Ανέκαθεν μου άρεσε ο Πειραιάς και οι Πειραιώτες, για τους γνωστούς λόγους, τους υμνημένους. Ωστόσο, δύο βιβλία που διάβασα πρόσφατα μου διερμήνευσαν το αίσθημα.
Το πρώτο είναι η Αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη, που για την ακρίβεια δεν το διάβασα, το ξαναδιάβασα. Είναι ορισμένες έννοιες που για να τις καταλάβεις θέλουν τον καιρό τους και τη συνεπικουρία της εμπειρίας. Το 1978, που είχα πρωτοαγοράσει το βιβλίο, φοιτητής, από το μικρό βιβλιοπωλείο του Παπαζήση (μαζί με τους ογκόλιθους του Σωσύρ και του Βιτγκενστάιν, τους οποίους ίδρωνα να καταλάβω), αυτή η στεγνή, στενογραφική αφήγηση μού είχε φανεί κάπως άχαρη, αν και ακούγαμε ρεμπέτικα και τα θαυμάζαμε με τον φαιδρύνοντα λογιοτατισμό του κουλτουριάρη.
Τώρα όμως που ΟΛΟΙ μας είμαστε λιγάκι λεμονόκουπες, είτε το ξέρουμε είτε όχι, και η ζωή μάς έχει επιμερίσει το δέον δέμας στεναγμού, διάβασα πάλι την αφήγηση του σκληρού γέρου (που του αρέσουν, όπως λέει, το μπουζούκι, οι τεκέδες και τα λουλούδια) και κατάλαβα, νομίζω.
Καταρχάς, η γλώσσα. Ευτυχώς μεταφερμένη με όλα τα τσαλίμια, τις συγκοπές, τα άλματα της προφορικότητας και τον αυτοσχέδιο πλούτο της λαϊκής φαντασίας, λάμπει σαν διπλοπενιά στο κενό, κάθε λέξη μέταλλο, χρυσάφι.
Έπειτα, είναι οι εμπειρίες. Παιδί της ένδειας, μεγαλωμένο στη Σύρο των αρχών του περασμένου αιώνα, στα 13 του φευγάτο στις φάμπρικες και στα σφαγεία του Πειραιά, γυναικάς (κυρίως με πόρνες των Βούρλων) και πωρωμένος χασικλής, ο Βαμβακάρης έζησε το τελευταίο κύμα της μάγκικης ζωής με τον αυστηρό κώδικα τιμής – αυστηρό τύποις, αφού η ανάγκη τον άφηνε διάτρητο καθημερινώς από ταπεινωτικές παρεκβάσεις.
Και τέλος είναι η Τέχνη. Που τα δένει όλα. Και τη φτώχεια και το ζόρι της μοναξιάς και την ερωτική προδοσία και την αυτολύπηση και όλα. Είναι η πίστη στο αποσυνάγωγο, τότε, μπουζούκι, η λήθη του τεκέ, οι πενιές που μοιάζουν σαν κέντημα και προσευχή.
Αλλά, το θέμα είναι ο Πειραιάς. Έχει δυο εικόνες στο βιβλίο του ο Βαμβακάρης, τεράστιας δύναμης και ομορφιάς.
Η μια, όταν τσιμπημένος άσχημα απ' τον αργιλέ, σκαρφαλώνει από την απόκρημνη σπηλιά του Κουλού στην παραλία της Δραπετσώνας, γνωστή και ως «Απαγορεύεται» (όπου μαζεύονταν οι χασικλήδες για να μην τους πιάνει η αστυνομία), και πρηνηδόν σέρνεται ως το νεκροταφείο της Ανάστασης, όπου τον βρίσκει μια παρέα από πρόσφυγες των Ταμπουριών (που κάπνιζε στη γούβα ενός τάφου) και πάνω από το ημιλιπόθυμο σώμα του αμφιταλαντεύεται αν θα του κλέψει το δαχτυλίδι και το κουστούμι που φορούσε.
Η άλλη, πάνω στους έρημους λόφους του Προφήτη Ηλία (άχτιστους τότε, ακατοίκητους, όπου οι μάγκες παραχώνανε τους αργιλέδες, για να τους βρίσκουν και να τους χρησιμοποιούν στη μοναξιά), όταν για ένα φεγγάρι ανέβαινε με μια όμορφη τσιγγάνα που είχε αφήσει παιδιά και οικογένεια, εκείνος μαστούρωνε κι έπαιζε μπουζούκι, εκείνη χόρευε στα θυμάρια και κοιμόταν με τους άντρες.
Οι ασύστολες, καταιγιστικές εικόνες του Πειραιά της εποχής (και μια φράση λύπησης που λέει ο Βαμβακάρης για τους πρόσφυγες που ξαφνικά πλημμύρισαν τον Πειραιά και πουλιόντουσαν για ένα κομμάτι ψωμί) με οδήγησαν σε ένα άλλο βιβλίο που διάβασα απνευστί: το Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής – Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά της Renée Hirschon (εκδ. MIET).
Η Hirschon έζησε για έναν ολόκληρο χρόνο, το 1972, σε ένα προσφυγικό σπίτι στα Γερμανικά του Πειραιά. Σε αυτά τα σπίτια, με τοίχους αμιάντου, που κατασκευάστηκαν το 1928 και παραδόθηκαν στα εξαθλιωμένα πλήθη που ζούσαν σε αποθήκες και το 1/3 τους πέθανε τα πρώτα χρόνια από τον ξεπεσμό, τη νοσταλγία και την ένδεια. Περιγράφει μια ζωή οριακή, συντετριμμένη, ωστόσο ανθεκτική χάρη σε ένα είδος εσωτερικής ανωτερότητας. Αυτή την αυτάρκεια και τον αυτοσεβασμό που έχουνε οι νοικοκύρηδες, πριν η λέξη γίνει βρισιά.
Ξέρω ότι ο μεταμοντέρνος κόσμος περιφρονεί τις ασβεστωμένες αυλές και τα γεράνια. Τις χοντρές μάνες, το ψητό της Κυριακής, τα προξενιά. Εμένα όμως μου αρέσουν. Γιατί μέσα σε αυτά μεγάλωσα. Και στον Πειραιά, όπου τα προσφυγικά φύλα μετέφεραν το χαριτωμένο πνεύμα της Ιωνίας, οι Πόντιοι, οι Σμυρνιοί, οι Υδραίοι, οι Συριανοί, οι Αμοργιανοί, ακόμα και αρκετοί Ζακυνθινοί το παιχνίδι της επιβίωσής τους, εγώ βρίσκω την καταγωγή μου, η Ελλάδα τη φωνή της, τη ρίζα της κραυγής της, τη μουσική της.
Εάν, εδώ που φτάσαμε, δεν αγαπήσουμε τα άντερά μας – χαθήκαμε.
σχόλια