Πριν από τρία χρόνια πήρα τη γενναία απόφαση να διακόψω ένα δελτίο παροχής υπηρεσιών το οποίο σε όλη τη δημοσιογραφική μου καριέρα είχα χρησιμοποιήσει μόνο για έξι αποδείξεις, σε μια μεταβατική περίοδο χωρίς σταθερή υπαλληλική απασχόληση. Μετά από περίπου 10 χρόνια που το διατηρούσα χωρίς να το χρησιμοποιώ και έχοντας αφήσει να συσσωρεύεται ένα υπέρογκο ποσό προστίμων λόγω μη απόδοσης του ΦΠΑ, ξεκίνησα μια μέρα για την ΙΖ' Αθηνών για να δω τι θα μπορούσα να κάνω για να απαλλαγώ απ' αυτό. Πρώτη στάση, θυμάμαι, μου είπαν πως ήταν το Μητρώο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια συγκεκριμένη υπάλληλο εκεί, η οποία από την πρώτη μου κιόλας ερώτηση φρόντισε με δυο-τρεις μόνο ατάκες της να κάνει τη ζωή μου κόλαση. Έγγραφα που έπρεπε να παρουσιάσω, πρόστιμα, χαρτιά που έπρεπε να βρω από τρίτους, κι άλλα πρόστιμα, αν δεν τα έβρισκα, και τέλος το χειρότερο του σεναρίου: η μάχη με τον έφορο ελεγκτή που θα ενέκρινε τη διακοπή, η οποία, όπως με διαβεβαίωσε η υπάλληλος, θα μπορούσε να λάβει ιστορικές διαστάσεις. Ξεκίνησα από τη συλλογή των εγγράφων, πέρασα το μαρτύριο των προστίμων με τρεις επισκέψεις σε τράπεζες, μάζεψα όλα τα έγγραφα τρίτων και μετά από δύο μέρες συνεχών επισκέψεων στην εφορία, ανέβηκα στο γραφείο του ελεγκτή για την τελική μάχη με όλα τα σχετικά στο χέρι. Την πρώτη μέρα ούτε που με κοίταξε, μου είπε να βρω και κάτι άλλα χαρτιά και να ξαναπάω την επομένη. Του τα πήγα. Πάλι δεν με κοίταζε, μου είπε ότι είμαι δύσκολη περίπτωση και ότι πιθανόν εκκρεμούν κι άλλα έγγραφα, ίσως κι ένα πρόστιμο ακόμα που το είχαν ξεχάσει. Πάνω-κάτω πάλι στους ορόφους, πληρωμή του τελευταίου μαρτυρίου και πάλι πίσω. Έξω από το γραφείο του χαμός από κόσμο. Περιμένω τη σειρά μου, πάω μέσα και του αφήνω όλα τα χαρτιά έτοιμα. Μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά και μετά κοιτάζει τα βιβλία και το μπλοκάκι. «Δεν είναι απλή η υπόθεσή σας», θυμάμαι τα λόγια του. «Ναι, αλλά έχω κάνει ό,τι μου ζητήσατε για να την κάνουμε απλή και να την τελειώσουμε», του απάντησα. «Θα πρέπει να περιμένετε να τα δω με την ησυχία μου αν λείπει τίποτα» μου είπε με αυστηρό ύφος. Του τα αφήνω όλα στο γραφείο, λοιπόν, κόσμος μπαίνει μέσα, κόσμος βγαίνει, άλλοι χαρούμενοι γιατί τελείωναν (όπως ήθελα κι εγώ), άλλοι με κάτι μούτρα κρεμασμένα μέχρι κάτω από την απογοήτευση. Κάποια στιγμή σηκώθηκα για να του δείξω ότι είμαι κι εγώ εκεί. «Κύριέ μου, δεν θα τελειώσετε τόσο εύκολα, θα περιμένετε να σας φωνάξω», μου είπε. «Ναι, αλλά τα είδατε αν λείπει κάτι; Αλλιώς να μην περιμένω άδικα, να πάω να βρω και τα υπόλοιπα». «Θα περιμένετε μέχρι να σας πω» είπε χωρίς να με κοιτάξει πάλι. Δεν ήθελα πολύ κι άρχισα να ανεβάζω στροφές και πίεση. Ήξερα από τον λογιστή μου ότι όλα τα χαρτιά μου ήταν έγκυρα και σωστά. Πριν πάρω το ηρεμιστικό για να καλμάρω, έβγαλα άλλο ένα χαρτί από την τσάντα μου και το ακούμπησα πάνω στο γραφείο του. «Κάντε μου μια χάρη», του είπα, «και βάλτε κι αυτό πάνω πάνω για να το διαβάσετε πρώτο». Αισθάνθηκα πολύ άσχημα, μαζί με ντροπή και απόγνωση, αλλά έπρεπε να φτάσω στο σημείο να χρησιμοποιήσω ένα πρόβλημα υγείας μου μαζί μ' ένα επίσημο χαρτί νοσοκομείου για να καταλάβει αυτό το βλαμμένο πιόνι της εξουσίας ότι δεν μπορεί να ταλαιπωρεί τον κόσμο άδικα. Το διάβασε κι αμέσως πήρε το μπλοκάκι μου και το βιβλίο και τα έσκισε, ακυρώνοντάς τα έτσι. Ήξερε ότι όλα ήταν εντάξει από πριν. Δεν του είπα τίποτε άλλο. Ούτε «ευχαριστώ». Πήρα τα σκισμένα βιβλία και τις αποδείξεις ότι «έκλεισα» κι έφυγα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO