wars και των C3PO και Τζουμπάκα, αλλά χωρίς τις ενδοοικογενειακές επιπλοκές.


Οι Φύλακες του Γαλαξία βλέπονται ευχάριστα και κυρίως με ανακούφιση μετά τη θορυβώδη επαναληπτικότητα στην οποία περιέπεσε το στούντιο, αλλά η πλοκή δεν παύει να ανοίγει πολλά μέτωπα και να αδυνατίζει, βρίσκοντας εύλογο καταφύγιο σε ειδικά εφέ, όσο η κλιμάκωση το επιτάσσει. Ο Κρις Πρατ είναι ιδανική επιλογή, ενώ ο Μπενίσιο ντελ Τόρο και η Γκλεν Κλόουζ μένουν, περιέργως, αναξιοποίητοι.