H προέλευση της λέξης «antifa» - συντομογραφία για το αποκεντρωμένο, χωρίς ιεραρχικές δομές, μαχητικό ακτιβιστικό κίνημα που γέννησε τη δική του αισθητική και υποκουλτούρα – μπορεί να είναι θολή για τους περισσότερους που βλέπουν αυτή τη λέξη γραμμένη στους τοίχους ή ακούν για τα πρόσφατα γεγονότα στην Αμερική και αμέσως συνδέουν την λέξη με το εξτρεμιστικό αριστερό κίνημα. Ακόμη και στη Γερμανία, γενέτειρα αυτού του κινήματος, λίγοι γνωρίζουν για τις λαϊκές μορφές αντιφασιστικής αντίστασης που έκαναν γνωστό τον όρο. Η σύντομη, αλλά εμπνευσμένη, πολιτική κληρονομιά του κινήματος αποδείχτηκε υπερβολικά δυσάρεστη για τις γερμανικές πολιτείες του Ψυχρού Πολέμου, με αποτέλεσμα να αγνοηθεί τελείως η δράση του στα σχολεία και στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Σήμερα, ο μύθος και η δύναμη της λέξης χάνονται εξ ολοκλήρου στις μάχες του σύγχρονου αριστερισμού.
Το 1945 το Τρίτο Ράιχ του Χίτλερ είναι φυσικά κατεστραμμένο και πολιτικά εξαντλημένο. Η κοινωνία των πολιτών έτσι όπως την έχει συγκροτήσει η Ναζιστική Δύναμη έχει πάψει πια να λειτουργεί. Από τους υψηλά ιστάμενους υποστηρικτές του καθεστώτος μέχρι τον τελευταίο εργάτη και από την ανώτερη μέχρι τη χαμηλότερη τάξη, όλοι συνειδητοποιούν ότι η «Τελική Νίκη» του Χίτλερ ήταν μόνο μια φαντασία. Τα μέλη της Αριστεράς της χώρας, Κομμουνιστές και Σοσιαλδημοκράτες, είτε έχουν ολοκληρωτικά δολοφονηθεί από τους Ναζί είτε έχουν πεθάνει στον πόλεμο. Ωστόσο, κάποιοι μεγαλύτεροι σε ηλικία έχουν καταφέρει να απορροφηθούν στην πολεμική βιομηχανία, ενώ αρκετοί επιστρέφουν ως τραυματίες στην πατρίδα. Η ανθρώπινη και υλική καταστροφή που έχει προκαλέσει ο ναζιστικός κανόνας έχει γυρίσει τη γερμανική κοινωνία ανάποδα, αποδεκατίζοντας το εργατικό κίνημα και δολοφονώντας το μεγαλύτερο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού. Τα εκατομμύρια που είχαν στηρίξει ή τουλάχιστον είχαν συναινέσει με το καθεστώς – συμπεριλαμβανομένων πολλών εργατών και πρώην σοσιαλιστών – αντιμετωπίζουν τώρα μια νέα αρχή σε άγνωστο πολιτικό έδαφος.
Ωστόσο, παρά την αρχική του αποτυχία του να σταματήσει τον Χίτλερ το 1933 και το σταδιακό ακρωτηριασμό του τα επόμενα χρόνια, το Γερμανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό κίνημα, καταφέρνει να επιζήσει, να ξεπεράσει τον κίνδυνο. Αμέσως μετά τον πόλεμο, μόλις κατέστη δυνατή μια ανοιχτή πολιτική δραστηριότητα, αρχίζει να συγκεντρώνει τα θραύσματα των βιομηχανικών πόλεων για να χτίσει κάτι, πάλι από την αρχή. Ο ιστορικός Gareth Dale στο Πανεπιστήμιο Brunel του Λονδίνου και ερευνητής κοινωνικών κινημάτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης περιγράφει: «Από όλους τους τομείς του πληθυσμού, οι εργάτες της βαριάς βιομηχανίας στις μεγάλες πόλεις είχαν την μεγαλύτερη ασυλία έναντι του ναζισμού. Πολλοί συνδικαλιστές και σοσιαλιστές κατάφεραν να διατηρήσουν τις παραδόσεις και τις πεποιθήσεις τους, τουλάχιστον σε κάποια μορφή, σε όλη τη διάρκεια της ναζιστικής εποχής. Μια θαρραλέα μειονότητα από αυτούς, στην οποία συμμετείχαν και περίπου 150.000 κομμουνιστές που είχαν καταφέρει να γλυτώσουν, έπαιρνε μέρος σε κάθε είδους παράνομη αντίσταση. Στα ευρύτερα στρώματα και στις καθημερινές συναλλαγές απέφευγαν τον κίνδυνο, αλλά διατηρούσαν ζωντανές τις αξίες και τις μνήμες του εργατικού κινήματος, ανάμεσα σε φίλους στους χώρους εργασίας ή στα σπίτια τους».
Αυτές οι εργατικές ομάδες, που πολλές φορές γεννήθηκαν μέσα από τα εργοστάσια ή τις κοινές εργατικές κατοικίες, ονομάζονταν αρχικά «Antifaschistische Ausschüsse», «Antifaschistische Kommittees» (Αντιφασιστικές Επιτροπές) ή το γνωστό σημερινό «Antifaschistische Aktion» (Αντιφασιστική Δράση) – εν συντομία «Antifa». Άντλησαν δύναμη από τα συνθήματα και τα σλόγκαν της προπολεμικής αντιστασιακής στρατηγικής και θέλοντας να λειτουργήσουν ως ενιαίο μέτωπο, υιοθέτησαν την λέξη «Antifa» από την κοινή (αλλά καταδικασμένη) προσπάθεια συμμαχίας μεταξύ Κομμουνιστών και Σοσιαλδημοκρατών εργαζομένων το 1932. Το συμβολικό λογότυπο της συμμαχίας, το οποίο μελετήθηκε και σχεδιάστηκε από τους εικαστικούς Max Keilson και Max Gebhard (μέλη της ένωσης Association of Revolutionary Visual Artists η οποία από το 1928 παρήγαγε αφίσες και γραφιστική προπαγάνδα για όλες τις γερμανικές αριστερές οργανώσεις) παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο γνωστά σύμβολα της Αριστεράς.
Μετά τον πόλεμο, οι Γερμανοί αντιφασίστες είναι μοιρασμένοι σε τέσσερις ζώνες οι οποίες πριν ήταν ενωμένες στο κυρίαρχο Ράιχ. Αμέσως μετά την άφιξη των συμμαχικών δυνάμεων, μέσα σε μια νύχτα κατάφεραν να ξεπεταχτούν από δεκάδες πόλεις, σαν να περίμεναν ένα κρυφό σύνθημα για να «απελευθερωθούν» σε μάχες στο δρόμο με τους πιστούς του Χίτλερ. Βασικά, αυτοί οι αντισταστιακοί κύκλοι δεν ήταν τίποτα άλλο από αυθόρμητες ομάδες αλληλεγγύης - αποτελούνταν από τραυματίες πολέμου, βετεράνους και εργάτες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) – που επανενεργοποίησαν τα προπολεμικά δίκτυα αντίστασης. Συχνά, αριθμούσαν μεταξύ αρκετών εκατοντάδων και αρκετών χιλιάδων ενεργών μελών στις περισσότερες πόλεις, ενώ η έλλειψη συμμετοχής των νέων μπορεί να αποδοθεί στα δώδεκα χρόνια ναζιστικής εκπαίδευσης και έντονης προπαγάνδας. Επίσης, αν και οι υλικές ανάγκες του πολέμου και της ανασυγκρότησης ενσωμάτωσαν και τις γυναίκες στην οικονομική ζωή, η ανδρική κυριαρχία που χαρακτηρίζει τη γερμανική κοινωνία αντανακλάται και στο κίνημα της Αντιφασιστικής Δράσης.
Οι Αντίφα ομάδες επικεντρώθηκαν αρχικά σε ένα συνδυασμό κυνηγιού των εγκληματιών πολέμου και των πιο υπόγειων Ναζί ανταρτών (οι λεγόμενοι «Λυκάνθρωποι») και το σχεδιασμό πρακτικών μιας νέας ζωής που θα επηρρέαζαν το γενικό πληθυσμό. Η Αντίφα ομάδα του Μπράουνσβαϊγκ, από τις πιο ενεργές και ιστορικά διάσημες, έβγαλε ένα πρόγραμμα δώδεκα σημείων που απαιτούσε, μεταξύ άλλων, την απομάκρυνση των Ναζί από όλα τα διοικητικά όργανα και την άμεση αντικατάστασή τους με «αρμόδιους αντιφασίστες», την εκκαθάριση των ναζιστικών περιουσιακών στοιχείων για την παροχή βοήθειας στα θύματα πολέμου, νόμους άμεσης ανάγκης για την κάθαρση κάθε φασιστικού ίχνους και την αποκατάσταση της δημόσιας υγειονομικής υπηρεσίας. Κάτι ακόμα, χαρακτηριστικό μιας οργάνωσης υπό την ηγεσία σοσιαλιστών, ήταν η έντονη συνειδητοποίηση της ανάγκης για ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης ως μέσο οργάνωσης, οπότε το δωδέκατο και τελευταίο σημείο του προγράμματος αφορούσε την «καθημερινή εφημερίδα».
Αν και τα σωζόμενα αρχεία δείχνουν ότι σε πολλές Αντίφα ομάδες το KPD κυριαρχούσε, η πολιτική διάθεση και το βασικό κίνητρο ήταν να μάθουν όλοι από τα λάθη του 1933 και να μείνουν όσο πιο μακριά γίνεται από την τολμηρή επικινδυνότητα της εποχής της Βαϊμάρης. Ήθελαν, δηλαδή, να οικοδομήσουν τώρα ένα μη-σεκταριστικό εργατικό κίνημα γεφυρώνοντας όλες τις διαφορές ανάμεσα στα τμήματά του. Κάτι που ενισχύθηκε από μια ευρέως διαδεδομένη αίσθηση στο τέλος του πολέμου, ότι οι φρικαλεότητες του ναζισμού ήταν τελικά το αποτέλεσμα της αστάθειας και της ανισότητας του καπιταλισμού. Οπότε για την μεταπολεμική τάξη θα ήταν απαραίτητο ένα νέο, ισότιμο οικονομικό σύστημα. Κάπου εδώ όμως πρέπει να θυμηθούμε ότι η Γερμανία είναι ήδη χωρισμένη. Στο ανατολικό κομμάτι, δηλαδή στη Σοβιετική ζώνη, οι απαιτήσεις για την εθνικοποίηση της βιομηχανίας ώθησαν το KPD και το SPD σε εξαναγκαστικό γάμο, απ' όπου γεννήθηκε το Κόμμα Σοσιαλιστικής Ενότητας (SED) ενώ στο βρετανικό κατεχόμενο Αμβούργο, μια ανάλογη κοινή σύμπραξη μεταξύ KPD και SPD, η οποία συγκλήθηκε τον Ιούλιο του 1945, έβγαλε την εξής ανακοίνωση: «Η θέληση να ενωθούμε σε ένα ισχυρό πολιτικό κόμμα ζει στις καρδιές των εκατομμυρίων υποστηρικτών των γερμανικών εργατικών κομμάτων που κάποτε πολέμησαν για εναντίον του φασισμού. Αυτή η ένωση είναι το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα της κοινής τους οδύνης. Αυτή η επιθυμία για αντιφασιστική δράση είναι βαθιά χαραγμένη σε όλους τους επιζώντες κρατούμενους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις φυλακές και τα γραφεία της Γκεστάπο».
Κάποιες από αυτές, τις πρώτες γερμανικές αντιφασιστικές ομάδες, πέτυχαν το σκοπό τους, κάποιες απόλαυσαν την ενωμένη σύνθεση του τοπικού κινήματος, κάποιες, όμως, όχι γιατί έπρεπε να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τους επέτρεπαν να κατέχουν οι εξουσίες από τις κατεχόμενες δυνάμεις. Νοτιοδυτικά της Γερμανίας, για παράδειγμα, η βιομηχανική Στουτγάρδη ήταν αρκετά τυχερή να συμμετάσχει σε ελιγμούς μεταξύ της Αμερικής και της Γαλλίας. Σταδιακά, όμως, στις γαλλικές, βρετανικές και αμερικανικές ζώνες οι Αντίφα οργανώσεις αρχίζουν να υποχωρούν από τα τέλη του καλοκαιριού του 1945. Στην άλλη μεριά, παρομοίως, οι στρατηγοί του Κόκκινου Στρατού δεν έτρεφαν κανένα ιδιαίτερα δημοκρατικό όραμα για την Ανατολική Γερμανία. Κι ενώ στην αρχή επέτρεψαν στις Αντίφα οργανώσεις να δρουν σχετικά ελεύθερα, από τη στιγμή που η χώρα άρχισε να λειτουργεί ως σοβιετικό μονοκομματικό κράτος (μετά τις εκλογές του 1946) ο έλεγχος των εργοστασίων και η δημοκρατική εκπροσώπηση των εργατών από μια γερμανική ομάδα ήταν χαμένο παιχνίδι. Λίγο αργότερα ο δημόσιος διαχωρισμός των κατοίκων της Ανατολικής Γερμανίας ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη Γιουγκοσλαβία του Tίτο το 1948 επιτάχυνε τον σταλινισμό στη σοβιετική ζώνη κατοχής, με αποτέλεσμα η αντιφασιστική παράδοση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας να αραιώσει, να διαστρεβλωθεί και να μετατραπεί σε ένα χωρίς ρίζες μύθο που σταδιακά θα χαθεί από τις μνήμες, αφού πλέον όλοι οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας ανακυρήχθηκαν επισήμως «νικήτες της ιστορίας».
Μετά την κατάρρευσή τους στις αρχές του 1946, οι αντιφασιστικές οργανώσεις θα εξαφανιστούν από την πολιτική σκηνή της Γερμανίας για τέσσερις δεκαετίες. Η σύγχρονη «Αντίφα Δράση» με την οποία οι περισσότεροι συσχετίζουν τον όρο δεν έχει καμία πρακτική ή ιστορική σχέση με το κίνημα από το οποίο παίρνει το όνομά της. Αλλά, καθώς η άκρα δεξιά αρχίζει να ανοικοδομείται (μετά την επανένωση της Γερμανίας), το κίνημα αρχίζει να παίρνει μια νέα μορφή στο ενωμένο εθνικό τοπίο και από την αρχή της δεκαετίας του '90 αρχίζει να μεταμορφώνεται. Ενεργοποιείται σε ξεχωριστές ομάδες που ζουν η κάθε μια και σε διαφορετική πόλη. Όμως, δρουν και εργάζονται με αντίθετο τρόπο από αυτόν των προγόνων τους: αντί να αποτελούν μια ευρεία συμμαχία σοσιαλιστών και προοδευτικών από διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα, είναι μεμονωμένες ομάδες, ρητά ριζοσπαστικές, αλλά ασαφείς και ετερογενείς ως προς τις ιδιαιτερότητές τους. Έτσι, αντί να αποτελούν σημείο εκκίνησης για νέους ακτιβιστές σε μια ευρύτερη σοσιαλιστική και πολιτική αριστερά, πέφτουν στην παγίδα να οργανωθούν αυστηρά τοπικιστικά, η κάθε μία στη δική της πόλη, παίζοντας δικό της παιχνίδι στον αντισταστιακό χώρο, με τη δική της μουσική σκηνή, το δικό της αργκό γλωσσάρι και τη δική της μόδα.
Κάπως έτσι λειτουργεί και ο σύγχρονος μαχητικός αντιφασισμός. Υπάρχουν Aντίφα ομάδες σε όλον τον κόσμο, αλλά η Αντίφα δεν είναι μια ενωμένη οργάνωση, δεν είναι τίποτα άλλο από μια ιδιεολογία όπως ο σοσιαλισμός η μια γραμμή κοινής κουλτούρας που συνδέει μια συγκεκριμένη ομάδα. Οι περισσότερες από αυτές είναι αυτόνομες αντιραστιστικές οργανώσεις που ελέγχουν μια ζώνη και παρακολουθούν τις δραστηριότητες των τοπικών νεοναζί. Καμία από αυτές τις ομάδες δεν έχει αντιμετωπίσει ούτε τις αδύνατες πιθανότητες ή δυσκολίες να επιζήσει, ούτε τις αντιξοότηες, ούτε τον πόλεμο ή τη φρίκη του θανάτου μέσα στην ίδια τους την πατρίδα, όπως την έζησαν οι πιο δυνατές εργατικές Αντιφασιστικές Επιτροπές της Στουτγάρδης, του Μπράουνσβαϊγκ και του Μπούχενβαλντ. Επίσης, σε μια δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, με τέσσερις κυρίαρχες δυνάμεις πάνω από το κεφάλι τους οι Γερμανοί αντιφασίστες δεν σταμάτησαν να επιδιώκουν μια σειρά πολιτικών απαιτήσεων και ένα πρακτικό οργανωτικό όραμα για όλους τους ριζοσπαστικούς εργάτες που ήταν πρόθυμοι να ακούσουν. Βέβαια, αρνήθηκαν να δουν έγκαιρα τη φαινομενικά απελπιστική τους κατάσταση και απλά τόλμησαν να ονειρευτούν κάτι μεγάλο, κάτι όμορφο, κάτι πολύ σπουδαίο! Σήμερα, που τα πράγματα είναι διαφορετικά και πρέπει να αντιμετωπίσουν μια ακόμη πιο κατακερματισμένη και εξασθενημένη αριστερά απ' ότι οι Γερμανοί το 1945, οι Αμερικανοί αντιφασίστες θα πρέπει τουλάχιστον να κάνουν το ίδιο!
ΠΗΓΕΣ: Τhe East German rising of June 1953 (μελέτη του καθηγητή Gareth Dale), περιοδικό Jakobin