«Ναι μαμά, είμαι καλά. Τρώω, μην ανησυχείς! Σήμερα είχα πάρει κάτι από το σπίτι στη δουλειά. Ε, και εκεί γενικά καλά, όπως τα ξέρεις. Μαμά πρέπει να σε κλείσω τώρα, έχω δουλειά. Προσεχω, μην ανησυχείς.»
Όχι μαμά, δεν είχα δουλειά. Απλά το έκλεισα για να μην ακούσεις τη φωνή μου να σπάει. Γιατί τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά, όσο σου λέω. Γιατί πώς να σου πω ότι σήμερα το πρωί ξύπνησα μ' ένα βάρος στην καρδιά και πως στο δρόμο για την δουλειά σχεδόν έκλαιγα; Γιατί δεν θέλω να σε στενοχωρήσω μαμά...
Θέλω να νομίζεις πως τα καταφέρνω μια χαρά, αν και στην πραγματικότητα, δεν ξέρω κατά πόσο πιστεύεις και εσύ η ίδια αυτά που σου λέω. Άλλωστε μια ζωή μπορούσες να διαβάσεις πίσω απ' τα λόγια μου.
Αχ μαμά, μου λείπεις. Μου λείπει να γυρίζω σπίτι και να μπορώ να ανοίξω σε κάποιον την καρδιά μου χωρίς δεύτερες σκέψεις. Μου λείπει να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και να μου λες πως όλα θα περάσουν, όπως όταν ήμουν μικρή ή πιο μεγάλη. Όταν τσακωνόμουν με τις φίλες μου στο Γυμνάσιο ή δε μπορουσα να μάθω την ιστορία κατεύθυνσης στο Λύκειο. Τότε που βιαζόμουν να μεγαλώσω και να φύγω από το σπίτι. Να ζήσω μόνη, να είμαι ανεξάρτητη. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά, αποζητώ, γυρνώντας τα απογεύματα κατάκοπη στο σπίτι, την παρέα σου, το σχόλιο σου, τη βοήθεια σου, ακόμα και τη γκρίνια σου.
Δεν περνάω καλά, μαμά. Δεν τρώω καλά, δεν κοιμάμαι, νιώθω ότι ο κόσμος προχωρά και εγώ...δεν είναι ότι μένω στάσιμη, προχωράω, απλά δεν ξέρω προς τα που κι αυτό είναι χειρότερο.
Θέλω να νομίζεις πως τα καταφέρνω μια χαρά, αν και στην πραγματικότητα, δεν ξέρω κατά πόσο πιστεύεις και εσύ η ίδια αυτά που σου λέω. Άλλωστε μια ζωή μπορούσες να διαβάσεις πίσω απ' τα λόγια μου.
Και φοβάμαι μην σε απογοητεύσω, μήπως με τις επιλογές μου σταματήσω να είμαι το «κοριτσάκι σου», μήπως σε ντροπιάσω, μήπως, μήπως. Ακόμα και αν ποτέ μα ποτέ δε μου έδωσες κανένα τέτοιο δικαίωμα, κανένα λόγο να φοβάμαι, κανένα τελεσίγραφο σε τίποτα, δεν ενεπλάκεις στη ζωή μου και πάντα με στήριζες.
Ο κόσμος είναι σκληρός μαμά, με είχες προειδοποιησει και τώρα το διαπιστώνω και εγώ κάθε μέρα που περνάει. Μεγαλώνω κι όμως τα «τέρατα» αντί να γίνονται σίγα-σιγα παρελθόν, είναι φορές που τα νιώθω τόσο μεγάλα, έτοιμα να με κατασπαράξουν.
Τελικά μάλλον, όσο μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ σε έχω ανάγκη. Κι όμως, θα συνεχίσω να σε παίρνω τηλέφωνο και να σου λέω τα ψέματα μου και εσύ να κάνεις ότι τα πιστεύεις και να ανησυχείς χωρίς να μου το λες.
Αποφασίζω να σε πάρω ξανά τηλέφωνο. Όμως αυτή τη φορά δεν θα πω άλλο ένα ψέμα, μόνο: «Σ' αγαπώ μαμά και μου λείπεις.»