Το Τόνι Έρντμαν, η ταινία που άρεσε περισσότερο στους κριτικούς κατά τη διάρκεια του πρόσφατου Φεστιβάλ Καννών, αλλά περιέργως και αδίκως έφυγε με άδεια χέρια, είναι ένα σπάνιας καθαρότητας γλυκόπικρο σχόλιο για την διαμετρικά αντίθετη στάση ζωής ενός πλακατζή πατέρα και της μονίμως στρεσαρισμένης κόρης του που μετατρέπεται σε ένα αληθινό διαμάντι κοινωνικής ιλαρότητας και ανιδιοτελούς αγάπης. Τόνι Έρντμαν είναι το ψευδώνυμο του πατέρα σε μία από τις αιφνιδιαστικές παρεμβάσεις του στην πορεία προς την επαγγελματική καταξίωση της κόρης: η Ινές είναι σύμβουλος σε μια εταιρεία με πετρελαϊκά συμφέροντα στο Βουκουρέστι και ο Γουίνφριντ, συνταξιούχος οριακά καταθλιπτικός και ολοφάνερα αψυχολόγητος, που δεν έχει πλέον τι άλλο να κάνει, από τη στιγμή που πέθανε το κατοικίδιό του και τον εγκατέλειψε και ο τελευταίος μαθητής του στο πιάνο, εμφανίζεται αδιακρίτως με λευκό μακιγιάζ, ψεύτικο μασελάκι και εξωφρενική περούκα, εκνευρίζοντας αφόρητα τη μονίμως αγχωμένη κόρη του, λίγο πριν από μια κρίσιμη συνέλευση ή ακόμη και μπροστά στον προϊστάμενο και τους συναδέλφους της.

 

Με μια σειρά από απροσδόκητες σεκάνς, παρατηρητική σαν τους αδελφούς Νταρντέν και γεμάτη αυτοπεποίθηση, παραδίδει ένα πλήρες, απολαυστικό έργο, που βγάζει πολύ γέλιο (δεν έχουμε συνηθίσει τη γερμανική γλώσσα να μη συνδέεται άμεσα με τη γερμανική αυστηρότητα στην εκφορά και στη συμπεριφορά), προκαλώντας συγκίνηση με την τρυφερότητα που κρύβεται πίσω από κάθε παραδοξότητα, αμήχανη εκδήλωση πατρικής αγάπης και ανθρώπινης συμπαράστασης, και γελοιοποίηση της σπουδαιοφάνειας των αγέλαστων executives.

 

Ο Γουίνφριντ/Τόνι, ένας baby boomer με την καρδιά ενός αιώνιου εφήβου, κοντράρει την εκπρόσωπο της νεότερης γενιάς, μια νέα γυναίκα που προβιβάστηκε απότομα στο άχαρο σύμπαν της επιτυχίας και της σοβαροφάνειας, με αποτέλεσμα οι ρόλοι να αντιστραφούν και ο πατέρας, που είναι ούτως ή άλλως επιρρεπής στην offbeat ελαφράδα, να εξαπολύει τα καλοπροαίρετα καραγκιοζιλίκια του στις πιο ακατάλληλες στιγμές, επιδιώκοντας να θυμίσει στο παιδί του, που παλιά γελούσε με τα καμώματά του και τώρα ντρέπεται βαθιά, το νόημα μιας αυθεντικής, ελεύθερης στιγμής. Η Μάρεν Άντε θέλει να φέρει κοντά μια γυναίκα που ελίσσεται σε μια που θέλει να ξορκίσει τη λύπη με φάρσα, και τα καταφέρνει.

 

Με μια σειρά από απροσδόκητες σεκάνς, παρατηρητική σαν τους αδελφούς Νταρντέν και γεμάτη αυτοπεποίθηση, παραδίδει ένα πλήρες, απολαυστικό έργο, που βγάζει πολύ γέλιο (δεν έχουμε συνηθίσει τη γερμανική γλώσσα να μη συνδέεται άμεσα με τη γερμανική αυστηρότητα στην εκφορά και στη συμπεριφορά), προκαλώντας συγκίνηση με την τρυφερότητα που κρύβεται πίσω από κάθε παραδοξότητα, αμήχανη εκδήλωση πατρικής αγάπης και ανθρώπινης συμπαράστασης, και γελοιοποίηση της σπουδαιοφάνειας των αγέλαστων executives. Επιτέλους, μια ταινία που μιλάει για την οικογένεια και φιλτράρει την αξία της μέσα από τη σύγχρονη κοινωνία, αποφεύγοντας τα κινηματογραφικά κλισέ με τα φροϊδικά τσιτάτα και τις ανούσιες επαναλήψεις. Επιπλέον, ο Σιμόνιτσεκ είναι χάρμα ιδέσθαι και η Χίλερ «ματώνει» σε μία από τις ερμηνείες της χρονιάς, με τις άβολες σκηνές του παράφωνου, ολόψυχου καραόκε στο «Greatest Love of All» της Γουίτνι Χιούστον, και του αυτοσχέδιου γυμνού πάρτι.