Από το πουθενά έρχεται μια μεγάλη ταινία που δίνει νέο, ουσιαστικό, θεαματικό νόημα στο ευρύχωρο σινεμά της ενηλικίωσης – μια πανάκεια για κάθε πικραμένο που καθαγιάζει τα συναισθηματικά κλισέ στην κολυμβήθρα της άδικης κοινωνίας. Βασισμένο στο θεατρικό Στο φως του φεγγαριού τα μαύρα αγόρια φαίνονται μπλε του Άλβιν Μακρέινι, το δράμα του Μπάρι Τζένκινς (Medicine for Melancholy) εφάπτεται με προσωπικά του βιώματα, εκτυλίσσεται στο Μαϊάμι, όπου μεγάλωσε, και απογειώνεται, από το ντόπιο μέγεθος, σε μια ιστορία οικουμενική, σύγχρονη, σκληρή και τρυφερή μαζί. Ο πρωταγωνιστής είναι ένα μικρό μαύρο αγόρι, ο Σαϊρόν, που υφίσταται εκφοβισμό σε μια τραχιά γειτονιά, ώσπου τον περιμαζεύει τυχαία ένας έμπορος ναρκωτικών, ο Αφροκουβανός Χουάν, και του δίνει απαντήσεις εκεί που η μητέρα του (εξαρτημένη από κρακ) αδυνατεί να δώσει συνεπώς το «παρών».

 

Τα τρία κεφάλαια της ταινίας, με ενδιάμεσους τίτλους «Μικρός», «Σαϊρόν» και «Μαύρος», διατυπώνουν τη μετάβαση του ήρωα από την απορία στη συνειδητοποίηση και στη νοσταλγία, χωρίς να τον απομακρύνουν από το βασικό του κενό, την προσπάθειά του να βρει τη θέση του στον κόσμο.

 

Τα τρία κεφάλαια της ταινίας, με ενδιάμεσους τίτλους «Μικρός», «Σαϊρόν» και «Μαύρος», διατυπώνουν τη μετάβαση του ήρωα από την απορία στη συνειδητοποίηση και στη νοσταλγία, χωρίς να τον απομακρύνουν από το βασικό του κενό, την προσπάθειά του να βρει τη θέση του στον κόσμο. Χτίζοντας τις άμυνές του σε μια μικρή, εξαιρετικά εχθρική κοινωνία, ο Σαϊρόν αλλάζει παρουσιαστικό, αλλά παραμένει σχεδόν ανέπαφος, ένας συναισθηματικός παρίας, ένα gay αγόρι που οι συμμαθητές του τον μυρίστηκαν πριν αυτός καν καταλάβει τι πραγματικά γίνεται και τον ανάγκασαν να ταμπουρωθεί πίσω από μια εσπευσμένη αλήθεια.

 

Αλλάζοντας μαγικά την υφή της εικόνας στα τρία μέρη της ιστορίας, ο Τζένκινς διατηρεί μια στιλπνή ποιότητα που δεν έχουμε δει ποτέ μέχρι τώρα στα παραληρηματικά πορτρέτα του Μαϊάμι και ενώνει τα κομμάτια του ήρωα, χωρίς το άγχος της λεπτομερούς καταγραφής των ενδιάμεσων γεγονότων, ακυρώνοντας ταυτόχρονα όλα τα κλισέ της προβληματικής ανατροφής που συνοδεύουν τον Σαϊρόν. Μπορεί η έλλειψη πατέρα, η εύρεση ενός μέντορα που υποκαθιστά την πατρική φιγούρα, η αδύναμη μητέρα και το εκτενές bullying να μην είναι ακριβώς πρωτότυπο ή ανατρεπτικό υλικό, αλλά ένας ποιητικός μανδύας τυλίγει με δύναμη και ορμή την κεντρική ιδέα, τη σταδιακή, μοναχική και επώδυνη διαδρομή ενός παιδιού προς την αυτοδιάθεση.

 

Το Moonlight είναι από εκείνα τα σπάνια δείγματα σινεμά που οδηγούν, αντί να εκβιάζουν, τον θεατή σε μια συναισθηματική ταύτιση, όση απόσταση κι αν έχουν από την κατάσταση και τα πρόσωπα που πραγματεύεται η ταινία.

 

Αυτή η μοναχικότητα μεταφράζεται με μια μεγάλης αυτοπεποίθησης εμπιστοσύνη στους ερμηνευτές και την εύγλωττη σιωπή ανάμεσα στις γραμμές του λακωνικού διαλόγου, τη σπουδαγμένη αναπαραγωγή της chopped and screwed hip hop από τα '90s, το κυμαινόμενο (από το saturated μέχρι το μπλαβί) φως, όπως το οραματίστηκε ο Τζέιμς Λάξτον, τη γενικότερη καλλιτεχνική απόδοση μιας «μικρής» πλοκής που εξελίσσεται σε ένα πολιτιστικό γεγονός.

 

Το Moonlight είναι από εκείνα τα σπάνια δείγματα σινεμά που οδηγούν, αντί να εκβιάζουν, τον θεατή σε μια συναισθηματική ταύτιση, όση απόσταση κι αν έχουν από την κατάσταση και τα πρόσωπα που πραγματεύεται η ταινία. Όσο για τους ηθοποιούς, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγραφεί η αφοσίωση και η υπέρβαση που κατάφεραν, από τον αποκαλυπτικό Μαχέρσαλα Άλι, που ως Χουάν βαφτίζει ένα παιδί στον πόλεμο της ζωής του, και την αγνώριστη Νεϊόμι Χάρις, που δηλώνει την αδυναμία της σπαρακτικά, ως τους τρεις νέους ηθοποιούς στο ρόλο του Σαϊρόν. Όπως και στην περίπτωση του Λος Άντζελες Εμπιστευτικό, που το 1998 έπεσε πάνω στο κινηματογραφικό παγόβουνο του Τιτανικού που σάρωσε στα Όσκαρ, το Moonlight θα αποτελούσε το ακλόνητο φαβορί για ταινία της χρονιάς, αν δεν βρισκόταν στον δρόμο του το μεγάλο La La Land – άδικη η σύγκριση, τουλάχιστον για όσους προσέχουν μόνο τα βραβεία και δεν βλέπουν τη μεγάλη εικόνα.