Ταλαιπωρημένος εδώ και μια δεκαετία από καρκίνο, ο Βαλ Κίλμερ πέθανε χτες από πνευμονία που επιδείνωσε την ήδη βεβαρυμένη υγεία του, αφήνοντας πίσω του μια φιλμογραφία αριθμητικά μεγάλη, ποιοτικά αμφιλεγόμενη, με στιγμές που εντυπώθηκαν στην κινηματογραφική και την ποπ κουλτούρα, αλλά και φορτισμένη με το βαρύ «γαμώτο» μιας ακόμα μεγαλύτερης καριέρας που δεν συνέβη ποτέ λόγω συγκυριών αλλά και προσωπικών επιλογών.
Ο Κίλμερ ξεκίνησε ως Νικ Ρίβερς στο Top Secret (1984), ίσως την κορυφαία στιγμή της ομάδας ΖΑΖ, εκεί όπου η γνώριμη ομοβροντία ταυτόχρονων (οπτικών και λεκτικών) γκαγκ μέσα στο κάδρο γνώρισε την αποθέωσή της – το παρακολουθείς και αναρωτιέσαι γιατί το σύγχρονο ανάλογό του Deadpool δείχνει, συγκριτικά, τόσο προχειροφτιαγμένο. Στην ταινία ο Κίλμερ υποδύεται έναν ροκ σταρ τύπου Έλβις που επιστρατεύεται ως κατάσκοπος για να κατατροπώσει τους ναζί. Αν και ακόμα άγουρος υποκριτικά, παίρνει άριστα στην deadpan εκφορά του λόγου που απαιτεί το χιούμορ της ΖΑΖ, στη χορευτική κινησιολογία και, κυρίως, στο άστρο, στον μαγνητισμό που διέπει (ακόμα και) έναν εκκολαπτόμενο σταρ.
Αυτό το άστρο τον έφερε πλάι στον Τομ Κρουζ και στο Τop Gun (1986), ως ανταγωνιστή και, στην πορεία της ταινίας, ως συναγωνιστή, σε μια άτυπη μονομαχία για το ποιος θα αποτελούσε τον σταρ των επόμενων ετών. Η διαφορά μεταξύ τους ήταν ότι ο πρώτος είχε το ένστικτο της επιλογής, το χάρισμα της συνεργασίας, την εργασιακή ηθική και (ναι) το επιχειρηματικό δαιμόνιο, ενώ ο δεύτερος στάθηκε κάπως πιο άτυχος στις επιλογές του και, κατά ομολογία γενική αλλά και προσωπική, υπήρξε τρομερά δύστροπος σε συνεργασίες του – σε συνέντευξή του στον συνάδελφο Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο ο Τζόελ Σουμάχερ είχε εξομολογηθεί ότι τον είχε γραπώσει από τον λαιμό για να συμμορφωθεί και να αρχίσει να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος.
Στα γυρίσματα του ατυχέστατου ριμέικ του Island of Dr. Moreau (1996) ανάγκασε ολόκληρο Μπράντο να τον πιάσει και να του πει «αγόρι μου, μην μπερδεύεις το μέγεθος του μισθού σου με την αξία σου».
Θα ακολουθούσε το Willow (1988) του Ρον Χάουαρντ πλάι στον Γουόργουικ Ντέιβις, από αυτές τις γλυκύτατες απόπειρες επικής φαντασίας των '80s που κινήθηκαν συμπαθητικά, αλλά δεν προκάλεσαν ακριβώς χαλασμό κατά την έξοδό τους στις αίθουσες, για να αποκτήσουν εκατομμύρια πιστούς ακολούθους στη συνέχεια. Eκεί θα γνώριζε την πρώτη σύζυγό του, την Τζόαν Γουόλεϊ, μετέπειτα πρωταγωνίστρια του τρομακτικά υποτιμημένου Scandal (1989) –αναζητήστε το αυτό–, με την οποία θα έμεναν παντρεμένοι μέχρι το 1995.
Ο μεγάλος πρωταγωνιστικός ρόλος θα έρθει το 1991, όταν ο Όλιβερ Στόουν θα τον χρειαστεί για τους Doors του. Δεν ήταν μόνο η φυσιογνωμική ομοιότητα· ο Στόουν είδε τον άνθρωπό του στην κινησιολογία και την ενέργεια του προαναφερθέντος Top Secret παρά τον εντελώς διαφορετικό τόνο της ταινίας, διέγνωσε τις μαγνητικές ικανότητες του ηθοποιού και το αποτέλεσμα ήταν μια ηλεκτρισμένη, εκστατική, υπερσεξουαλική ερμηνεία σε μια ταινία για κάποιους λαβωμένη από την παροξυσμική αισθητική του σκηνοθέτη, για άλλους ευλογημένη από αυτή.
The Doors (1991)
Θα ακολουθήσουν δύο ακόμα μεγάλες ερμηνείες στα επόμενα χρόνια. Η μία έρχεται στο Tombstone (1993) του Τζορτζ Π.Κοσμάτος, ένα από τα πολλά γουέστερν που προέκυψαν κατά τη βραχύβια αναβίωση του είδους μετά την επιτυχία των Dances with wolves και Unforgiven και ίσως το πιο παραδοσιακό όλων τους. Εκεί ο Κίλμερ θα υποδυθεί τον αψύ μα ασθενικό Doc Χόλιγουντ με προσήλωση και ζήλο αλά Μοντγκόμερι Κλιφτ, κλέβοντας την παράσταση από τους συμπρωταγωνιστές του, κι ας ήταν υποστηρικτικός ο ρόλος. Η δεύτερη ερμηνεία είναι και πάλι σε δεύτερο ρόλο, αλλά σε ταινία που πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ιστορία και στις κινηματογραφικές αναμνήσεις μας. Στο Heat (1995) του Μάικλ Μαν είναι ο Κρις, εκείνος που ακούει τον κανόνα των «30 δευτερολέπτων» του Ντε Νίρο και απαντά με σιγουριά που έρχεται μόνο μια φορά σ’ αυτήν τη ζωή ότι γι’ αυτόν «ο ήλιος ανατέλλει και δύει μαζί της», εκείνος που κατά τον αποχαιρετισμό του στην αγαπημένη του θα συνοψίσει στο βλέμμα του την οδύνη αλλά και την ευθύνη της ζωής που επέλεξε.
Kι ενώ ο κόσμος θα μπορούσε να γίνει πια δικός του, ήρθαν τα εμπόδια. Όχι, δεν τα έφεραν τα άστρα και τα ζώδια, αλλά ο χαρακτήρας του. Πρωταγωνιστεί, λοιπόν, στο Batman Forever (1995) που αδίκως έχει τόσο κακή φήμη, μια χαρά αναπλάθει την camp αισθητική της σειράς των '60s στην (τότε) σύγχρονη εποχή, είναι και απολαυστικά queer, απλώς είχε την ατυχία να έρθει μετά την ενδεχομένως καλύτερη υπερηρωική ταινία που γυρίστηκε ποτέ, το Batman Returns (1992) του Τιμ Μπάρτον· εκεί συνέβη το περιστατικό με τον Τζόελ Σουμάχερ που γράψαμε παραπάνω. O ίδιος o σκηνοθέτης δήλωνε ότι δεν ήθελε να συνεργαστεί ποτέ ξανά με αυτόν τον άνθρωπο, μοιραία τον αντικατέστησε με τον Τζορτζ Κλούνεϊ στο Batman and Robin (1997), αλλά χρόνια μετά τον συγχώρεσε.

Ταυτόχρονα, στα γυρίσματα του ατυχέστατου ριμέικ του Island of Dr. Moreau (1996) ανάγκασε ολόκληρο Μπράντο να τον πιάσει και να του πει «αγόρι μου, μην μπερδεύεις το μέγεθος του μισθού σου με την αξία σου». Κάποιος καλοθελητής θα βρεθεί να ισχυριστεί ότι είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, καθώς και ο Μπράντο υπήρξε δύστροπος, ήταν όμως ο Μπράντο, άλλο το εκτόπισμα, άλλα τα υποκριτικά μεγέθη, άλλα κι αυτά που φέρνει σε μια ταινία, σε τελική ανάλυση. Το αναφέρουμε κυρίως για να επισημάνουμε πως, για να φτάσει να του κάνει παρατήρηση ο Μπράντο, με αυτό το ιστορικό συμπεριφοράς και προσέγγισης των κινηματογραφικών γυρισμάτων από ένα σημείο της καριέρα του κι έπειτα, φανταστείτε πόσο αφόρητος μπορεί να υπήρξε ο Κίλμερ.
Μαζί με την κακή συμπεριφορά, της οποίας η φήμη, προφανώς, κυκλοφόρησε παντού στο Χόλιγουντ, θα έρθει και η μεγάλη εισπρακτική αποτυχία μιας υπερπαραγωγής που στηρίχθηκε στους ώμους του. Αν μας ρωτάτε, ήταν εσφαλμένη η επιλογή του Φίλιπ Νόις και των παραγωγών του να επιλέξουν τον Κίλμερ για να ενσαρκώσει τον Σάιμον Τέμπλαρ στον κινηματογραφικό Άγιο (1997). Χρειαζόταν κάποιος με έμφυτη τη μαλαγανιά, με δεύτερη φύση το αβίαστο παιχνίδι με το κοινό, με ενδιάθετο φλέγμα σαν τον Ρότζερ Μουρ – και ο Κίλμερ όλα αυτά έπρεπε να πασχίσει για να τα υποδυθεί. Κάπου εκεί η δυνατότητα να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή πρώτης γραμμής φάνηκε να εξασθενεί, για να εξαϋλωθεί με τον εισπρακτικό καταποντισμό του ρομαντικού δράματος At first sight (1999) και της άνευρης επιστημονικής φαντασίας του Red Planet (2000).

Ο ηθοποιός, πάντως, συνέχισε να εργάζεται ασταμάτητα στον 21ο αιώνα, αλλά σπάνια σε μεγάλες παραγωγές. Οφείλουμε να κάνουμε μνεία στο έλασσον νεο-νουάρ The Salton Sea (2002), στο μελβιλικό Spartan (2004) του Ντέιβιντ Μάμετ –η μοναδική ταινία που έκοψε εισιτήρια στους θερινούς κινηματογράφους της Αθήνας την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων–, στο σπαρταριστό Kiss Kiss Bang Bang (2005) του Σέιν Μπλακ, που βοήθησε στην αναβίωση της καριέρας του Ρόμπερτ Ντάουνι Jr., αλλά όχι και του Κίλμερ, στο Bad Lieutenant: Port of Call - New Orleans (2029) του Χέρτζογκ, που στηρίζεται κυρίως στη φρενήρη ερμηνεία του Νίκολας Κέιτζ, και, βέβαια, στο Twixt (2011), ένα λαβωμένο, πειραματικό, κάποτε άστοχο, μα ειλικρινές κι επώδυνο προσωπικό φιλμ του Φράνσις Φορντ Κόπολα, που είδαν ελάχιστοι. Σε αυτό το στάδιο της καριέρας του ο Κίλμερ φαίνεται να μαλακώνει, είναι πια τόσο ακομπλεξάριστος που θα δεχτεί να «υποδυθεί» το πτώμα για μερικά δευτερόλεπτα στο παλαβό πλην ασυνάρτητο και αφόρητο πολωνικό(!) γουέστερν Summer Love (2006) – τυχεροί μέσα στην ατυχία τους όσοι το πρόλαβαν στις Νύχτες Πρεμιέρας εκείνης της χρονιάς, το φιλμ είναι δυσεύρετο σήμερα.
Το 2017 θα κυκλοφορούσε στις αίθουσες το Snowman (2017) του Τόμας Άλφρεντσον, μια ταινία που κατέστρεψαν οι παραγωγοί της, καθώς πάτησαν το στοπ πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Όσοι έχουμε «σπουδάσει» το Tinker Tailor Soldier Spy (2011) ξέρουμε ότι για να λειτουργήσει ο ιδιαίτερος τρόπος αφήγησης του δημιουργού δεν μπορεί να λείψει ούτε μισό πλάνο, όχι το 10% των προγραμματισμένων σκηνών της ταινίας. Εκεί παρατηρήσαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις σκηνές του Βαλ Κίλμερ. Έμεναν ημιτελείς, η φωνή του όταν μιλούσε ακουγόταν παράξενη, σαν ντουμπλαρισμένη – και τελικά δεν ήταν. Γράφτηκαν απίστευτες κακεντρέχειες από μερίδα της κριτικής και του Τύπου για τον ηθοποιό και την εμφάνισή του στην ταινία, οι οποίες αποσύρθηκαν όταν μαθεύτηκε ο λόγος. Ο Βαλ Κίλμερ είχε προσβληθεί από καρκίνο του φάρυγγα λίγα χρόνια νωρίτερα, γεγονός που οδήγησε σε εντατικές θεραπείες, τραχειοτομία και πλήρη αλλοίωση της φωνής του.

Στο εξομολογητικό ντοκιμαντέρ Val (2021), μέσα από αρχειακό ύλικο και με τη βοήθεια του γιου του, που υποκαθιστά τη φωνή του, ο Βαλ Κίλμερ αφηγείται την ιστορία του, παραδέχεται και μερικά σφάλματά του, δείχνει μετανιωμένος και ευγενικός και φανερώνει μια πολυσχιδή καλλιτεχνική φύση. Στο Top Gun: Maverick (2022) θα εμφανιστεί για μια τελευταία φορά στην οθόνη, συγκινώντας τους φίλους της πρώτης ταινίας αλλά και του σινεμά γενικότερα, καθώς υπήρξε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος του όσο ζούσε. Βλέπεις, ήταν παρών, από το μετερίζι της υποκριτικής, σε εικόνες που πολλοί από εμάς θα κουβαλάμε ως την άλλη μας ζωή. Θα μπορούσαν να είναι περισσότερες; Ασφαλώς και αν ο Άγιος ή το Red Planet είχαν πετύχει εισπρακτικά, καθόλου δεν θα πείραζε ο δύστροπος χαρακτήρας του – σπουδαίοι ηθοποιοί του παρελθόντος (και του παρόντος) έχουν αλλάξει τα φώτα στους συνεργάτες τους, δίχως αυτό να σταθεί εμπόδιο στην καριέρα τους. Σημασία, όμως, έχει πως ήταν εκεί. Και θα εξακολουθεί να είναι, καθώς το σινεμά είναι από τις ελάχιστες νίκες που καταφέραμε απέναντι στον Χρόνο, στον Θάνατο και στην παρεπόμενη Λήθη.
Ελαφρύ το χώμα, και ευχαριστούμε για τις ταινίες.