Έχω έρθει λίγο νωρίτερα για τις πασχαλινές μου διακοπές στη Σύρο και δουλεύω όπου βρω, περιπλανώμενη από καφέ σε καφέ με το λάπτοπ παραμάσχαλα.
Πίσω από τα γυαλιά ηλίου μου παρατηρώ τη ζωή στο δρόμο, τον κόσμο που πηγαινοέρχεται, τα μαγαζιά, τη θάλασσα. Υπάρχει κάτι στην ατμόσφαιρα που μου φτιάχνει τη διάθεση κι ακόμα δεν μπορώ να το προσδιορίσω.
Τρώω τα φρέσκα αυγουλάκια μου στο Jar και τηλεφωνώ σε μια φίλη από τα παλιά. Έχει μετακομίσει χρόνια στη Σύρο και αναρωτιέμαι αν είναι ακόμα στο νησί.
«Εννοείται είμαι στο νησί, πού αλλού; Εδώ δεν τα λέμε στο τηλέφωνο, πετάγομαι να σε δω από κοντά» μου λέει η Τζένη. Σωστά, σκέφτομαι, στην Αθήνα θα μας είχε πάρει καμιά δεκαριά μέρες να συντονιστούμε.
Η Σύρος δεν έχει τη χαλαρότητα άλλων νησιών όπου όλα γίνονται αργά και εσύ ατενίζεις το πέλαγος. Έχει τη ζωντάνια ενός μέρους όπου γίνονται πράγματα και δεν σ' έχει απαραίτητα ανάγκη -σε εσένα μιλάω, τουρίστα- διότι τα' χει βρει με τον εαυτό της και περνάει καλά.
Έρχεται χαμογελαστή και πεταχτή, με ελαφρώς μαυρισμένο στέρνο και κοντομάνικο μπλουζάκι. Δεν χρειάζεται να μου πει πολλά, η αύρα της τα λέει όλα.
«Όχι ότι το νησί δεν έχει δυσκολίες και περιορισμούς, αλλά μπορώ και κάνω αυτά που θέλω. Έχω τρία παιδιά από τότε που με άφησες, εκδίδω ακόμα το περιοδικό για τις Κυκλάδες, το Serious, το οποίο έχει πλέον καθιερωθεί, και αναλαμβάνω και πολιτιστικές παραγωγές. Πάμε τις εκδρομές μας, τα παιδιά είναι ελεύθερα, έχουν τις παρέες τους. Περνάμε καλά». Αγκαλιαζόμαστε και φεύγει ανάλαφρη όπως ήρθε.
Πέφτω σε μικρή περισυλλογή και, πίνοντας τον τρίτο εσπρέσο της ημέρας, συνοδευόμενο από το αντίστοιχο συριανό λουκουμάκι, σκέφτομαι αν θα μπορούσα να ζω εδώ κι αν θα μου έλειπε κάτι από την όλο και λιγότερο ελκυστική Αθήνα.
Την απάντηση μου έδωσαν διάφοροι φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι τους οποίους γνώρισα κατά τις πασχαλινές περιπλανήσεις μου σε καφέ, μπαρ και επιτάφιους του νησιού. Όλοι τους νέοι και ωραίοι, κάποιοι Συριανοί, κάποιοι όχι, άφησαν πίσω κάποια πόλη και κάποια προηγούμενη ζωή και ήρθαν να ζήσουν εδώ. Γιατί όμως σε αυτό το νησί;
Το βιντατζάδικο του νησιού
Ανεβαίνω το στενάκι της Νινέτας και κάνω την κλασική μου στάση στο vintage shop Magic Bus. Ναι, η Σύρος έχει και βιντατζάδικο. Χαζεύω τζιν μπουφάν και φλοράλ πουκαμισάκια και μαθαίνω ότι η Γιούλη, η ιδιοκτήτριά του, ήρθε πριν από επτά χρόνια στη Σύρο. Έχει καινούρια παραλαβή και είναι φουριόζα.
«Μου 'χει μείνει τα άγχος της Αθήνας. Δύσκολα το αποβάλλεις. Όταν έχω κάτι μεγάλο να κάνω στην αρχή αγχώνομαι. Μετά βάζω τα πράγματα σε σειρά και όλα γίνονται» μου λέει.
Μαθαίνω ότι ήρθε πρώτη φορά στη Σύρο για να διοργανώσει ένα ιατρικό συνέδριο με την προηγούμενη δουλειά της. «Είδα πόσο χαμογελαστοί και χαλαροί ήταν οι άνθρωποι εδώ και σκέφτηκα, ποιος με εμποδίζει να ζω έτσι; Μάζεψα τη βαλίτσα μου κι ήρθα. Έτσι γίνεται, όπου κι αν θες πας».
Δεν είχε ούτε κεφάλαιο, ούτε τίποτα. Στην αρχή δούλευε σερβιτόρα σε εστιατόρια και έκανε διάφορες δουλειές μέχρι να σταθεί στα πόδια της.
«Πάντα μου άρεσαν τα διαφορετικά ρούχα και ψαχνόμουν με τους φίλους μου. Γιατί να μην τα φέρνουμε από Αθήνα;» σκέφτηκε και με την βοήθεια φίλων και γνωστών άνοιξε το μαγαζί της το 2015. «Μέσα στην καρδιά της κρίσης» μου λέει και γελάει.
«Η δύναμη της θέλησης είναι απίστευτη. Αρκεί να θες κάτι πολύ και θα γίνει. Σήμερα ζω από αυτό ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσω και το site του μαγαζιού ώστε να κάνω πωλήσεις και από κει. Η φωτογράφοι είναι φίλες μου, τα μοντέλα φοιτήτριες ή άλλες φίλες και όλα γίνονται με κέφι».
«Αυτό ήθελα πάντα», μου εξομολογείται λίγο αργότερα, «να έχω τη δική μου δουλειά και να την κάνω όπως θέλω εγώ». Στον τοίχο του Magic Bus γράφει: «Η Σύρα έχει στυλ». Συμφωνούμε και γινόμαστε φίλες.
Ιστορίες με μεζέ στην Άνω Σύρα
Την Ανάσταση την περνάμε στην Άνω Σύρα ακούγοντας εκκλησιαστικό όργανο στην καθολική εκκλησία και χαζεύοντας τα πυροτεχνήματα της Ερμούπολης.
Κατεβαίνοντας περνάμε από το Maison de Μεζέ. «Απίθανο στέκι με τέλεια μεζεδάκια που τα φτιάχνουν τα παιδιά που το 'χουν, ο Ιάσονας και η Ελένη» μου λέει η φίλη μου η Θάλεια, Συριανή κι αυτή που ζει στην Αθήνα και φλερτάρει με την ιδέα να μείνει στη Σύρο.
Μιλάω με τον Ιάσονα ο οποίος έχει το πιο γάργαρο γέλιο που έχω ακούσει ποτέ και μέσα σε δύο λεπτά μου έχει ξεδιπλώσει όλη τη σοφία της ζωής του. «Θέλαμε να φύγουμε από την Αθήνα και να πάμε να ζήσουμε σε νησί. Σκεφτόμασταν Αμοργό, Μυτιλήνη, Ικαρία και καταλήξαμε στη Σύρο γιατί συνδυάζει τα πάντα».
Τον ρωτάω πόσο έχει αλλάξει η καθημερινότητά του στο νησί και μου απαντάει κάτι με το οποίο συμφωνούν όλοι: «Υπάρχει χρόνος. Χρόνος καλός, να κάνεις αυτά που θες, να δουλέψεις στους ρυθμούς σου, να πας τις βόλτες σου, να παίξεις τις μουσικές σου, να μάθεις καινούρια πράγματα».
Στην αρχή δούλευε σε άλλα μαγαζιά και όταν είχε χρόνο καθόταν παρέα με τους ντόπιους και τους παππούδες. «Από αυτούς έμαθα ότι έμαθα κι έτσι άνοιξα το Maison de Μεζέ. Μ' έμαθαν να μαζεύω κάπαρη, σαλιγκάρια, να φτιάχνω κρίταμο, παξιμάδια, μαρμελάδες. Ό,τι παρασκευάζουμε στο μαγαζί, το σερβίρουμε στην αυλή μας που έχει μεταμορφωθεί σε καφενείο-δοκιμαστήριο, και από πάνω είναι το σπίτι μας. Εξού και Maison de Μεζέ» μου λέει κι εγώ τον κοιτάω και σκέφτομαι από μέσα μου «κοίτα να δεις, κι εμείς κάνουμε Google search "Πετρετζίκης" για να δούμε καμιά συνταγή».
Με βουρλίζει ακόμα περισσότερο όταν μου λέει κατηγορηματικά: «Στην τράπεζα, αν έχει πάνω από τέσσερα άτομα αναμονή, πάμε άλλη μέρα, δεν καθόμαστε να περιμένουμε. Τα μεσημέρια κλείνουμε το μαγαζί. Πάμε για ξεκούραση ή για καμιά βουτιά. Ε, μα πώς αλλιώς να τον υποδεχτείς τον κόσμο με χαμόγελο;» συνεχίζει αποστομωτικά και με αποτελειώνει με ένα: «Ε, και εννοείται, μπάνια όλο τον χρόνο φυσικά, δεν σταματάμε ποτέ».
Μοντέρνοι «ξυλουργοί»
Τα ωραιότερα κοσμήματά μου τα έχω πάρει από τη Σύρο και είναι πραγματικά απίστευτο ότι βρίσκεις τρομερά μαγαζιά με κοσμήματα που δεν υπάρχουν αλλού.
Η Ελένη και ο Πάνος σπούδασαν Βιομηχανικό Design και Συστήματα και ύστερα από περιηγήσεις ανά την Ευρώπη κατέληξαν να σχεδιάζουν πρωτότυπα κοσμήματα από ξύλο στη Σύρο με την επωνυμία Wood in mood.
«Το Πανεπιστήμιο ήταν βασικός λόγος για να έρθω στο νησί. Για ένα χρόνο είπα στην αρχή. Έχουν περάσει έξι χρόνια από τότε, αλλά και στα επόμενα έξι πάλι εδώ θέλω να ζω».
Η Ελένη μου περιγράφει τη ζωή στη Σύρο και την διαφορετικότητα των ανθρώπων. «Οι Συριανοί είναι αλέγροι, ζωντανοί άνθρωποι. Δεν κολλάνε στο μποτιλιάρισμα, δεν κορνάρουν. Όλα αυτά μετράνε. Θα κάνουν τις δουλειές τους αλλά θα πάρουν και τον χρόνο τους. Το μεσημέρι τους αρέσει να ξεκουράζονται. Αν θελήσεις σουβλάκι μεσημεριάτικα, δεν θα βρεις. Ο Αθηναίος σουβλατζής θα τραβάει τα μαλλιά του αν τ' ακούσει».
«Το πρωί κατεβαίνω από την Άνω Σύρο στην Ερμούπολη που έχουμε το εργαστήριο, ένα ξυλουργείο στην ουσία, και ξεκινάω τη χαιρετούρα. Θα δουλέψουμε με τον Πάνο τα σχέδιά μας, θα κάνουμε τις δουλειές μας και το μεσημεράκι θα πάμε για βουτιά. Συνεχίζουμε ανανεωμένοι μέχρι το απόγευμα και μετά θα βρεθούμε με φίλους.
»Στο Boheme για μπιρίτσα, στον Λαουτάρη για τσίπουρα αλλά και σε σπίτια. Υπάρχει ένα τρομερό δίκτυο νέων ανθρώπων στη Σύρο. Όλοι είναι δραστήριοι, υποστηρικτικοί και το ίδιο ισχύει και για τους ντόπιους. Υπάρχει χώρος για ιδέες».
Τα «τερατάκια» του νησιού
«Εγώ είμαι Σερφιώτισσα» μου λέει η Ελεάννα που έχει μετακομίσει στη Σύρο πρόσφατα. Το πρωί δουλεύει σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο και το απόγευμα ράβει τα φανταστικά τερατάκια του Sockool. «Μου έλειπε η Κυκλάδα. Ξυπνάς και βλέπεις τη θάλασσα. Αυτό είναι ποιότητα».
Η Ελεάννα που έχει ζήσει στη Γαλλία, έχει κάνει μεταπτυχιακό στην Ολλανδία, δούλεψε στο Μιλάνο και στην Αγγλία και κατέληξε στη Σύρο στα 35 της. «Όταν έχω σκοτούρες, κατεβαίνω τα σκαλιά, πάω στον Φάρο και βρίσκω το κέφι μου» λέει και μου σκάει ένα χαμόγελο.
Αναρωτιέμαι αν η Σύρος είναι αυτή που την εμπνέει στη δουλειά της. «Είναι το μόνο μέρος που προλαβαίνω να ασχοληθώ και με τις δυο μου αγάπες, την αρχιτεκτονική και τις χειροτεχνίες. Πάντα έφτιαχνα πράγματα με τα χέρια μου. Σε κάποια φάση πέτυχα ένα βιβλίο ραπτικής για τα πάνινα τερατάκια και ξεκίνησα να τα φτιάχνω σε φίλους. Τα αγάπησαν πολλοί και τώρα είναι η part-time δουλειά μου» .
Μου λέει πως, αρχιτεκτονικά, η Σύρος έχει απίστευτο ενδιαφέρον καθώς συνδυάζει ενετικά στοιχεία στην Ερμουπολη, με κυκλαδίτικα στην Άνω Σύρο και έχει και το βιομηχανικό κομμάτι του Νεώριου που της αρέσει πολύ.
Τη ρωτάω πώς και διάλεξε την Σύρο. «Ήρθα να κάνω τα σκηνικά σε μια παράσταση χορού των "Ακροποδιτί". Τα κορίτσια έχουν φοβερή ομάδα και μάλιστα οι περισσότερες δεν είναι από Σύρο - ήρθαν κι αυτές και κόλλησαν όπως πολλοί άλλοι. Ήταν Οκτώβρης τότε και είδα το νησί εκτός καλοκαιρινής σεζόν και το λάτρεψα ακόμα πιο πολύ».
Μου εξομολογείται ότι ακόμα κουβαλάει το στρες της Αθήνας αλλά βλέποντας τους ρυθμούς του νησιού, προσαρμόζεται. «Βλέπεις πώς κινούνται οι υπόλοιποι και νιώθεις ότι κάτι κάνεις λάθος».
Επιβιβάζομαι στο καράβι τελευταία, μαζί με τους πωλητές λουκουμιών και χαλβαδόπιτας οι οποίοι είναι όλο γέλιο και χαρά και χαιρετιούνται εγκάρδια με τους ανθρώπους του πλοίου.
Τώρα πια έχω καταλάβει αυτό που δεν μπορούσα να εξηγήσω στην αρχή. Αυτό που κάνει τη Σύρο τόσο ελκυστική είναι οι άνθρωποί της. Ένα απίθανο κράμα παλιού και νέου, ντόπιου και διαφορετικού.
Δεν έχει τη χαλαρότητα άλλων νησιών όπου όλα γίνονται αργά και εσύ ατενίζεις το πέλαγος. Έχει τη ζωντάνια ενός μέρους όπου γίνονται πράγματα και δεν σ' έχει απαραίτητα ανάγκη -σε εσένα μιλάω, τουρίστα- διότι τα' χει βρει με τον εαυτό της και περνάει καλά.