ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ η κυβέρνηση τα δίνει όλα για να διατηρήσει την πολιτική κυριαρχία της και να σταματήσει τη φθορά, εξακολουθεί να συμβαίνει το παράδοξο να μην υπάρχει ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση που να την απειλεί πραγματικά. Η αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να ανταποκριθούν στις ανάγκες του συγκεκριμένου ρόλου είναι και η αιτία που κανένα κόμμα από τις τελευταίες εκλογές και μετά δεν μπορεί να στεριώσει στη δεύτερη θέση.
Οι εκλογές του 2023 ανέδειξαν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα με το αδύναμο ποσοστό του 17,8% (και 47 έδρες) από το 31,5% που είχε πάρει στις προηγούμενες εκλογές του 2019. Αναμφίβολα ο ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές αποδοκιμάστηκε και για την αντιπολιτευτική του στάση, γι’ αυτό και απώλεσε τόσες μονάδες, κάτι πρωτοφανές για κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι ψηφοφόροι του έκριναν προφανώς ότι ούτε ως αντιπολίτευση τα πήγε καλά, εξού και η εκλογική συντριβή. Η παραίτηση Τσίπρα, το φιάσκο της διαδοχής, οι αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις που ακολούθησαν και οι διασπάσεις μαζί με τις ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών τού στέρησαν και τυπικά τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δημοσκοπικά ο ΣΥΡΙΖΑ, πλέον, δύο χρόνια μετά τις εθνικές εκλογές βρίσκεται στην 6η θέση από τη 2η και το ποσοστό του στην πρόθεση ψήφου καταγράφεται γύρω στο 5% (MRB).
Ο καιρός θα δείξει αν πρόκειται για προσωρινό φαινόμενο ή όχι, αλλά η εκτίναξη της Πλεύσης Ελευθερίας στη δεύτερη θέση κατέδειξε ότι ένας σημαντικός αριθμός πολιτών προέταξε την «τιμωρία» του πολιτικού συστήματος έναντι της πρότασης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Η απώλεια των εδρών του ΣΥΡΙΖΑ έφερε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στις τελευταίες εκλογές ήταν τρίτο κόμμα και είχε λάβει 11,8% και 32 έδρες. Στις δημοσκοπήσεις του περασμένου Οκτωβρίου το ΠΑΣΟΚ έδειχνε να ανεβαίνει και να εδραιώνεται δημοσκοπικά στη δεύτερη θέση. Σύμφωνα με την έρευνα της MRB, είχε μόλις 7,6 μονάδες διαφορά από τη ΝΔ στην πρόθεση ψήφου. Η δημοσκόπηση έδινε στη ΝΔ 21,7%, στο ΠΑΣΟΚ 14,1% και στον ΣΥΡΙΖΑ 7,5%. Το ΠΑΣΟΚ κατέγραφε τότε ανοδική πορεία και ο Νίκος Ανδρουλάκης ερχόταν δεύτερος και στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός.
Αυτή ήταν η εικόνα πριν από την αναζωπύρωση της υπόθεσης των Τεμπών και τις μαζικές διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου, καθώς μετά άλλαξαν πάλι όλα. Στις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν έκτοτε καταγράφεται πλέον στη δεύτερη θέση το κόμμα της Πλεύσης Ελευθερίας, της Ζωής Κωνσταντοπούλου, και το ΠΑΣΟΚ έχει περάσει στην τρίτη θέση.
Ήταν μόνο τα Τέμπη που προκάλεσαν αυτή την αλλαγή; Όχι, διότι η υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ είχε ξεκινήσει νωρίτερα, καθώς από δικές του αδυναμίες είχε θολώσει το στίγμα με το οποίο βγήκε αναπτερωμένο από τις τελευταίες εσωκομματικές εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να διατηρήσει τη δυναμική που απέκτησε τότε και να αξιοποιήσει τις πολύ ευνοϊκές συνθήκες που υπήρχαν. Αντιθέτως, η Ζωή Κωνσταντοπούλου αξιοποίησε στο έπακρο τη συγκυρία των Τεμπών και ταυτίστηκε με τα αιτήματα του κινήματος που ζητούσε δικαιοσύνη.
Η συνεργασία του κόμματός της με το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ για την πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης μπορεί να μην έφερε άλλα αποτελέσματα, αλλά του προσέφερε μια αναγνώριση από εκείνους που μέχρι τότε το είχαν στο περιθώριο και το αντιμετώπιζαν περίπου ως γραφικό. Τώρα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ προσκαλούσαν την Πλεύση Ελευθερίας είτε για τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου είτε για τη συμμετοχή της σε μια μελλοντική «προοδευτική κυβέρνησης συνεργασίας».

Την ίδια περίοδο φάνηκε να την αβαντάρει και η ΝΔ, επιλέγοντάς την ως αντίπαλο. Η τακτική αυτή είχε δύο σκοπιμότητες. Η μία ήταν για να πιεστεί το ΠΑΣΟΚ και η άλλη για να αναδειχθούν εντονότερα οι διαχωριστικές γραμμές και να συσπειρώσει το κυβερνών κόμμα το κοινό του, κάτι που είχε απόλυτη ανάγκη. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έμοιαζε ιδανικός αντίπαλος για την επίτευξη των συγκεκριμένων σκοπών. Όταν η άνοδος που κατέγραψε, όμως, ήταν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, επικράτησαν δεύτερες σκέψεις για την «ανεξέλεγκτη Ζωή».
Έτσι, τώρα, δύο χρόνια μετά τις εκλογές, είδαμε να αλλάζει για τρίτη φορά το κόμμα που βρίσκεται (δημοσκοπικά) στη δεύτερη θέση. Η Πλεύση Ελευθερίας, που μόλις και μετά βίας μπήκε στη Βουλή τον Ιούνιο του 2023 (στις πρώτες εκλογές του Μαΐου δεν τα είχε καταφέρει) με ποσοστό 3,1%, και ήταν το 7ο κόμμα, στην τελευταία θέση, σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις (ΜRΒ) κατέγραψε 13,5% στην πρόθεση ψήφου, περνώντας στη 2η θέση, με τη ΝΔ στο 20,4% και το ΠΑΣΟΚ με 9,4% να περνάει στην τρίτη θέση. Στη δε εκτίμηση ψήφου, με αναγωγή, η Πλεύση Ελευθερίας παίρνει 17,8%, η ΝΔ 26,9% και το ΠΑΣΟΚ 12,4%. Υπ’ όψιν ότι η αναγωγή δεν ευνοεί τα ποσοστά που αποδίδονται στην Πλεύση Ελευθερίας, όπως ευνοεί άλλα κόμματα που πέφτουν, καθώς το μοντέλο με το οποίο υπολογίζονται βασίζεται στον τρόπο με τον οποίο ψήφισαν οι ψηφοφόροι στις τελευταίες εκλογές.
Τα Τέμπη συνέβαλαν καθοριστικά στην κινητικότητα των ψηφοφόρων που καταγράφηκε, αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη αιτία για τη νέα αλλαγή της σειράς. Ήταν και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ και όλη η πολιτική συγκυρία, της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό είναι η ρευστότητα. Αυτή –η ρευστότητα– είναι η νέα πολιτική συνθήκη: με χαμηλές συσπειρώσεις των κομμάτων γενικά, αλλά κυρίως των κομμάτων εξουσίας, και έλλειψη εμπιστοσύνης από την κοινωνία στα υψηλότερα επίπεδα. Γεγονός που σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή ένα απρόβλεπτο γεγονός θα μπορούσε να αλλάξει και πάλι τα πάντα, καθώς το πολιτικό σύστημα δεν στηρίζεται σε στέρεες βάσεις.
Πέρα από τις αυξομειώσεις στα δημοσκοπικά ποσοστά, παρατηρούνται και άλλες αξιοσημείωτες αλλαγές. Όπως το πέρασμα από την αντιπολίτευση της «εναλλακτικής» στην αντιπολίτευση της «τιμωρίας». «Όταν κανείς δεν πείθει ότι μπορεί να είναι καλύτερος, υπάρχει κόσμος που σκέφτεται: τουλάχιστον να τους τιμωρήσω. Όταν υποχωρεί η ελπίδα, συχνά εμφανίζεται η απόγνωση», αναφέρει πολιτικός αναλυτής. Ο καιρός θα δείξει αν πρόκειται για προσωρινό φαινόμενο ή όχι, αλλά η εκτίναξη της Πλεύσης Ελευθερίας στη δεύτερη θέση κατέδειξε ότι ένας σημαντικός αριθμός πολιτών προέταξε την «τιμωρία» του πολιτικού συστήματος έναντι της πρότασης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου παραδέχθηκε ότι δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό και δεν διέθετε κυβερνητικό πρόγραμμα και στελέχη που θα μπορούσαν να στελεχώσουν μια κυβέρνηση. «Εμείς ζητήσαμε από τον κόσμο να μας στείλει στη Βουλή για να κάνουμε πραγματική αντιπολίτευση και αυτό κάναμε» είπε, συμπληρώνοντας πως αν ο κόσμος τώρα τη θέλει στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα προετοιμαστεί γι’ αυτό και, όπως δηλώνει, άρχισε ήδη την προετοιμασία.
Η ασταθής δεύτερη θέση
Από τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε κι άλλες έδρες μετά από νέες ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών που είχαν ταχθεί υπέρ του Στέφανου Κασσελάκη, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρέθηκε το ΠΑΣΟΚ, αφού σύμφωνα με τον κανονισμό της Βουλής, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος της αντιπολίτευσης με τους περισσότερους βουλευτές. Ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο, και ειδικά ο πρόεδρος του, Σωκράτης Φάμελλος, εργάζεται από καιρό για να επιστρέψουν στο κόμμα οι βουλευτές που έφυγαν για να δημιουργήσουν τη «Νέα Αριστερά», ώστε να επιστρέψει και ο ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δημοσκοπικά ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον, απέχει πολύ από τη δεύτερη θέση, η οποία μοιάζει άπιαστος στόχος για ένα κόμμα που εδώ και δέκα χρόνια έχει μόνο καθοδική πορεία και στην πρόθεση ψήφου βρίσκεται γύρω στο 5%. Αν όμως ένας ικανός αριθμός βουλευτών που έφυγαν, επιστρέψουν, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να ξαναβρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ετσι έχουμε το ασυνήθιστο φαινόμενο, άλλος να αναδείχθηκε ως αξιωματική αντιπολίτευση από τις εκλογές (ΣΥΡΙΖΑ), άλλος να προέκυψε στην πορεία (ΠΑΣΟΚ) και τώρα να μην είναι βέβαιο αν αυτός θα διατηρήσει τη θέση του ή θα αλλάξει πάλι. Αλλά στις δημοσκοπήσεις και τα δύο κόμματα τα έχει περάσει πλέον ένα τρίτο (Πλεύση Ελευθερίας) το οποίο έχει καταλάβει αυτό τη δεύτερη θέση.
Θα διατηρήσει η Ζωή Κωνσταντοπούλου τη δυναμική που απέκτησε; Θα επανέλθει δημοσκοπικά το ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση; Θα δούμε σύντομα να αλλάζει πάλι η σειρά των κομμάτων; Θα δημιουργηθούν νέα κόμματα (γιατί και αυτό συζητείται); Η απάντηση είναι πως στη νέα συνθήκη, αυτή της πολιτικής ρευστότητας, όλα μπορεί να συμβούν και τίποτα δεν αποκλείεται.