Το House of Cards – που ξεκίνησε, στην αμερικανική και σαφώς πιο διάσημη, εκδοχή του πριν από τέσσερα και κάτι χρόνια, αλλά είναι σα να μας ταλαιπωρεί αιώνες με τις γκροτέσκες ίντριγκές του – υπήρξε πρωτοποριακό κάποτε για έναν και μόνο λόγο. Ήταν η πρώτη σειρά η οποία εκμεταλλεύτηκε τη διαγνωσμένη τάση του κοινού να καταναλώνει τις τηλεοπτικές σειρές όχι πλέον σε τακτικά εβδομαδιαία ραντεβού αλλά σε μεγάλες βουλιμικές δόσεις (binge watching) κυρίως το σαββατοκύριακο. Η διανομή όλων μαζί των επεισοδίων ενός κύκλου μπορεί να μην κατοχυρώθηκε ως πάγια τακτική των καναλιών παραγωγής (οι κορυφαίες σειρές εξακολουθούν να μην «αμολιούνται» με τη μία, με κάποιες εξαιρέσεις όπως το Transparent φερ' ειπείν), αποτελεί όμως πλέον εναλλακτικό υπόδειγμα που εντάσσεται κιόλας απολύτως στη λογική μιας πλατφόρμας όπως το Netflix.
Η σειρά υπήρξε επίσης «πειραματική» με την έννοια ότι αποτέλεσε μία από τις πρώτες «δοκιμαστικές υποθέσεις» κατά τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν από το Netflix αντί για το παραδοσιακό focus group, οι αλγοριθμικές αλχημείες της Μεγάλης Πληροφορίας (Big Data) που είχε στη διάθεση του, εκτιμώντας σύνθετα στοιχεία από τις καταγεγραμμένες τηλεοπτικές συνήθειες και τάσεις του κοινού. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, αποφασίστηκε μετά από διάφορους άλλες μεταβλητές και εξισώσεις ότι αυτό που θέλει το κοινό (και αξίζει να επενδύσουμε 100 εκατ. δολάρια για δύο κύκλους αρχικά) είναι μια διασκευή της βρετανικής μίνι σειράς των αρχών του '90 με τίτλο House of Cards αναγόμενης στα αμερικανικά ήθη (λιγότερη BBC καμαρίλα δηλαδή και περισσότερη γκλαμουριά) και με συντελεστές τον Κέβιν Σπέισι και τον Ντέιβιντ Φίντσερ.
Δεν ήταν ποτέ μια σοβαρή και στιβαρή πολιτική σειρά – ή συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ έστω – αλλά πλέον έχει χάσει όχι μόνο κάθε άλλοθι επαφής με αληθινά πρόσωπα και πράγματα, αλλά και αυτό το «διαστροφικό» χάρισμα που την διέκρινε στους δύο πρώτους κύκλους, καθώς αναλώνεται πια σε μια δίνη «ό,τι να΄ναι» μηδενισμού.
Ελάχιστοι πλέον θυμούνται ότι κάποτε αναμίχθηκε στη σειρά ο Φίντσερ, ο οποίος προσέφερε έναν μπούσουλα με τον πιλότο αλλά δεν άφησε κάποιο έντονο σκηνοθετικό αποτύπωμα στο γύρισμα του House of Cards που συνεχίζει στον πέμπτο κύκλο του πλέον να χαρακτηρίζεται από μια ρουτινιάρικη και φορμουλαϊκή προσέγγιση στο τεχνικό επίπεδο, ενώ μοιάζει να χωλαίνει όλο και πιο πολύ σε όλα τα υπόλοιπα. Σεναριακά μπάζει από παντού (ειδικά μετά την πρόσφατη αποχώρηση του βασικού δημιουργού της σειράς Μπο Γουίλιμον) και στο ερμηνευτικό επίπεδο τα όρια ανοχής με την ενσάρκωση του Φρανκ Άντεργουντ από τον Κέβιν Σπέισι – και ειδικά αυτές οι γελοίες αποστροφές προς την κάμερα που καθιστούν συνένοχο και συνεργό τον θεατή στις μηχανορραφίες και τα εγκλήματα ενός ακτιβιστή του πιο ακραίου πολιτικού αριβισμού – έχουν εξαντληθεί προ πολλού.
Το παγερό class της Ρόμπιν Ράιτ ως σύγχρονης Λαίδη Μακβέθ εξακολουθεί να σώζει κάπως την κατάσταση - μέχρι ένα σημείο όμως και δυστυχώς μπήκε κι αυτή στο τριπ να μας κάνει «δικούς της» απευθυνόμενη κι αυτή πλέον στην κάμερα - και ευτυχώς τουλάχιστον υπάρχει πάντα ο εξαιρετικός Μάικλ Κέλι στο ρόλο του σκιώδους αρχισυμβούλου Νταγκ Στάμπερ που κατοικεί μονίμως στην προσωπική του Κόλαση που ο ίδιος έστησε. Κατά τα λοιπά, εκτός από το κεντρικό ζεύγος που μοιάζει σαν κραυγαλέα και σκοτεινή εκδοχή του Μπιλ και της Χίλαρι Κλίντον, περιφέρονται διάφορες πρόχειρες προσομοιώσεις του καλοπροαίρετου Ομπάμα, του αριστερούλη Μπέρνι Σάντερς, του νεοσυντηρητικού Πολ Ράιαν – καρικατούρες που πλαισιώνονται από ένα θίασο από παραδουλεύτρες του κλειστοφοβικού συστήματος εξουσίας στην Ουάσιγκτον. Μόνο Τραμπ δεν παίζει, ίσως επειδή τα σκληρά μιντιακά κόλπα του νυν πραγματικού νοικοκύρη του Λευκού Οίκου κάνουν τους κεντρικούς χαρακτήρες της σειράς να μοιάζουν γατάκια και καρτούν.
Δεν ήταν ποτέ μια σοβαρή και στιβαρή πολιτική σειρά – ή συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ έστω – αλλά πλέον έχει χάσει όχι μόνο κάθε άλλοθι επαφής με αληθινά πρόσωπα και πράγματα, αλλά και αυτό το «διαστροφικό» χάρισμα που την διέκρινε στους δύο πρώτους κύκλους, καθώς αναλώνεται πια σε μια δίνη «ό,τι να΄ναι» μηδενισμού: συνταγματικά πραξικοπήματα, κυνικό ξεπάστρεμα αντιπάλων, στυγνές δολοφονίες, άγρια φετιχοποίηση κάθε μορφής εξουσίας. Ακόμα και ως κριτική στην επιβολή των όρων που έχουν επιβάλλει τα media (κοινωνικά και μη) στο πολιτικό παιχνίδι, μπάζει πλέον από παντού. Δεν είναι ότι είναι πολιτικά ανεύθυνο (δεν πιστεύω στις στεγνές ιδεολογικές αναγνώσεις γενικά και ειδικά όταν πρόκειται για τέτοιες συνειδητές τρασιές πολυτελείας) και αφηγηματικά προβληματικό (ανόητο μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει πια χωρίς φόβο και πάθος), αλλά τεμπέλικο δημιουργικά σαν franchise που σέρνεται ζαλισμένο από μια εντελώς αστήρικτη αίσθηση αυτοπεποίθησης. Το θέμα είναι ότι άνετα μπορείς να πηδήξεις ολόκληρα επεισόδια πια και να μην έχει καμία σημασία επί της ουσίας και αυτό είναι ασυγχώρητο.