ΖΟΥΜΕ, ΛΟΙΠΟΝ, τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος σε περιπτώσεις σεξιστικής βίας και κατάχρησης. Σε μια κλίμακα που πάει από το αξιοκατάκριτο στο εγκληματικό, από την ψυχική παραβίαση στη σωματική κακοποίηση. Επειδή όμως το τοπίο της δημόσιας επικοινωνίας και των ψηφιακών κοινών είναι έτσι όπως είναι, υποθέταμε πως έπρεπε να αναληφθεί το ρίσκο των υπερβολών και της κουτσομπολίστικης ελαφρότητας. Σε μια χώρα όπου, για διαφόρους λόγους, το πραγματικό ρεπορτάζ (αυτό που δεν είναι διαχείριση διαρροών από δικογραφίες ή αστυνομικούς) είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό, υποθέταμε ότι οι «ειδήσεις» θα περνούσαν και από τους κομματικούς μηχανισμούς και από τα σμήνη των οπαδών.
Από ένα σημείο και ύστερα, όμως, η υπερπολιτικοποίηση της υπόθεσης μπορεί να καταστρέψει τη σημασία της. Οι προβολές μίσους, κοινωνικού ή ταξικού, αλλά κυρίως κομματικού, αλλοιώνουν αμέσως τους όρους της συζήτησης. Πριν από λίγο διάστημα, γύρω από το όνομα του Κιμούλη, ένας κόσμος εχθρικός προς την αριστερά βρήκε την ευκαιρία να προβάλει την απέχθειά του για τον «συριζαίο-καλλιτέχνη», για τη φιγούρα μιας συγκεκριμένης ιντελεκτουέλ περσόνας που στη φαντασία πολλών ταυτίζεται με μια σπουδαιοφανή αριστερή ρητορική, η οποία συνδυάζεται με εγωιστικές-ναρκισσιστικές πράξεις.
Στη συγκεκριμένη εξέλιξη που μας απασχολεί, ο Λιγνάδης, η Μενδώνη, ο Μητσοτάκης, ο νεοφιλελευθερισμός, οι ελίτ, οι «άριστοι», γίνονται πια ένας μύλος, μια αλυσίδα του κακού που για την αξιωματική αντιπολίτευση εικονογραφεί την ίδια την κυριαρχία και τη βία του συστήματος. Έτσι όμως οι ιστορίες των θυμάτων, οι συγκεκριμένες εμπειρίες ακόμα και οι πολιτικές και διοικητικές ευθύνες της υπουργού Πολιτισμού γλιστρούν κάτω από έναν μηχανισμό ηθικού πολέμου που δεν κάνει διακρίσεις και αδιαφορεί για την ακρίβεια των γεγονότων.
Τώρα, όμως, γύρω από το πρόσωπο του Λιγνάδη όλος ο κόσμος της αριστεράς, από τους πιο συμβατικούς οπαδούς του Αλέξη Τσίπρα μέχρι τον χώρο της αντιεξουσίας και του εκτός τειχών ριζοσπαστισμού, εκτονώνει το γενικό του μίσος για τους «αρίστους - πλούσιους - φιλελέδες». Γράφονται και λέγονται πράγματα που αγγίζουν τον ρατσισμό με το πρόσχημα της κριτικής στον «προνομιούχο», έναν ρατσισμό εναντίον ενός κοινωνικού ή πολιτισμικού εχθρού που για πολλούς πρέπει να μην υπάρχει ή και να εξαφανιστεί.
Και το έδαφος είναι ευνοϊκό. Η συνθήκη της πανδημίας είχε δυσανάλογα αρνητικές συνέπειες στους καλλιτεχνικούς χώρους και στον κόσμο του θεάτρου. Ο ανασφαλής ανταγωνισμός, σταθερό χαρακτηριστικό χώρων που για την επιβίωσή τους εξαρτώνται και από το κράτος και από την αγορά, οξύνει τις προσωπικές αντιπάθειες που μπλέκονται με κοινωνικές μνησικακίες.
Και όλο αυτό το ψυχικό υλικό, ήδη εύφλεκτο και τραυματισμένο από την κρίση, έρχεται τώρα να γίνει εργαλείο της ολοκληρωτικής υπερπολιτικοποίησης. Ξεχνώντας πως η σεξιστική και εξουσιαστική ύβρις αφορά ανθρώπινους δεσμούς και συγκεκριμένες, αμετάθετες προσωπικές ευθύνες. Ξεχνώντας ακόμα ότι και εάν οι θύτες υπήρξαν πολιτογραφημένοι στο αριστερό ή στο κεντροδεξιό «στρατόπεδο» ή αναδείχτηκαν σε θέσεις θεσμικής ευθύνης από αυτήν ή την προηγούμενη κυβέρνηση, η ουσία της υπόθεσης που συζητούμε δεν είναι η διαμάχη μεταξύ καλλιτεχνικής αριστεράς και αντικαλλιτεχνικής δεξιάς, μεταξύ ευαίσθητων στρατευμένων αριστερών και νεοφιλελεύθερων σεξιστών-καταχραστών. Αυτό είναι διακωμώδηση και αποτυχημένη παρωδία, όσες σοβαροφανείς αναλύσεις και αν επιχειρηθούν για να το στηρίξουν.
Πριν από κάποιες δεκαετίες, η υπερπολιτικοποίηση είχε συνοδεύσει τη μετάβαση της χώρας στη δημοκρατία, στην εμπέδωση της ελευθερίας των κομμάτων και των οργανώσεων να διεκδικούν το κοινωνικό πεδίο. Μιλάμε για τα πρώτα χρόνια μετά το 1974. Έκτοτε έχουμε διανύσει πολύ δρόμο και μπορούμε να μετρήσουμε βλάβες και σκοτεινές συνέπειες.
Η πίεση ιδεολογικών και πολιτικών δικτύων λ.χ. στα πανεπιστήμια δημιούργησε εστίες λογοκρισίας, ανελευθερίας και ιδιότυπου κομφορμισμού. Και από το 2010, με τη μαζική επέκταση των social media και την ανάδυση των ψηφιακών όχλων, μια πρωτόγνωρη υπερπολιτική βία μέσω της γλώσσας είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη ζωντανή και δημιουργική αντιπαράθεση. Τα μίση οργανώνονται εκ του προχείρου, τα σχήματα του εχθρού εναλλάσσονται και όλα αυτά με λίγες αντιρρήσεις απ' όσους θέλουν να παίξουν σε αυτή την αρένα επιρροής. Και όσοι ακόμα έχουν ενστάσεις, υποχρεώνονται να κολακεύσουν τις ομαδοποιημένες επιθυμίες και τα τελετουργικά αναθέματα των οπαδών. Αλλιώς, σωπαίνουν ή δεν παίρνουν τελικά θέση.
Θα σκεφτεί κανείς ότι θα ήταν αδύνατο το θέμα των παρενοχλήσεων και των κακοποιήσεων να μείνει εκτός των ανταγωνισμών για την εξουσία, όπου κινητοποιούνται στρατεύματα, βοηθητικοί, φίλοι και ακροατήρια. Όμως, όποια πολιτική θέση και αν έχει κανείς στη διάταξη των παθών και των ανταγωνισμών, δεν πρέπει να ξεχνάει ότι η υπερπολιτικοποίηση είναι μια παγίδα: μπορεί μεν να αποφορτίζει άμεσα τα μίση (που φωλιάζουν κάτω από την επιφάνεια πολλών αξιοσέβαστων πολιτικών θέσεων και σενιαρισμένων συλλογισμών), αλλά αυτή η ανακούφιση είναι πάντα φτηνή και προσωρινή. Και στο παράδειγμα της συγκυρίας μπορεί πραγματικά να σπαταληθεί η αυτόνομη σημασία του θέματος της σεξιστικής βίας, της προσβολής και της εξουσιαστικής ωμότητας.
Το θέμα παρουσιάζεται προς τα έξω, στο γενικό κοινό, είτε ως πρόβλημα στενά ιδιωτικών συμπεριφορών είτε ως συλλογικό αμάρτημα κάποιων πολιτικών και κοινωνικών κατηγοριών. Και οι δυο εκδοχές όμως, τόσο αυτή που επιδιώκει να περιορίσει το ζήτημα της βίας ή της κατάχρησης σε ιδιωτικά βίτσια και ιδιόμορφες συμπεριφορές κάποιων τύπων όσο και η άλλη που πάει να κατασκευάσει πολιτικές παθολογίες για να παίξει το παιχνίδι του πλήγματος στον αντίπαλο, υπονομεύει την υπόθεση.
Στη συγκεκριμένη εξέλιξη που μας απασχολεί, ο Λιγνάδης, η Μενδώνη, ο Μητσοτάκης, ο νεοφιλελευθερισμός, οι ελίτ, οι «άριστοι», γίνονται πια ένας μύλος, μια αλυσίδα του κακού που για την αξιωματική αντιπολίτευση εικονογραφεί την ίδια την κυριαρχία και τη βία του συστήματος. Έτσι όμως οι ιστορίες των θυμάτων, οι συγκεκριμένες εμπειρίες ακόμα και οι πολιτικές και διοικητικές ευθύνες της υπουργού Πολιτισμού γλιστρούν κάτω από έναν μηχανισμό ηθικού πολέμου που δεν κάνει διακρίσεις και αδιαφορεί για την ακρίβεια των γεγονότων. Οι προθέσεις θεωρούνται εκ προοιμίου κακές, τα πρόσωπα σάπια, οι αξίες ανύπαρκτες, τα γεγονότα σχεδόν προδιαγεγραμμένα.
Κάπως έτσι μια ιστορία που πρέπει να αναδείξει καρπούς, να ερευνηθεί ποινικά αλλά και να γίνει αφετηρία μιας νέας δημόσιας κουλτούρας γίνεται θέατρο «αριστεράς» και «δεξιάς». Όχι μια πολιτική μάχη αλλά ένα φρενιασμένο παιχνίδι ταυτοτήτων, ορμέμφυτων και προσωπικών προσβολών που μοναδικό στόχο έχουν να καταγράψουν την υπεροχή του ενός ή το πλεονέκτημα του άλλου.
Αν αυτή η εκτροπή στην ολοκληρωτική «πολιτική» εχθρικών ταυτοτήτων, στις παιδεραστικές και ομοφοβικές φαντασιώσεις για τον πολιτικό αντίπαλο, αν αυτή η πολιτική πορνογραφία δεν περιοριστεί, το αποτέλεσμα θα είναι επώδυνο. Πώς, όμως, να μαζευτεί, όταν φαίνεται πως έτσι θα ανοίγουν και θα κλείνουν τα θέματα μέχρι τις εκλογές; Η δημοκρατία έχει κι αυτή τα αδιέξοδά της και δεν ισχύει η περίφημη φράση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.