Αν είσαι αυτή που νομίζω άσε τις κυνικοτητες και ψάξε κάποιον να σου καλύψει το κενό. Ακόμη μόνη είσαι;
21.6.2017 | 11:29
borderline
Ξυπνάω το πρωί και κοιτάω από τα παραθυρόφυλλα πριν δω το ρολόι.Ο καιρός φαίνεται με απασχολεί περισσότερο από την ώρα. Κοιτάω έξω βλέπω τα σύννεφα και το μουλιασμένο ορίζοντα και λέω “να 'ναι εννιά; να ναι δέκα;” αλλά πάντα είναι επτά. Πάλι δεν έχω κοιμηθεί. Πολλούς εφιάλτες είδα, πολλά τσιγάρα έκανα. Και χθες έμπαινε το φως της λάμπας του δήμου στο δωμάτιο και έβλεπα μια λυπημένη σκιά στον τοίχο. Υποθέτω τώρα πως ήταν η δική μου. Σηκώνομαι αργά και πάω στο μάτι της κουζίνας. Δεν πλένομαι,δεν χτενίζομαι. Βάζω το μπρίκι να βράσει. Κάποτε είχα ένα γκαζάκι που με βόλευε από άποψη χρόνου. Απλά με τον καιρό πάντοτε κατέληγα να μην μπορώ να το βιδώσω, πάντοτε σκάλωνε στην τελευταία στροφή.¨Όπως σκαλώνω εγώ εδώ και χρόνια. Στην τελευταία στροφή. Και μου θύμιζε τα σκαλώματά μου, μου θύμιζε πως όση δύναμη και να βάλω πάντα κάπου θα “σκαλώνω”.Εχω μια κούπα καφέ τεράστια που χωράει κανονικά δύο με τρεις καφέδες. Φαίνεται είμαι αστεία όπως πίνω από κει σαν τον λεπτεπίλεπτο Άγγλο που κρατάει μια τεράστια πάιντ. Φαίνεται πως έχω ανάγκη τον καφέ. Βάζω μουσική και αναρωτιέμαι πόσο πονάω και αν μπορώ να γράψω. Θα γράψω δεν θα γράψω; Το μυαλό μου πηγαίνει από τη μια σκέψη στην άλλη. Στο κάτω κάτω δεν είμαι ποιήτρια. Απλά γράφω. Απλά έτσι ζω. Και όταν πονάει γράφω καλά. Αλλά δεν μπορώ πάντα. Ένα τεράστιο κενό μέσα μου με τυλίγει σαν σάβανο και δεν μπορώ να αναπνεύσω. Αν είχε χρώμα αυτό το κενό θα ήταν μαύρο όπως οι τρύπες στο διάστημα. Μέσα τους ταξιδεύεις σε άλλο χωρόχρονο αλλά μπορεί και να χαθείς για πάντα. Να μην μείνει ούτε η πρωταρχική σου ουσία ίσως μόνο εσύ και τα γραπτά σου σαν μια απαλή ανάμνηση. Ξέρω τί είναι αυτό το κενό. Μου το πάνε γιατροί και ψυχολόγοι.¨Έχω λέει οριακή διαταραχή προσωπικότητας. Για αυτό πονάω. Για αυτό δεν κοιμάμαι .Για αυτό πίνω. Για αυτό τρώω ,για αυτό δεν έχω φίλους και εχθρούς αλλά μόνο εμένα. Για αυτό γράφω. Λες και ο πόνος στο χαρτί μεταμορφώνεται σε κάτι υπαρκτό. Κάτι που μένει. Πάντα σκεφτόμουν ότι θα γυρίσω στις ρίζες μου .Στην οικογένειά μου, στην ασφάλεια ,σε μια θερμή μεγάλη αγκαλιά. Είναι που δεν γίνεται όμως γιατί φύγανε όλοι. Οι μισοί φύγανε και πήγανε στη δική τους μαύρη τρύπα και σ έναν άλλο χωρόχρονο και οι άλλοι με αφήσανε να φύγώ. Είμαι οριακή μου είπαν. Οι άνθρωποι θα φεύγουν. Και πονάει. Χάραξα στα χέρια μου δύο μεγάλα χελιδόνια. Να θυμάμαι τις ρίζες μου και να γυρνάω πάντα στο σπίτι μου. Και ας έχουν φύγει όλοι. Να χτίζω καινούργια φωλιά και όταν μου την χαλάνε να την ξαναχτίζω. Και έτσι περνάει η ζωή μου. Χτίζω και χαλάω τις ρίζες μου .Χτίζω και χαλάω την φωλιά μου. Όταν θέλω να ταξιδέψω πάω στη θάλασσα. Απλώνω τους καρπούς μου με τα χελιδόνια και δείχνω τον ορίζοντα. Και αυτά με πάνε σπίτι. Στο μπρίκί μου, στην κούπα μου, στη μουσική μου και στη μαύρη τρύπα μου. Και ο χωροχρόνος μου αλλάζει. Όπως το φως έξω απ' το παράθυρο, στις επτά ,στις δέκα, στις εννιά. Στο νερό που βράζει, στην γουλιά που πίνω. Στα όνειρα που κάνω που μ αφήσανε απ' έξω .Στην οριακότητά μου. Ανώνυμη
3