Του Μάκη Μυλωνά από το the books journal
Η 1η Μαρτίου σηματοδοτεί την έναρξη των επίσημων εργασιών του 9ου Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει χαρακτηριστεί από τον πρόεδρο του Ευάγγελο Βενιζέλο ως «συντακτικό». Πρόκειται μάλλον για την τελευταία ευκαιρία του ιστορικού κόμματος να υπενθυμίσει τον ιστορικά ηγετικό του ρόλο στην Κεντροαριστερά. Εικάζω ότι (και) η ευκαιρία αυτή θα σπαταληθεί.
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια. Κατά πάσα πιθανότητα, θα συγκρουστούν παρηκμασμένοι κομματικοί μηχανισμοί, θα εκφωνηθούν κατεψυγμένοι πολιτικοί λόγοι μεταπολίτευσης και, ίσως, τηρώντας το έθιμο, θα ανταλλαγούν μεταξύ των συνέδρων μερικές καρεκλιές, έτσι για το καλό. Η παράσταση θα ολοκληρωθεί με μια πολύωρη τοποθέτηση του κ. Βενιζέλου, ο οποίος θα περιγράψει με εύηχες λέξεις το μέλλον του κόμματος, του Έθνους και της ανθρωπότητας, με ασάφεια τέτοια που θα τη ζήλευε και η Πυθία του αρχαίου Μαντείου. Μακάρι να μας εκπλήξει θετικά κι ουσιαστικά, αλλά οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ του, κρίνοντας από τη γεμάτη στρογγυλοποιήσεις πολιτική του διαδρομή.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα καταγραφεί καμία ουσιαστικά παραγωγή ή ανταλλαγή απόψεων, με μόνες ίσως εξαιρέσεις τις τοποθετήσεις κάποιων μεμονωμένων συνέδρων –που θα περάσουν απαρατήρητες– αλλά και κάποιων σύγχρονων ιδεών που λογικά θα περιλαμβάνονται στο πολυσέλιδο «σχέδιο ανασυγκρότησης» του κόμματος – και θα χαθούν στο γενικότερο χάος. Θα επιβεβαιωθεί μια εικόνα που θα μοιάζει με ιδεολογική ήττα της κυβερνητικής Κεντροαριστεράς. Μια ήττα με κάτω τα χέρια.
Η ελληνική Κεντροαριστερά αδυνατεί να ξεφύγει από τις παγίδες που έστησε η ίδια στον (εσχάτως ενοχικό) εαυτό της, αντιγράφοντας τα μεταπολιτευτικά σύνδρομα της αιώνιας αντιπάλου της. Ήδη από το 1974, αλλά κατ' εξοχήν από το 1981 και μετά, η Κεντροδεξιά βυθίστηκε σε μια δίνη ενοχών, κυρίως για την άνοδο των συνταγματαρχών στην εξουσία, την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου έγκαιρα εντόπισε κι έξυπνα φούσκωσε με το θρυλικό σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά».
Τότε, ή από τότε, η ιστορική κεντροδεξιά παράταξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή –που πέτυχε την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ- έμαθε να ζει με αυτή την κατηγορία, ειδικά μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και την παράδοσή της σε πολιτικές προσωπικότητες του πολιτικού διαμετρήματος του Μιλτιάδη Έβερτ και του Κώστα (του) Καραμανλή. Ο τελευταίος, με την ιδιότητα του πρωθυπουργού (sic), βάλθηκε μάλιστα να ξεπεράσει κάθε «σοσιαλιστικό» προηγούμενο, με τον μετέπειτα γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ν.Δ. Κωνσταντίνο Τασούλα να μονολογεί τον Δεκέμβριο του 2010 στη Βουλή:
Η Νέα Δημοκρατία ομολογουμένως έχει ευθύνη, γιατί δεν αναχαίτισε και, πολύ περισσότερο, γιατί δεν αντέστρεψε αυτή την πορεία [σ.σ. του ΠΑΣΟΚ του 1980). Ήταν τέτοια η επιβολή αυτού του ψυχισμού στον ελληνικό λαό, τέτοια η ιδεολογική επικράτηση αυτής της ιδεολογίας, αυτής της επιστροφής, αυτής της δήθεν επανάκαμψης του «προοδευτισμού», που οι πάντες υποκύψαμε σ' αυτό. Ομολογουμένως, δεν μπορέσαμε ιδεολογικά, να το αναχαιτίσουμε. Δεν μπορέσαμε ιδεολογικά, να το αντιστρέψουμε. Και πολλές φορές καταφύγαμε, για να επιβιώσουμε, στο να γίνουμε το «μπλε ΠΑΣΟΚ».
Επιχειρώντας μια τολμηρή αναλογία του παρελθόντος της Κεντροδεξιάς με το παρόν της Κεντροαριστεράς, φαντάζει εξαιρετικά πιθανό το ενδεχόμενο υποχώρησης της παραγωγής πολιτικής σκέψης μπροστά στα ενοχικά σύνδρομα που γέννησε στην Κεντροαριστερά αυτό που ως περίοδος αλλά και ως πολιτική κοσμογονία περιγράφεται ως «Μνημόνιο».
Ταυτιζόμενη για σχεδόν δυο χρόνια με το υστερικά απολιτίκ αντιμνημονιακό ακροατήριο, η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά κατάφερε να θέσει –έστω εμμέσως– αυτή, ίσως για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, την ατζέντα της πολιτικής συζήτησης. Εδώ και περίπου δυο χρόνια, συζητούμε μονάχα για νούμερα και οικονομικά στοιχεία, τα πάντα αποτιμώνται σε χρήμα. Το δημοκρατικό πολίτευμα ταυτίστηκε με την οικονομική ευημερία κι αμφισβητήθηκε στις χρήσιμα αποκαλυπτικές πλατείες της οργής τις οποίες η κεντροαριστερή κυβερνητική πλειοψηφία του Γιώργου Παπανδρέου παρακολουθούσε αμήχανη και τρομοκρατημένη.
Προηγουμένως, υπουργοί και βουλευτές τής εν λόγω μονοκομματικής κυβέρνησης είχαν παγιδευτεί σε μια αδιέξοδη πολιτική επιχειρηματολογία που τους εμφάνιζε ως θύματα συγκυριών, αναγκασμένα να ψηφίζουν μέτρα που ιδεολογικά δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν. Οι περισσότεροι δεν ξόδεψαν ποτέ λίγο χρόνο για να μας εξηγήσουν τι ακριβώς όριζαν ως «ιδεολογία» τους και ποια συγκεκριμένα μέτρα του Μνημονίου συγκρούονταν με αυτήν. Κάπως έτσι, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στις διπλές εκλογές του 2012 χωρίς κανένα ιδεολογικό στίγμα, κάτι που ο νέος αρχηγός ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τόσο ως παρουσία όσο κι ως ρητορική, καθώς πότε ζητούσε με ένα θολά λαϊκίστικο τρόπο «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό και πότε κατακεραύνωνε οποιαδήποτε πολιτική δύναμη αρνείτο να αναγνωρίσει ως μονόδρομο τις κεντρικές πολιτικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ.
Είναι λόγος να ζητάει το ΠΑΣΟΚ «συγγνώμη» πχ για το νόμο 3812/2009 που προέβλεψε την υπαγωγή όλων των προσλήψεων του Δημοσίου -από την Προεδρία της Δημοκρατίας έως την Εκκλησία της Ελλάδος- στην αρμοδιότητα του ΑΣΕΠ; Ο συγκεκριμένος νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή τον Δεκέμβριο του 2009, μήνες πριν την προσφυγή της χώρας στον κοινό μηχανισμό στήριξης ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Ντρέπεται κανείς στο ΠΑΣΟΚ για την τιτάνια προσπάθεια συντονισμού των διαφόρων κρατικών δομών που οδήγησε στον εντοπισμό και την παύση πληρωμής των μαϊμού-επιδομάτων και των συντάξεων που εισέπρατταν για χρόνια οι οικογένειες των αποθανόντων;
Ήταν κόντρα στην «ιδεολογία» των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ η θεσμοθέτηση της Διαύγειας, ενός πρωτοποριακού θεσμού της ψηφιακής εποχής που προβλέπει την ανάρτηση κάθε πράξης δημοσίου και κυβερνητικού οργάνου στο Διαδίκτυο; Νιώθει ενοχές κάποιο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ για την –τελικά προσωρινή– κατάργηση περιττών και δαπανηρών κρατικών οντοτήτων όπως το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης;
Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ και διαμέσου του η Κεντροαριστερά, κατηγορείται από τους πολιτικούς αντιπάλους του, μέρος των οποίων φέρουν και την ιδιότητα των κυβερνητικών του εταίρων, για την καταδίκη της χώρας σε μια άνευ προηγουμένου ύφεση, η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί ικανή να καταστήσει μη αρκετές τις θυσίες των τελευταίων ετών. Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο νέος μεγάλος παίκτης στο χώρο αριστερά του Κέντρου, εξειδικεύει την κριτική του χρεώνοντας στο ΠΑΣΟΚ την άκριτη υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων προσεγγίσεων κατά την προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Παράλληλα, η Ν.Δ. αναπολεί τη δεκαετία του 1980 και χρεώνει στο ΠΑΣΟΚ τις σπατάλες εκείνης της περιόδου υπέρ της διόγκωσης του Δημοσίου, σε μια προσπάθεια να μακιγιάρει το γνήσια κρατικιστικό πρόσωπό της ανά τις περασμένες δεκαετίες.
Η απάντηση του ΠΑΣΟΚ σε όλα αυτά; Είτε δεν υπάρχει είτε θα πρέπει μόνοι μας να την αναζητήσουμε κάπου μεταξύ των εκπληκτικά ανούσιων προεκλογικών σλόγκαν του κόμματος τα οποία ήταν αρχικά το «Αυτοδύναμη Ελλάδα» και μετέπειτα το... ευρηματικό «Τώρα, ασφαλώς ΠΑΣΟΚ». Όμηρος της προσωπικής του ροπής προς την αυτοπροβολή και παγιδευμένος στα πάθη των εσωκομματικών εκλογών του 2007 που ακόμα βασανίζουν το επιτελείο του, ο Ευάγγελος Βενιζέλος αρνείται να υπερασπιστεί επί της ουσίας και με τρόπο συγκεκριμένο κι αναλυτικό το κεκτημένο της δημοσιονομικής προσαρμογής της κυβέρνησης Παπανδρέου ενώ παράλληλα δείχνει πολύ πιο πρόθυμος να στηρίξει κάθε πολιτική επιλογή του Αντώνη Σαμαρά, του πλέον συντηρητικού έλληνα πρωθυπουργού της Μεταπολίτευσης. Η πολιτική κρίση που γεννήθηκε και, λόγω της αποτυχίας του Ευάγγελου Βενιζέλου να αξιοποιήσει τη λίστα Λαγκάρντ, στένεψε ακόμα περισσότερο το πιθανό ακροατήριο που θα μπορούσε να ακούσει με προσοχή τον τωρινό ηγέτη του παραδοσιακού κόμματος της Κεντροαριστεράς.
Κάπως έτσι, το ήδη ιδεολογικά ταλαιπωρημένο ΠΑΣΟΚ ταλαιπωρείται ακόμα περισσότερο από την ισχυρή πεποίθηση του Ευάγγελου Βενιζέλου περί μη ανάγκης υιοθέτησης συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων, κάτι που παραπέμπει στη γνωστή λατρεία των Ελλήνων πολιτικών στη δύναμη της «πολιτικής διαχείρισης» των πραγμάτων, πιο γνωστή έκφανση της οποίας αποτέλεσαν τα περίφημα greek statistics, τα οποία παραλίγο να σφραγίσουν το διαβατήριο εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη.
Ο συνδυασμός των ενοχικών συνδρόμων της Κεντροαριστεράς για την αδυναμία ελέγχου του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και η –μάλλον ατεκμηρίωτη – εδραίωση της πεποίθησης ότι δεν υπάρχει «κεντροαριστερή» διέξοδος στην κρίση οδηγεί το ΠΑΣΟΚ με μαθηματική ακρίβεια σε ένα ενδιάμεσο στάδιο πολιτικής ύπαρξης κι ανυπαρξίας, δηλαδή στην πλήρη περιφρόνηση της δημόσιας παρουσίας του, στη διάδοση της άποψης ότι αποτελεί «ντροπή» να ψηφίζει κανείς ΠΑΣΟΚ –ενώ π.χ. είναι «τιμή» να ψηφίζει Χρυσή Αυγή!
Το κόμμα που μέχρι και σήμερα αποτελεί το απόλυτο case-study στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας και πριν λίγα χρόνια έλαβε το 44% των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος αδυνατεί να βρει σήμερα το ελάχιστο κουράγιο να υπερασπιστεί με θέρμη τις πολιτικά επώδυνες αποφάσεις που έλαβε τα τελευταία χρόνια, κρατώντας τη χώρα όρθια, κόντρα μάλιστα στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Ν.Δ., η οποία σήμερα περήφανα καμαρώνει για τη «διάσωση» της χώρας.
Επιστρέφοντας λοιπόν στις εργασίες του προσεχούς συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, αξίζει να περιγραφεί με τρόπο συγκεκριμένο η συνειδητή απροθυμία του κόμματος να διαφοροποιηθεί ποιοτικά τόσο από τη λαϊκιστική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ όσο κι από την εγωπαθή μετεμφυλιακού τύπου αυτοαποθέωση της Ν.Δ.. Στο τέλος του δρόμου, το ΠΑΣΟΚ θα έχει πληρώσει ακριβά την πολιτική του δειλία κι όχι την κάποιου τύπου κυβερνητική αποτυχία του.
Με τη συνταγματική αναθεώρηση να πλησιάζει, το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να καταθέσει ήδη από το Συνέδριό του μια ολοκληρωμένη πρόταση φιλελευθεροποίησης κι εκσυγχρονισμού της χώρας μέσα από μια δέσμη προτάσεων κεντροαριστερού προσανατολισμού, η οποία και θα το διαφοροποιούσε από τις όμορες πολιτικές δυνάμεις.
Η Ν.Δ. δεν τάσσεται υπέρ του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας, ούτε όμως και το ΠΑΣΟΚ (η βασική συνιστώσα της ελληνικής Κεντροαριστεράς) μοιάζει πρόθυμο να στηρίξει ουσιαστικά μια τέτοια προοπτική. Το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, προχωρώντας στο θέμα αυτό ένα βήμα εγγύτερα στην ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά.
Η Ν.Δ. ενδεχομένως να υποστηρίξει την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα το κάνει, παραμένοντας πιστός εραστής ενός παρωχημένου μοντέλου παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα. Το ΠΑΣΟΚ, ως το κόμμα που παραδοσιακά εκπροσωπούσε τον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο, θα τολμήσει να διεκδικήσει ένα νέο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων στο Δημόσιο, όπου η μονιμότητα θα αποτελεί κίνητρο κι όχι κάτι το δεδομένο;
Η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά μοιάζει απίθανο να δεχθεί την καθιέρωση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών ή, έστω, την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και γι' αυτά τα ζευγάρια. Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει κάθε σχετική πρωτοβουλία. Θεωρητικά, το ΠΑΣΟΚ τάσσεται κατά των διακρίσεων που αφορούν τις σεξουαλικές προτιμήσεις των ατόμων. Στην πράξη, θα διεκδικήσει τη θεσμοθέτηση της άσκησης των δικαιωμάτων τους; Θα επιχειρήσει να πείσει τη συντηρητική πλευρά των ψηφοφόρων του ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε ως κοινωνία ένα βήμα μπροστά;
Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα διαθέσιμου πολιτικού χώρου διαφοροποίησης της ευρύτερης Κεντροαριστεράς και κυρίως του ΠΑΣΟΚ από τη συντηρητική Νέα Δημοκρατία και τον αδιαμόρφωτο ΣΥΡΙΖΑ των αριστερίστικων απολήξεων. Ούτε η ύφεση ούτε η λιτότητα εμποδίζουν την παραγωγή σκέψεων και ιδεών και για μια σειρά άλλων θεμάτων όπως το εκλογικό σύστημα, ο τρόπος απονομής της ελληνικής ιθαγένειας, η ρύθμιση του χώρου των ΜΜΕ κ.ά.
Αν το ΠΑΣΟΚ διστάσει, αν οι πολιτικές προσωπικότητες της ευρύτερης Κεντροαριστεράς δεν εκφραστούν κι αν η Δημοκρατική Αριστερά επιμείνει στο κωμικό «δεν ψηφίζω/στηρίζω/ναι μεν αλλά», σύντομα το ξεχασμένο σήμερα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» θα αντικατασταθεί από το «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Κεντροαριστερά» και τότε θα είναι πια αργά.
Συνοψίζοντας, ο κύκλος ενός κόμματος δεν κλείνει μονάχα όταν το ψηφίζουν όλο και σημαντικά λιγότεροι πολίτες, αλλά κι όταν πλέον αρνείται να εκπροσωπήσει οτιδήποτε διαφορετικό από τις ήδη εδραιωμένες πολιτικές απόψεις. Πιο πολύ κι από περισσότερες ψήφους, το ΠΑΣΟΚ οφείλει σήμερα να αναζητήσει ένα λόγο ύπαρξης, ένα νέο ερμηνευτικό εργαλείο της μεταμνημονιακής Ελλάδας, με λιγότερες τύψεις και με μεγαλύτερη διάθεση αλληλεπίδρασης με την Ευρώπη, το ιερό δισκοπότηρο της αισίως τριετούς μάχης της Ελλάδας με τον κακό εαυτό της.
σχόλια