Το βράδυ στο κρεβάτι διαβάζω. Το νέο iΡad με retina είναι ακαταμάχητο. Διαβάζεις άνετα – και με δυο-τρία καλά apps, που σου συλλέγουν την ύλη που θες και τη φορμάρουν όμορφα (το Zite, το Flipboard), σερφάρω σαν να διαβάζω το πιο ωραίο περιοδικό.
Λατρεύω το Ίντερνετ. Λατρεύω το σάιτ μας – το 1,5 εκατομμύριο μοναδικούς αναγνώστες μας. Είμαι ένας από αυτούς. Ο πειραματισμός, η διαδραστικότητα, οι άπειρες δυνατότητες, η ταχύτητα, η κινηματογραφική αίσθηση της δημοσιογραφίας – όλα αυτά με μαγεύουν, όπως εκείνη τη μέρα που ο πατέρας μου έφερε από την Αθήνα τα πρώτα μου βιβλία (τους Βίους του Πλούταρχου και έναν τόμο με Ελληνικά Παραμύθια). Η τεχνολογία με ξανακάνει παιδί.
Λογικά, θα έπρεπε η ιστορία να σταματάει εδώ. Υποτίθεται ότι τα media μετεξελίσσονται σε ψηφιακά και εμείς (αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε τόσο επίμονα σε κάτι που μας αρέσει) βρισκόμαστε στην πιο καλή στιγμή μας. Η LifO διαβάζεται από τους περισσότερους ανθρώπους που διαβαζόταν ποτέ.
Κι όμως. Κάθε Τετάρτη που πιάνω το τυπωμένο φύλλο, κάτι μυστήριο με διαπερνά. Αν τύχει, μάλιστα, και μου αρέσει ΟΛΟΚΛΗΡΟ το τεύχος (μία στις δέκα), ανοίγουν οι ουρανοί. Η αισθητική απόλαυση όταν το ξεφυλλίζω, η εκτίμηση που νιώθω για κάποιο καλό κείμενο, η βαθιά εντύπωση που μου αφήνουν τα σχέδια και οι φωτογραφίες δεν συγκρίνονται καθόλου με το ηδονικό γλίστρημα στη επιφάνεια του Ίντερνετ.
Θυμάστε τη διαφορά ανάμεσα στην Απόλαυση και την Ηδονή του Κειμένου, κατά τον Ρολάν Μπαρτ; Αυτό!
Αποβραδίς, λοιπόν, διάβαζα ένα λιγάκι μελαγχολικό σημείωμα του εκδότη των «Financial Times», με αφορμή τα 175 χρόνια της καταπληκτικής εφημερίδας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, διακήρυττε και αυτός ότι «digital first» – η ψηφιακή πλατφόρμα γίνεται η βασική τους προτεραιότητα. «Το πώς θα γίνει η μετάβαση, αργά ή γρήγορα, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο» κατέληγε. Ταυτόχρονα, στην «Guardian» κυκλοφορούσε η είδηση ότι η Time Inc. πουλάει τα πιο επιτυχημένα περιοδικά της (το «People» βασικά) στη Μeredith, που είναι λίγο δευτεράντζα – και ευχαρίστως θα πούλαγε και το «Τime», αν αγοραζόταν. Αυτό, έλεγαν, είναι η αρχή του τέλους.
Αν σε τέτοιες ανάλογες ειδήσεις προσθέσετε την κατάρρευση των ελληνικών μαγαζιών, θα καταλάβετε γιατί όλοι απολησμόνησαν τη μαγεία του χαρτιού. Κανείς πια δεν πιστεύει στα έντυπα – ούτε οι εσχατόγεροι. Εγώ όμως πιστεύω. Όπως εκατομμύρια άνθρωποι που εξακολουθούν να αγοράζουν έξω τα περιοδικά που ΑΞΙΖΕΙ να τυπώνονται.
Καταρχάς, έξω: Είναι λογικό να μεταποιούνται σε ολικώς ψηφιακά τα news magazines και οι εφημερίδες ειδήσεων. Πάνε χρόνια που διάβασα στο «Time» κάτι που δεν είχα ήδη δει στο Ίντερνετ. Ή που πρωτοπληροφορήθηκα μια είδηση από μια έντυπη εφημερίδα. Όμως, την ίδια στιγμή, το «Νew Yorker», το «Sight & Sound», ή το αγγλικό GQ, τα αγοράζω (όπως κι ένα σωρό κόσμος) ευλαβικά. Και όχι στην iΡad έκδοση, που θεωρείται αποτυχημένη και σύντομα θα θεωρηθεί ένα ακόμα «χαμένο φορμάτ», όπως το cd-ROM. Tα αγοράζω χάρτινα. Γιατί έτσι, τα συγκεκριμένα λειτουργούν καλύτερα. Και το ίδιο συμβαίνει για εκατοντάδες άλλα σπουδαία περιοδικά: από το «Vanity Fair» και τη «Vogue» μέχρι το «Skateboarding», το «Artforum», το LOVE και τον «Economist». Η μακρόπνοη έρευνα, η αισθητική, η μόδα, η ανάλυση, πάντα θα είναι χάρτινη υπόθεση.
Mετά, η Ελλάδα: Η Ελλάδα πληρώνει την απληστία των εκδοτών της, τη διαπλοκή τους και τη χαμηλή πίστη τους στο μέσο. Ο περονόσπορος που έπεσε στα έντυπα είναι αφύσικος και δεν οφείλεται στην επέλαση του Ίντερνετ, αλλά κυρίως στη βίαιη διόρθωση του άνομου εκδοτικού πάρτι. Θαλασσοδάνεια, χρηματιστήρια, μέγαρα, δεκάδες τίτλοι, αλαζονεία, vulgar περιεχόμενο. Στο πρώτο φύσημα, όλα κατέρρευσαν (θα καταρρεύσουν κι άλλα). Aυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν έντυπα που να είναι τόσο καλά, ώστε να τα στηρίζουν το κοινό και οι διαφημιστές. Το περίπτερο μαράζωσε εξαιτίας των εκδοτών, όχι εξαιτίας του κοινού.
Πιστεύοντας αυτά, δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνω. Παρά την εκκωφαντική επιτυχία του σάιτ μας, αγαπώ και προσέχω την έντυπη LifO όπως την πρώτη μέρα που βγήκε. Σαν να μην έχουν πέσει τα έσοδα, σαν να μην έχει καταρρεύσει η μισή αγορά. Όλα αυτά θα περάσουν -μετά τη σύγχυση, θα έρθει ο εξορθολογισμός. Έντυπα θα εξακολουθησουν να υπάρχουν, αρκεί να είναι καλά, ουσιώδη και ταιριαστά με την αργή ζύμωση της ανάγνωσης: αφ' ότου βγήκε το σπιντάτο ίντερνετ, η λειτουργία των εντύπων οφείλει να καπαρώσει μια πιο slow ταχύτητα, η οποία έχει κι αυτή τη θέση της στη ζωή των ανθρώπων.
Στο μεταξύ, ο κόσμος έχει ανάγκη να διαβάζει μια καλή δωρεάν εφημερίδα, κι εμείς έχουμε ανάγκη να φτιάχνουμε κάτι πλούσιο και όμορφο. Ψυχραιμία χρειάζεται – και ένα κάποιο σχέδιο.
Τα έντυπα δεν θα πεθάνουν. Απλώς θα μείνουν λίγα και θα αλλάξουν.
σχόλια