Τώρα που το θέμα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού είναι πια στην καθημερινή διάταξη, η πράξη μιας υποψηφίου με τον συνδυασμό του Γερουλάνου να κυκλοφορήσει στην Αθήνα με μαντήλα είναι ενδιαφέρουσα, αλλά αναμενόμενη. Όταν το αποτολμήσαμε πρώτη φορά το 2006 στην έντυπη LIFO (το LIFO.gr δεν υπήρχε ακόμη), πριν το προσφυγικό κύμα δημιουργήσει την μεγάλη ανθρωπιστική κρίση που ταλανίζει ακόμα την Ελλάδα εν κρυπτώ, ήταν μια παραδοξότητα. Η Δέσποινα Τριβόλη φόρεσε μπούρκα και περπάτησε στο Κολωνάκι ένα απόγευμα Σαββάτου. Οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν ποικίλες και τα πρώτα σαφή δείγματα ρατσισμού και ξενοφοβίας απειλητικά. Αξίζει να το αναδημοσιεύσουμε.
Η ιδέα τού να φορέσω μια μπούρκα (το μαύρο ένδυμα με το οποίο μια γυναίκα μουσουλμανικού θρησκεύματος καλύπτεται απ’ την κορυφή ώς τα νύχια – με μια μικρή σχισμή μόνο για τα μάτια) μού ήρθε στο μυαλό καθώς παρατηρούσα γυναίκες με μπούρκα να περπατούν στους δρόμους του Λονδίνου. Λίγο μετά τις βομβιστικές επιθέσεις, το καλοκαίρι του 2005, οι γυναίκες αυτές λιγόστεψαν – δεν τις έβλεπα πια στο δρόμο και, κυρίως, δεν τις έβλεπα πια στο μετρό.
Την ίδια περίπου εποχή άρχισε και η ποινικοποίηση της μπούρκας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Στην Ιταλία και σε ορισμένες πόλεις του Βελγίου απαγορεύτηκε τελείως. Στην Ολλανδία πέρυσι παραλίγο να θεσπιστεί νόμος που θα καθιστούσε την περιβολή με μπούρκα ποινικό αδίκημα. Ακόμα και η μαντίλα μπήκε στο στόχαστρο. Στη Γαλλία πέρασε η νομοθεσία που απαγορεύει σε οποιουδήποτε θρησκεύματος μαθητή να φοράει θρησκευτικά σύμβολα στο σχολείο – μια απαγόρευση που απευθυνόταν κυρίως στις μουσουλμάνες μαθήτριες που φορούσαν μαντίλες. Στην Αθήνα, μια πόλη με μια συνεχώς αυξανόμενη μουσουλμανική μειονότητα των 200.000 ανθρώπων και το πρώτο τζαμί στα σκαριά, ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις του κόσμου απέναντι σε μια γυναίκα με μπούρκα;
Όταν ήρθε η ώρα να φορέσω την μπούρκα –το πρωί του περασμένου Σαββάτου–και να βγω στην οδό Τσακάλωφ, φοβήθηκα πολύ περισσότερο απ’ όσο είχα φανταστεί. Στη γωνία Τσακάλωφ και Ηρακλείτου ένα αυτοκίνητο φρενάρισε για να περάσω – ο οδηγός με κοιτούσε εχθρικά να διασχίζω το δρόμο πίσω από τα γυαλιά ηλίου του. Η είσοδός μου σε οποιοδήποτε μαγαζί συνοδευόταν από γουρλωμένα μάτια – στη Zara οι πελάτισσες απλά σταματούσαν να κοιτάζουν φούστες και φορέματα μόνο για να με κοιτάξουν για ένα δευτερόλεπτο, και μετά να προσποιηθούν πως δεν με είδαν.
Μια ηλικιωμένη κυρία μπροστά από μια προθήκη με κρεμάστρες σάστισε τόσο πολύ όταν με είδε, που άφησε να της πέσει το μπλουζάκι που κρατούσε στο πάτωμα. Στον πεζόδρομο έξω από το Έβερεστ δυο τσιγγανάκια με πήραν από πίσω με μια σχεδόν νοσηρή περιέργεια, και μου τραβούσαν τη φούστα με μανία: «Κυρία, να σας ρωτήσω κάτι; Γιατί είστε ντυμένη έτσι; Σας παρακαλώ, κυρία, πείτε μου». Δεν ήξερα τι να απαντήσω – τους γύρισα την πλάτη για να χαζέψω μια βιτρίνα, όταν άρχισαν να τραβάνε τους περαστικούς κλαίγοντας με λυγμούς: «Γιατί είναι ντυμένη έτσι αυτή η κυρία ; Γιατί;» Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως μέσα στη μπούρκα δεν μπορούσα σχεδόν να αναπνεύσω, πως δεν υπήρχε σχισμή στη θέση του στόματος.
Άρχισα να περπατάω προς την Πλατεία Κολωνακίου. Ένιωθα τα βλέμματα των θαμώνων διαπεραστικά και έντονα πάνω μου, σαν να ήμουν κάποιο εξωτικό πουλί, ένα ζώο του τσίρκου. Κάποιος ψιθύρισε «Είναι σαν φάντασμα!» Ασυναίσθητα, άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα, και με την άκρη του ματιών μου έβλεπα τις κυρίες που έπιναν καφέ στη «Λυκόβρυση» να στρίβουν τα κεφάλια τους μια μια στη σειρά, σαν ντόμινο, κοιτώντας με μ’ ένα μείγμα οίκτου και απορίας.
Είχα ιδρώσει – αναρωτιόμουν πώς άντεχαν οι γυναίκες στο Αφγανιστάν (πολλές γυναίκες φορούν ακόμα τη μπούρκα στο Αφγανιστάν, από φόβο) ή σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής να περπατούν μες στη ζέστη. Σκέφτηκα να πιω νερό αλλά ήταν αδύνατο να το κάνω σε δημόσιο χώρο, μιας και θα έπρεπε να τρυπώσω το μπουκάλι του νερού κάτω από το χιτζάμπ. Η μπούρκα μου λυνόταν και έπεφτε και, όσο προσπαθούσα να τη δέσω, τόσο μού γλίστραγε – κρύβοντας σχεδόν το ένα μου μάτι…
Κατηφορίζοντας την Ηρακλείτου, άκουσα μια αντρική φωνή όλο περιφρόνηση ακριβώς από πίσω μου. «Γύρνα πίσω στο Αφγανιστάν, μωρή.» Φοβήθηκα πως θα μ’ έδερνε. Πέρασα το φανάρι για τη Σόλωνος κακήν κακώς, ενώ δυο ηλικιωμένοι με κοιτούσαν μουρμουρίζοντας «και μη χειρότερα». Κατά έναν περίεργο τρόπο ήμουν πιο ορατή από ποτέ, και πιο αόρατη από ποτέ – όλοι με κοιτούσαν αλλά δεν κοιτούσαν εμένα, κοιτούσαν μια γυναίκα που φορούσε μια μπούρκα.
Δεν ήταν, νομίζω, μόνο το ξένο ή το άγνωστο που τους σόκαρε. Στα μάτια των πολλών η μπούρκα είναι σύμβολο της χειρότερης μορφής καταπίεσης – ένα Ισλάμ που καταπατά τα δικαιώματα και πνίγει τη φωνή των γυναικών, καταδικάζοντάς τες στην ανυπαρξία, κρύβοντάς τες πίσω από ένα κατάμαυρο βέλο. Ίσως να παίζει κάποιο ρόλο το γεγονός πως στην Ελλάδα το Ισλάμ είναι συνώνυμο με την Τουρκία (παρά το ότι η Τουρκία, ως κοσμικό κράτος, απαγορεύει την μπούρκα –αλλά και τη μαντίλα– σε δημόσιους χώρους, σχολεία, και πανεπιστήμια).
Οι μουσουλμάνοι κατηγορούν τη Δύση για ισλαμοφοβία και αποδίδουν την ποινικοποίηση της μπούρκας σε πολιτιστικό επεκτατισμό. Στην πραγματικότητα, η ποινικοποίηση της μπούρκας ίσως να οφείλεται στην καλά ριζωμένη ευρωπαϊκή αντίληψη πως οι μουσουλμανικές μειονότητες δεν έχουν ενσωματωθεί στην τοπική κουλτούρα αλλά έχουν χτίσει μια σχεδόν ξένη, παράλληλη ζωή, που δεν συναντά πουθενά τη ζωή της υπόλοιπης κοινωνίας.
Η αλήθεια είναι πως, ανεξάρτητα από το αν είμαστε ρατσιστές ή όχι, είμαστε σίγουρα υποκριτές όσον αφορά την μπούρκα. Η σκληρή δικτατορία των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, που παραβίαζε κατάφωρα τα γυναικεία δικαιώματα, υπήρχε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Παρ’ όλα αυτά, οι ιστορίες τρόμου για την καταπίεση της μπούρκας, για γυναίκες στερημένες φωνής και οποιασδήποτε ελευθερίας άρχισαν να κατακλύζουν τα media γύρω στο 2001, λίγο πριν καταλάβουν οι Αμερικανοί το Αφγανιστάν. Το επιχείρημα που πλέον χρησιμοποιούν πολλές μουσουλμάνες της Δύσης υπέρ της μπούρκας είναι πως είναι απελευθερωτική.
Σε άρθρο της, η Αμερικανίδα Sehmina Jaffer Chopra γράφει για την «απελευθέρωση του πέπλου»: οι γυναίκες, υποστηρίζει, είναι ελεύθερες από τον πόθο των αντρών, μακριά από σεξουαλικά βλέμματα που θα τις μετέτρεπαν σε φτηνά αντικείμενα του πόθου. «Στον δυτικό κόσμο το hijab συμβολίζει την επιβεβλημένη σιωπή ή την ακραία μισαλλοδοξια. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι απλώς η επιλογή μιας γυναίκας να μην παίζει η εξωτερική της εμφάνιση κανέναν απολύτως ρόλο στην επικοινωνία της με τον έξω κόσμο.»
Αν και ως επιχείρημα μοιάζει σαθρό, σε πολλές μουσουλμανικές κοινωνίες μια γυναίκα χωρίς μαντίλα τουλάχιστον (όχι απαραίτητα μπούρκα) θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Αλλά σε μια οποιαδήποτε δυτική κοινωνία η μπούρκα κάθε άλλο παρά απελευθέρωση από τα βλέμματα των άλλων είναι. Ίσα ίσα, παίζει έναν τελείως απαγορευτικό ρόλο όσον αφορά στην επικοινωνία μιας γυναίκας με τον περίγυρο.
Στην Αθήνα με τον μικρό, αλλά συνεχώς αυξανόμενο μουσουλμανικό πληθυσμό, μία βόλτα μιας ώρας με μπούρκα ήταν αρκετή για να με κάνει να αισθανθώ όχι απλώς δακτυλοδεικτούμενη, αλλά σχεδόν σαν πλάσμα από άλλο πλανήτη. Στην Αναγνωστοπούλου προσπάθησα να μπω σ’ ένα μαγαζί με παπούτσια. Δεν είχα προλάβει να κοιτάξω τη βιτρίνα όταν βγήκε η πωλήτρια έξω για να κοιτάξει εμένα. Αισθάνθηκα λες και η βιτρίνα είχε μπει ανάμεσα μας, και πίσω από τη βιτρίνα δεν ήταν τα παπούτσια αλλά εγώ. Προσπάθησα να της μίλησω, να της εξηγήσω πως ήθελα να αγοράσω παπούτσια, αλλά ήταν μάταιο. Επέμεινε να με κοιτάει σχεδόν κοκαλωμένη από το σοκ. Δεν είμαι σίγουρη αν από το σοκ δεν μπορούσε να με ακούσει ή –ακόμα χειρότερα– αν δεν μπορούσε να πιστέψει πως μια γυναίκα με μπούρκα μιλούσε .
Όπως τα λέει το Κοράνι:
Και πείτε στις γυναίκες της Πίστης πως θα έπρεπε να χαμηλώνουν τα μάτια και να φυλούν τη σεμνότητα τους, πως δεν θα πρέπει να επιδεικνύουν την ομορφιά τους και τα στολίδια τους εκτός από αυτά που κανονικά θα φαίνονταν, πως πρέπει να τραβούν το khumur πάνω από τα στήθη τους και να μην επιδεικνύουν την ομορφιά τους σε κανέναν εκτός από τους άντρες τους , τους πατεράδες τους, τους πεθερούς τους, τους γιούς τους […] και πως δεν θα πρέπει να χτυπούν τα πόδια τους για να τραβήξουν την προσοχή στα κρυφά τους στολίδια. (Κοράνι) Πάνω σε αυτό και σε άλλα δυο παρόμοια αποσπάσματα βασίζεται το Ισλάμ για να επιβάλει τo λεγόμενο “hijab”, τον σεμνό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς που πρέπει να διέπει τον κόσμο των μουσουλμανίδων (σε διαφορετικά συμφραζόμενα, hijab είναι επίσης και η μαντίλα) Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές γυναίκες με μαντίλα,αλλά όχι –ακόμα, τουλάχιστον– γυναίκες με μπούρκα.
________________
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
σχόλια