Τρίτη, μεσημεροαπόγευμα, η κίνηση στο μικρό καφέ στην Πλάκα, σπασμένη σε κομματάκια. Μπαίνουμε στο στέκι – κονσερβοκούτι, χαμογελαστοί μεν, ψιλομπαϊλντισμένοι δε, απ’ την παρέα κάποιος απολύθηκε πάλι, θα πούμε καμιά βλακεία, να ξεχαστεί για λίγο από το σοκ.
Τζίφος. Μας περιμένει μεγαλύτερο.
Στα λιγοστά καναπεδάκια έχει απλωμένη την αρίδα της, μεγάλη – και λόγια – φυσιογνωμία των καιρών, πλάκα – πλάκα έχει γράψει μεγαλοσύνες, πολλοί τον εκτιμούν πολύ, αρχίζουν να σκουντιούνται αμήχανα στην παρέα, «ο τάδε δεν είναι;», «ναι», γνέφει ένας απρόθυμα, στριμωχνόμαστε, μιλάμε –έτσι κι αλλιώς χαμηλόφωνα. Τώρα δε περισσότερο, ασυναίσθητα, χωρίς συνεννόηση, μη κι ενοχληθεί ο «εγκέφαλος» που κάτι σκαλίζει στα χαρτιά του.
Στο μεταξύ, νιώθω περίεργα – πρόβλημα μου, αλίμονο – αλλά, αν και με τη πλάτη γυρισμένη, αισθάνομαι ότι ο «εγκέφαλος» όχι μόνο δεν ενοχλείται, αλλά δεν χάνει ούτε κόμμα απ’ όσα λέγονται. Γύρω του. Και ξαφνικά, αρχίζουν τα πανηγύρια.
Μπαίνει κόσμος, τον αναγνωρίζει, τον χαιρετά εγκάρδια και με σεβασμό κι εκείνος τον κοιτά με περιφρόνηση. Μετά βίας ανταποδίδει τον χαιρετισμό.
Σοκ...
Ο σερβιτόρος που αλλάζει βάρδια και τον ρωτά με ενδιαφέρον αν χρειάζεται κάτι ακόμη, εισπράττει το ίδιο βλέμμα – ενόχληση μπλεγμένη με περιφρόνηση. Τον αφήνει να κάνει δυο βήματα και μετά τον φωνάζει. ΔΥ-ΝΑ-ΤΑ.
Σοκ 2.
«Γυρίζουν» όσα κεφάλια υπάρχουν μεσ’ το μαγαζάκι, τρεις παρέες και εμείς τέσσερις.
Του δείχνει ένα slimτσιγάρο και με ψευτοχαδιάρικο ύφος τον στέλνει να ζητιανέψει «άλλα δύο τέτοια» από μία κυρία παραδίπλα που καπνίζει τα ίδια.
Οι πρώτες γκριμάτσας ξινίλας «αγκαλιάζουν» το μαγαζί και ενστικτωδώς κάποιοι σκεπάζουν με παλάμες και smartphonesτα τσιγάρα τους. Αμηχανία.
Σοκ 3. Χτυπάει το κινητό του. Το «ναιαιαιαιαι» του γρατζουνάει τους ζωγραφισμένους τοίχους που δυο στιγμές μετά αντηχούν σε ένα γενναιόδωρο στεντορεία τη φωνή «έλα, μωρήηη! Σε περιμένω!». Κλείνει. Ξαναχτυπάει. Πλέον και το παραδιπλανό μαγαζί γνωρίζει λεπτομέρειες της τελευταίας του δουλειάς. Μιλάει και δονούνται τα τραπέζια, μιλάει και με την περιφερειακή του όραση τσεκάρει τις αντιδράσεις μας, μιλάει και είναι αδύνατον όχι τον διπλανό, ούτε τη σκέψη σου ν’ ακούσεις.
Ξανακλείνει. Παραγγέλνει κάτι, «χμμμμ, κάτι ελαφρύ έχετε;». Η σερβιτόρα της απογευματινής βάρδιας δεν «μασάει» με τη «διασημότητα» του, τον περιμένει ψυχρά ν’ αποφασίσει το «κάτι ελαφρύ», φέρνει την παραγγελία, δεν λέει πολλά, τον «καρφώνει» με μάτι ψιλο-έτοιμο για «άρπαγμα», όταν «βουτάει» στον αέρα έναν δικό του μορφασμό αποδοκιμασίας: κάποιος από την απέναντι παρέα κάνει το λάθος να ξεσπάσει σε δυνατά γέλια, την ώρα που το στιλό του κάνει παρέα με ορνιθοσκαλίσματα, μαγιονέζες και ντομάτες.
Στιγμές ησυχίας, μέχρι ένα ακόμη γενναιόδωρο «μωρήηηηη!». Ο φίλος του μπαίνει στο μαγαζί, τον αγκαλιάζει σε ανάμαλλη κατάσταση, το «μωρήηηη» πάει κι έρχεται, απ’ το τραπέζι σκορπίζουν ψίχουλα, χρησιμοποιημένες χαρτοπετσέτες, στάχτες, αποτσίγαρα, «βουστάσιο» ψιθυρίζει κάποιος από διπλανό τραπέζι, καρέκλες αδειάζουν, λογαριασμοί πληρώνονται στα γρήγορα, βροντερό κουβεντολόι ενσκήπτει στο καημένο καφέ.
Συνεννοούμαστε με τα μάτια, πληρώνουμε (το βλέμμα της σερβιτόρας είναι τόσο φλύαρο την ώρα που δίνει τα ρέστα που μπήγουμε κι εμείς τα γέλια), φεύγουμε.
«Αν κλείσω τα μάτια μπορώ να τους φανταστώ με κάσκες κομμωτηρίου», μου λέει ο ένας φίλος και με πιάνει αγκαζέ. «Ρε συ», με αγκαζάρει ο έτερος της παρέας, «πες μου κάτι: όλοι οι άνθρωποι του... πνεύματος, έτσι γαϊδούρια είναι από κοντά; Καλά η κάθε τριτοδεύτερη, αλλά κι αυτοί σε τέτοιο χάλι;».
Σιγά, μην είχα απάντηση. Ερώτηση είχα. Από ποιο «μαύρο κουτί» του «γαϊδουριού», έβγαιναν «παπάδες»; Άσε. Δεν θέλω να ξέρω.
σχόλια