«Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά αυτό από το οποίο υποφέρω περισσότερο όταν είμαι στην Αθήνα είναι ο καπνός του τσιγάρου», έλεγε προχτές φίλος που διαβιεί μόνιμα σε βορειοευρωπαϊκή χώρα. «Επιστρέφω από κάποια έξοδο και είναι αδύνατον να κοιμηθώ από τον ερεθισμό στο λαιμό και τα πνευμόνια», συνέχιζε, παραπονούμενος ότι στα περισσότερα καφέ, μπαρ, εστιατόρια, κοινωνικές εκδηλώσεις, σε εργασιακές συσκέψεις, σε αρκετές δημόσιες υπηρεσίες καθώς και ιδιωτικές επιχειρήσεις (αν και όχι όπως παλιότερα), σε χώρους άθλησης, ακόμα και σε φιλικά σπίτια το «ντουμάνι» πάει κι έρχεται, αδιάφορο αν υπάρχει απαγορευτική ένδειξη ή παράκληση να διατηρηθεί ο χώρος άκαπνος. Κάτι σαφώς ενοχλητικό αλλά κι επιβαρυντικό –έως εγκληματικό σε βάθος χρόνου– για τους μη καπνίζοντες, ιδίως όσους πάσχουν από καρδιά, αναπνευστικά προβλήματα, άσθμα, εμφύσημα κ.λπ., εννοείται και για παιδιά, εγκύους, ηλικιωμένους.
Ο φίλος βέβαια δεν κόμιζε γλαύκες στην Αθήνα. Όντας πια μη καπνιστής και παρότι καθόλου «αναγεννημένος πιστός», φάση να κυνηγάω μάγισσες με ταμπάκο, ζορίζομαι επίσης με την κάπνα κι ας ανήκω σε μια γενιά που κυριολεκτικά «μεγάλωσε καπνίζοντας», στην ενεργητική ή την παθητική εκδοχή! Κι αν τέτοια παράπονα τα θεωρούσα κάποτε ξενέρωτα και δήθεν, τα συμμερίζομαι απόλυτα πια από τα επίμονα σήματα όχλησης που δίνει ο οργανισμός και μόνο, παρότι υγιής.
Δεν είναι έπειτα μόνο το παθητικό κάπνισμα που υποχρεώνεσαι να υπομένεις στωικά. Είναι κι η επίμονη τσιγαρίλα σε χνώτα, δέρμα, ρούχα, έπιπλα, παντού όπου. Προτού οπότε πάω σε κάποια μάζωξη ή event σε κλειστό χώρο όπου υποψιάζομαι διακριτική ανοχή έως άνευ όρων παράδοση στους καπνίζοντες –ειδικά κάτι θεριακλήδες που καπνίζουν σαν να μην υπάρχει αύριο–, δεν κοιτάζω εάν απαγορεύεται το τσιγάρο (εδώ γελάμε) αλλά αν και πόσο καλό εξαερισμό έχει. Τυχόν διαμαρτυρία είναι ρίσκο: το πιθανότερο είναι να συναντήσεις αδιαφορία, συχνά και ειρωνεία.
Καθώς κιόλας το 2019 είναι χρονιά εκλογών, οποιαδήποτε περαιτέρω σχέδια πιθανότατα θα «παγώσουν», οι έλεγχοι επίσης. Εκτός πια κι αν κυβέρνηση και αντιπολίτευση αποφασίσουν να «επενδύσουν» στους μη καπνίζοντες ψηφοφόρους!
Δεκάξι χρόνια μετά την πρώτη νομοθετική απόπειρα απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος, χώρους εργασίας, μέσα μαζικής μεταφοράς κ.λπ. στην Ελλάδα, μια δεκαετία από την επί το αυστηρότερο τροποποίηση της αντικαπνιστικής νομοθεσίας, παρά τις επαναλαμβανόμενες στο μεταξύ διακηρύξεις, εγκυκλίους, καμπάνιες, τις επαπειλούμενες βαριές κυρώσεις κ.λπ., η κατάσταση παραμένει περίπου απογοητευτική.
Ήδη από το '16 οι απαγορεύσεις επεκτάθηκαν στο ηλεκτρονικό τσιγάρο, είχαν μάλιστα προκαλέσει αντιδράσεις ως υπερβολικά αυστηρές – αυτό φυσικά δεν εμπόδισε πολλούς Αθηναίους να «ατμίζουν» χαλαρά σχεδόν οπουδήποτε (ΟΚ δεν είναι το ίδιο με το «κανονικό», είναι όμως κάπως).
Πέρσι εξάλλου, τέτοια εποχή, ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός είχε υποσχεθεί –όπως και άλλοι προκάτοχοί του– εντατικοποίηση των ελέγχων κι αυξημένα πρόστιμα, ενώ και οι απαγορεύσεις επεκτάθηκαν. Το είχε πάρει πράγματι εξαρχής ζεστά το θέμα. Όταν όμως ο ίδιος ο υφυπουργός του, Παύλος Πολάκης, φουμάρει δημοσίως, ποιος να τον πάρει στα σοβαρά;
Καθώς κιόλας το 2019 είναι χρονιά εκλογών, οποιαδήποτε περαιτέρω σχέδια πιθανότατα θα «παγώσουν», οι έλεγχοι επίσης. Εκτός πια κι αν κυβέρνηση και αντιπολίτευση αποφασίσουν να «επενδύσουν» στους μη καπνίζοντες ψηφοφόρους! Γιατί δεν αποτελεί τάχα μου ζήτημα νοοτροπίας, χαρακτήρα ή κάποιου ιδιαίτερου μεσογειακού/βαλκανικού «θυμικού» –αρκούν οι συγκρίσεις με πολύ συνεπέστερες ομοειδείς χώρες– αλλά έλλειψης παιδείας αφενός, πραγματικής πολιτικής βούλησης αφετέρου.
Η προκλητική ανοχή έως και ενθάρρυνση του δημόσιου καπνίσματος είναι «κοινό μυστικό» όχι μόνο στην πρωτεύουσα αλλά σε όλη τη χώρα που με ελάχιστες «ηρωικές» εξαιρέσεις (πρωτοβουλίες τοπικών δήμων, κυρίως, όπως στα Τρίκαλα), διεκδικεί επάξια τον τίτλο της πιο... θεριακλίδικης στην Ε.Ε. Αυτό παρά τις προόδους που σημειώθηκαν στο μεταξύ –η κατάσταση ήταν σίγουρα χειρότερη στο παρελθόν όπου το τσιγάρο ουσιαστικά... επιβαλλόταν ακόμα και μέσα σε νοσοκομεία– και μολονότι το κάπνισμα έχει πράγματι περιοριστεί σε απόλυτους αριθμούς.
Στην τελευταία σχετική καταμέτρηση, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε κατά 1/3 λιγότερους νέους καπνιστές, πτώση της κατανάλωσης τσιγάρων κατά 57% μεταξύ 2007-17 (δίχως ωστόσο να υπολογίζονται τα παράνομα καπνά), ενώ καπνιστές δήλωσαν το 2017 ένα 27,1% του πληθυσμού έναντι 36,7% το 2012, ποσοστό που παρά τη γενναία μείωση παραμένει από τα υψηλότερα πανευρωπαϊκά.
Υπάρχει έπειτα η ένσταση ότι ενώ οι Έλληνες καπνιστές προβάλλουν –ακόμα– ευθαρσώς την εξάρτησή τους, κάποιοι Ευρωπαίοι που στη χώρα τους δηλώνουν «άκαπνοι», ένεκα οι περιορισμοί και ο στιγματισμός, ερχόμενοι στη «smoking-friendly» Ελλαδάρα ξεσαλώνουν – όμως αυτό δεν είναι το θέμα μας, είναι εξάλλου πολλαπλάσιοι οι ξένοι επισκέπτες που αντίθετα χαλιούνται.
Διαπιστώνω έπειτα κυκλοφορώντας ότι η «τράκα», αν όντας καπνιστής βρεθείς στην ανάγκη, έχει δυσκολέψει αρκετά συγκριτικά με τα φοιτητικά μου χρόνια: Το «συγνώμη, δεν καπνίζω» είναι πια μια συνηθισμένη απάντηση.
Είναι ζήτημα δημόσιας υγείας, ζήτημα σεβασμού στο πλαίσιο της συνύπαρξης, ζήτημα δηλαδή ηθικό, κοινωνικό και πολιτιστικό.
Είναι γεγονός ότι καπνίζουμε πια λιγότερο, ότι αποκτήσαμε μια κάποια μεγαλύτερη ευαισθησία και συναίσθηση σχετικά, ίσως κι επειδή η έξη αυτή που σύμφωνα με τα στοιχεία σκοτώνει 17.000 συμπολίτες μας ετησίως –κάπου χίλιοι εξ αυτών, παθητικοί καπνιστές–, στέρησε κι από μας αγαπημένους φίλους είτε συγγενείς.
Χάρη εξάλλου στην εναρμόνιση της εγχώριας νομοθεσίας με τα κοινοτικά στάνταρ, μέχρι και οι διαφημίσεις καπνικών προϊόντων μειώθηκαν δραστικά, αν και κάποιες «μαύρες» επιβιώνουν, συχνά με τη μορφή χορηγιών ή «αγαθοεργιών» από καπνοβιομηχανίες. Αυτό όμως αντανακλάται από ελάχιστα ως καθόλου στον δημόσιο χώρο.
«Το πρόβλημα δεν είναι η ανυπαρξία νόμων αλλά η εφαρμογή τους», είχε παραδεχτεί ανοικτά στη βουλή ο υπουργός. Εκείνο δε που σίγουρα παραμένει προβληματικό, παρά τις τόσες προσπάθειες, ακόμα και «φοβέρες», είναι το «in yer face» αρειμάνιο κάπνισμα σε κλειστούς δημόσιους χώρους.
Από τα καφέ και τους χώρους εστίασης –ισχνή μειοψηφία τα διαθέτοντα διακριτούς χώρους καπνιζόντων–, τα μπαρ, τα κλαμπ –πόσες λαϊκές πίστες, ελληνάδικα, ροκάδικα ή ρεϊβάδικα «ατσίγαρα» ή με ειδική smoking area ξέρεις;–, τα λογής πολιτιστικά, πολιτικά και κοινωνικά events και συνευρέσεις μέχρι τα κλειστά γήπεδα και τα φοιτητικά αμφιθέατρα. Μέσα σε ιδιωτικά και δημόσια οχήματα, παρουσία παιδιών ή «άκαπνων» τρίτων, ακόμα και μέσα στα σχολεία – δεν εννοώ κάποιους μαθητές που πάντα κάπνιζαν «στη ζούλα», έχοντας το ηλικιακό ακαταλόγιστο, αλλά εκπαιδευτικούς, στο προαύλιο αλλά και στα γραφεία τους.
Ειδικά δε σε τουριστικούς προορισμούς, γειτονιές με έντονη νυχτερινή ζωή και χώρους μαζικής διασκέδασης, το πράγμα είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτο κι αν είναι χειμώνας, πελάτες κι εργαζόμενοι επαφιόμαστε στο έλεος του κλιματιστικού. Τι όμως να πεις όταν το κυλικείο και το εντευκτήριο της ίδιας της βουλής είναι κανονικά «φουγάρα»;
Ασυδοτούν οπότε ελεύθερα οι «παρτάκηδες» καπνιστές – γιατί υπάρχουν κι αρκετοί ευσυνείδητοι που συμφωνούν με τους περιορισμούς και νοιάζονται για τους γύρω τους. Αδιάφοροι για τις προβλεπόμενες κυρώσεις –που θα είναι «λαχείο» αν τους επιβληθούν–, καταπατούν τον χώρο και τα δικαιώματα των μη καπνιστών, άσχετα αν είναι οικεία τους πρόσωπα, τους εκθέτουν κιόλας καταναγκαστικά σε νοσηρούς παράγοντες.
Όχι, αυτό δεν σχετίζεται με τη λεγόμενη αντικαπνιστική υστερία, η οποία στην υπερβολή της καταλήγει ανορθολογισμός, αν όχι υποκρισία. Είναι ζήτημα δημόσιας υγείας, ζήτημα σεβασμού στο πλαίσιο της συνύπαρξης, ζήτημα δηλαδή ηθικό, κοινωνικό και πολιτιστικό.
Μια αιτία αυτής της αποτυχίας είναι ίσως ότι η αυστηροποίηση της αντικαπνιστικής νομοθεσίας εδώ συνέπεσε με την κρίση. Αντιμετωπίστηκε οπότε από πολλούς σαν ένα επιπλέον απεχθές εισπρακτικού τύπου μνημονιακό μέτρο, επιβαλλόμενο από μια Πολιτεία επίσης αναξιόπιστη, σαν απόπειρα άλωσης ενός ύστατου προσωπικού «καταφυγίου»: «Ε όχι, δεν θα μας κόψετε και το τσιγάρο!».
Μέχρι πολιτικά κείμενα/αφίσες με αντικομφορμιστικό πρόσημο κυκλοφόρησαν κατά των «εισπρακτόρων του υγειινισμού». «Αντίσταση και ανυπακοή» κήρυξαν φανατικοί καπνιστές όλου του πολιτικού φάσματος. Δημοφιλείς καλλιτέχνες όπως οι Σταμάτης Κραουνάκης και Θάνος Μικρούτσικος είχαν παλιότερα ταχθεί ανοικτά κατά των απαγορεύσεων.
Μαζί φυσικά και πολλοί επαγγελματίες οι οποίοι φοβούνται λουκέτο εάν εφαρμόσουν πιστά τον αντικαπνιστικό, ζητάνε μάλιστα φορολογικές ελαφρύνσεις για να συμμορφωθούν. Χαρακτηριστικά, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων είχε κυκλοφορήσει πόστερ με τίτλο «Η επιλογή είναι δικαίωμα» και υπότιτλο «Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία / Οι καθολικές απαγορεύσεις βλάπτουν σοβαρά τη δημοκρατία». Να ξαναδούμε τις απαγορεύσεις, σύμφωνοι, μην καταλήξουμε όμως και σε δημοκρατία... καπνιστή.
Τέτοιες αντιδράσεις συν η στάση πολλών επαγγελματιών που προτιμούν να πληρώσουν ένα έστω τσουχτερό πρόστιμο παρά να κλείσουν λόγω έλλειψης πελατείας –μακροπρόθεσμα θα βγαίνανε μάλλον κερδισμένοι, αλλά ποιος ρισκάρει!–, ίσως και τα διόλου αμελητέα φορολογικά έσοδα από τον καπνό σε εποχές ένδειας αποθάρρυναν τη γενίκευση των έτσι κι αλλιώς ελλειμματικών ελέγχων.
Υπόψη επίσης ότι έχουμε αξιόλογη παραγωγή καπνών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μόνο που τα όποια κέρδη υπερφαλαγγίζονται από την επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων εξαιτίας του καπνίσματος (το κόστος των σχετιζόμενων με αυτό νοσηλειών εκτιμάται σε 550 εκ. Ευρώ το χρόνο) και την υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής καπνιστών και μη.
Οι ίδιοι οι υπάρχοντες μηχανισμοί ελέγχου και κυρώσεων είναι διασπασμένοι κι αλληλοεπικαλυπτόμενοι: εμπλέκονται από το υπουργείο Υγείας και το ΚΕΕΛΠΝΟ μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση, την αστυνομία και το λιμενικό. Είναι επίσης υποστελεχωμένοι, αφενός γιατί οι προσλήψεις στο δημόσιο είναι «τζιζ» (όχι ακριβώς παντού, αλλά ας είναι), αφετέρου επειδή δεν θεωρείται τελικά τόσο «νευραλγικός» τομέας, παρά τις εξαγγελίες.
Γενικά, οι έλεγχοι που συνήθως γίνονται κατόπιν καταγγελιών είναι, αναλογικά, «σταγόνα στον ωκεανό»: λίγες εκατοντάδες τον χρόνο, πανελλαδικά, στην καλύτερη. Επόμενο είναι οπότε, παρά την αριθμητική μείωση των καπνιστών, η ασυδοσία να παραμένει κανόνας, συνεπικουρούμενη από την πολιτική ατολμία και μια εριστική απολογητική που τη θεωρεί καταξίωση, μαγκιά κι αμφισβήτηση.
Δεν είναι όμως παρά αγενής, εγωπαθής, σίγουρα ανθυγιεινή και οπωσδήποτε καταπιεστική κι ανελεύθερη: Not in my face, please. Και δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει ο «μπαμπούλας» της αστυνόμευσης για να γίνει κάτι τέτοιο αντιληπτό.