Μια ολόκληρη ζωή προσπαθούμε να γίνουμε κάτι. Να γίνουμε αγαπητοί, να αποκτήσουμε μια κάποια σταθερότητα, να βγάλουμε λεφτά, να πετύχουμε σε μικρούς ή μεγάλους κύκλους, να εντυπωσιάσουμε.
Προσπαθούμε να κρύψουμε όπως η γάτα όσα μας απώθησαν ή μας πλήγωσαν, κυρίως τους φόβους μας, κυρίως το πρόβλημα που ενδεχομένως γεννήθηκε όταν ακόμα ήμαστε αδύναμοι μέσα στον παντοδύναμο κλοιό της οικογένειας.
Και, συχνά, τα καταφέρνουμε. Διασχίζουμε τα χρόνια καβάλα στο άλογο, μας αποκαλούν «Κύριε», μας καλούν στα πάρτι τους οι θεωρούμενοι δυνατοί, θολώνουμε με επιτυχία τα νερά, διακρίνουν πάνω μας το ίχνος ενός γένους ευγενούς, μια καταγωγή περίλαμπρη. (Νομίζουμε ότι) το Παρίσι μας ανήκει.
Αλλά ήσυχα, ακοίμητα, αταλάντευτα, μέσα μας μουσκεύει η επαρχία της Ανγκουλέμης.
Βρήκα χθες, τυχαία, αυτήν τη φωτογραφία της γιαγιάς μου και με διαστημικό σχεδόν τρόπο όσα έχω ζήσει κι έχω κάνει σε αυτή την πόλη εξαερώθηκαν. Πάντα θα είμαι το εγγόνι της κυρίας Πόπης, που στέκεται στην πόρτα της άδειας ταβέρνας, μόνη πια, λίγα χρόνια πριν πεθάνει.
Τη λάτρευα γιατί ήταν αφελής, καλόκαρδη και γενναιόδωρη (κανονικό συσσίτιο μοίραζε κάθε μεσημέρι στη γειτονιά και σε αντάλλαγμα της φέρνανε οι φτωχοί άγρια τριαντάφυλλα από τους φράχτες του κήπου τους) -- αλλά αυτό δεν είναι το θέμα. Το θέμα είναι ότι μόνο κάτω από το δικό της βλέμμα (και των γονιών μου και των γειτόνων και των συμμαθητών) είμαι ο πραγματικός μου εαυτός – κι όχι μια εξεζητημένη κατασκευή της πόλης.
Δεν είναι νοσταλγία – καθόλου. Σπάνια ανακαλώ παλιά πράγματα και σπάνια τη σκέφτομαι. Απολαμβάνω το χάος, την τρέλα και την επιλήσμονα δράση της πόλεως. Αλλά εκδικητικά, ορισμένα όνειρα, ή κάποια φωτογραφία καληώρα, μου τραβάνε το αυτί: «Αυτός είσαι! Από εδώ κατάγεσαι κι εδώ θα επιστρέψεις. Όσες πλάνες κι αν σε φτιάξουν, όσα ρολάκια κι αν παίξεις, είσαι αυτός που δεν πρόλαβε να πει στον πατέρα του το μόνο πράγμα που έπρεπε να του πει. Αυτός που πήγαινε τοίχο τοίχο στα «Γύφτικα».
Παραδίδομαι. Και συνάπτω ειρήνη.
σχόλια