Της Σώτης Τριανταφύλλου από το bookpress
People beware: ο Κουέντιν Ταραντίνο είναι δημαγωγός∙ οι ταινίες του είναι προϊόντα για τον «λαό», κατασκευασμένα ώστε να αγγίζουν όλα τα ταξικά στρώματα, να ικανοποιούν όλες τις αισθητικές επιλογές.
Στην κάθε ταινία υπάρχει, εκτός των άλλων, μουσικός εκλεκτικισμός: τα soundtracks περιέχουν κομμάτια για όλα τα γούστα - και ομολογώ ότι η σκληρή μου καρδιά παρ' ολίγο να λιώσει στο «Reservoir Dogs» όταν άκουσα το "Stuck in the Middle with You" των Stealers Wheel, στο «Pulp Fiction» όταν άκουσα το "Girl, You'll Be A Woman Soon" του Neil Diamond και, τώρα, στο "Django Unchained", το «I Got a Name» του Jim Croce. Aλλά, ο Ταραντίνο δεν μπορεί να με κερδίσει. Βλέπω όλες τις ταινίες του επειδή βλέπω όλες τις ταινίες – σχεδόν. Και πράγματι, τo 1997 βρήκα επιτυχημένο το «Jackie Brown», ως απάντηση στις ταινίες blaxpoitation: ήταν μια ενδιαφέρουσα κίνηση κινηματογραφικού ρεβιζιονισμού. Το «Jackie Brown» έκανε εμμέσως ό,τι κάνει "in your face" το «Django": αναδεικνύει και εμπλουτίζει ένα δευτερεύον, εμπορικό και φτηνιάρικο υποείδος.
Το ταλέντο δεν λείπει από τον Ταραντίνο∙ ειδικά το συγγραφικό ταλέντο φαίνεται να περισσεύει – είναι προφανής η ευκολία με την οποία σκαρώνει ιστορίες, χαρακτήρες και διαλόγους. Και παρά την οικουμενική αναγνώριση, θα επιμείνω: παραείναι εξωστρεφής για να είναι τίμιος∙ η αισθητική του είναι χαμηλού επιπέδου, η κινηματογραφοφιλία του αναχρονιστική, επιφανειακή και τετριμμένη. Μοιάζει με κινηματογραφόφιλο που έχει απομνημονεύσει τσιτάτα διαλόγων τόσο από μεγάλες εμπορικές επιτυχίες όσο κι από τα κινηματογραφικά "must" των διανοουμένων.
Το "Django Unchained" αντέχεται μέχρι τον θάνατο του Christopher Walz – ένας αξιομνημόνευτος χαρακτήρας με διασκεδαστική ευγλωττία και ελαφρό κεντροευρωπαϊκό accent∙ αντέχεται κι επειδή ακούγεται το τραγουδάκι του Jim Croce, επειδή ο Ταραντίνο μάς κάνει τη χάρη να περιλάβει στο κοινό του κι εμάς που ακούγαμε Jim Croce όταν ήμασταν μικροί. Ωστόσο, πρόκειται για μια ταινία-σαλάτα: B-movie (με ηθοποιία Β-movie), γουέστερν σπαγκέτι (μολονότι το σκηνικό δεν είναι πια ο κλειστός χώρος του σαλούν αλλά η αμερικανική ενδοχώρα), splatter - και στην κορυφή, αντί για κανέλα, το ηθικό δίδαγμα: ο σκλάβος γίνεται τιμωρός και αφέντης μέσα σε μια πανδαισία αίματος∙ η ιστορία κάνει κύκλους και ο ρεβανσισμός είναι στο πρόγραμμα. Έτσι, η αφήγηση καταλήγει πρόσχημα για να χυθεί η μεγαλύτερη ίσως ποσότητα κέτσαπ όλων των εποχών δεδομένης και της μεγάλης διάρκειας της ταινίας. Κέτσαπ στην οθόνη, ποπ κορν στην αίθουσα – το κριτς-κριτς εντείνεται τη στιγμή που οι σκλάβοι σπάνε τα δεσμά τους και επιδίδονται σε λυτρωτικές φρικαλεότητες. Το κοινό του Ταραντίνο –ένα ιδιαιτέρως ευρύ κοινό− έχει αντιδράσεις ρωμαϊκού πλήθους: panem et cicences.
Ο Ταραντίνο ξέρει ότι διανύουμε μακρά περίοδο αυτομαστιγώματος του λευκού ανθρώπου: give the people what they want! Στο «Django Unchained» προεκτείνει αυτό το αυτομαστίγωμα σε βαθμό που διακινδυνεύει την αναμόχλευση των ρατσιστικών παθών όχι μόνον στον κινηματογραφικό αλλά στον κοινωνικό χώρο[1]: για παράδειγμα, στήνει σκηνές «νεγρομαχιών» (κάτι που είχαμε δει το 1975 στην εξίσου συζητήσιμη ταινία «Mandingo") καθώς και μια σεκάνς (ομολογουμένως απολαυστική) με την Κου Κλουξ Κλαν σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε ακόμα Κου Κλουξ Κλαν. Τα παιχνίδια με την ιστορία και οι ιστορικές ανακρίβειες δεν αποκλείονται στον κινηματογράφο – το ζήτημα που αναφύεται στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι χρησιμοποιούνται σχηματικά ('the good guys, the bad guys") για την ενίσχυση των κατώτερων ενστίκτων: «Δώσ' του Django! Σουβλισέ τον, κάν'τον κομματάκια!»
Η διαφωνία μου με τον Ταραντίνο και η αιτία για την οποία δεν εκτιμώ τις ταινίες του είναι ότι, αν και ξέρει «πολλά», αν και έχει στο μυαλό του κάμποσες πληροφορίες (για παράδειγμα, σκαρώνει τα προαναφερθέντα πολυσυλλεκτικά soundtracks), φαίνεται να του λείπει παντελώς το ήθος και η υπευθυνότητα – η διακριτικότητα, η απόσταση, η υποδηλωτικότητα που διακρίνει τον καλλιτέχνη από τον δημιουργό ταινιών εκμετάλλευσης.
[1] Βγαίνοντας από την αίθουσα σκεφτόμουν τι αντίκτυπο θα είχε το "Django Unchained" στους μαθητές του λυκείου στο Μπρούκλιν όπου δούλευα πέρυσι. Φοβάμαι ότι θα λειτουργούσε σαν ερέθισμα για περισσότερο μίσος εναντίον των λευκών, σαν μια ακόμα δικαιολογία για την αποτυχία στα μαθήματα και, κυρίως, σαν ένα πρότυπο συμπεριφοράς. Τα παιδιά δεκαεπτά ετών που φοιτούν σε σχολεία όπως εκείνο του Mπέντφορντ-Στάι ελκύονται από τέσσερις βασικές ιδέες: την περιφρόνηση της εξουσίας, το σεξ, την καταστροφή δημόσιας/ιδιωτικής περιουσίας και την ταξική/φυλετική εκδίκηση. Από αυτές τις ιδέες ελκύεται και ο Ταραντίνο – πλην όμως δεν είναι δεκαεπτά ετών και δεν ζει στο Μπέντφορντ-Στάι του Μπρούκλιν.
σχόλια