…Στον Ταύρο το βαγόνι είναι επικίνδυνα φουλ από άδεια καροτσάκια λαϊκής. Μέχρι το Μοναστηράκι, ζέστη, αποφορά και μια περίεργη χαρά ισιώνει τις ρυτίδες μιας συρρικνωμένης μαυροφόρας στο διπλανό κάθισμα. Κι εδώ άδειο καροτσάκι λαϊκής, κρατημένο σφιχτά και κρεμασμένα πάνω της δυο παιδάκια. Μυρωδιά από γαριδάκια και καραμέλες και «κάτσε φρόνιμα». Μάλλον δεν έχει δει καμιά πρωινή εκπομπή, δεν έχει ακούσει για το συσσίτιο που μεταφέρθηκε, «η πίστη σου σέσωκε» (;).
Στο Σύνταγμα κατεβαίνουν. Ήχος από καροτσάκια, σακούλες και σακουλάρες που βγαίνουν από τσέπες υπερήλικων γιλέκων και «λες να προλάβουμε τίποτα;». Η ώρα 9.40 το πρωί, Μεγάλη Πέμπτη σε ζέστη πεισματική.
Σταθμός Μετρό Σύνταγμα, ένας ροδαλός κύριος με θαλασσί μπλουζάκι, μοιράζει φέιγ βολάν κρεοπωλείου, φτηνά αρνιά – κατσίκια, προσφορές και φωτογραφίες από κρέατα στο τσιγκέλι, ο κόσμος τα παίρνει για σκιάδια, φοβάται ότι θα ‘χει ουρά, ότι θα περιμένει, κάπως να φυσιέται, ήχος από καροτσάκια λαϊκής στα μάρμαρα της Πλατείας, βήμα ψιλοσίγουρο, υποψία μυρωδιάς χημικών, ό,τι απέμεινε απ’ το (πολύ) πρωί...
«Μα τι έγινε; Που είναι οι άλλοι;», άλλη μαυροφόρα μπαίνει πρώτη στο νόημα, η σιγουριά εξατμίζεται, η ηρεμία στην Πλατεία είναι παράξενη για τέτοια «δράση», κίνηση "σπασμένη", ούτε «μα» ούτε «μου» ούτε συνωστισμοί, τίποτα, μόνο μικρές ανθρώπινες συστάδες με καροτσάκια και σακούλες που ψάχνουν για το αρνί, τα (30.000) αυγά και τα πασχάλια που δεν φαίνονται πουθενά.
Η ξεθυμασμένη μυρωδιά απ’ τα χημικά, τόπους τόπους πιο έντονη, ένας πιτσιρίκος φτερνίζεται, όσο η γιαγιά του – με καρότσι, αλίμονο – με το χέρι στη μέση, ζητά εξηγήσεις. Αρνήσου το αρνί σου, λοιπόν;
Φαλακρός άντρας, μπλούζα «Χρυσή Αυγή», μπουκαλάκι νερό στο χέρι, συγκρατημένα ψύχραιμος, δίνει οδηγίες στην πρώτη συστάδα που τον πλησιάζει για το που πρέπει να πάει για να προλάβει. «Σταθμός Λαρίσης, παιδιά, πάτε τώρα για να προλάβετε, ακόμη έχει απ’ όλα».
Βλέμματα βουβής συνεννόησης, 4-5 άσπρα κοτσάκια ξεκινούν για τον νέο προορισμό της πασχαλινής ευαγγελίας, «πώς θα πάμε;», «να πάρουμε ένα ταξί, να το μοιραστούμε;», η μπλούζα «Χρυσή Αυγή» επανέρχεται , «πάρτε και την κυρία μαζί σας!».
Άλλο λευκό καροτσάκι διαμαρτύρεται εντόνως για την... ταλαιπωρία, «και όταν λέτε 10:00 στην Πλατεία Συντάγματος, πρέπει να είναι 10:00 στην Πλατεία Συντάγματος, φτωχοί άνθρωποι είμαστε», έτσι είναι, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, ήχος φλάουτου (!), δύο τουρίστες - ακροβάτες σιγοντάρουν τον πλανόδιο φλαουτίστα, χέρια κάτω, πόδια πάνω, κάνουν τον γύρο του στεγνού συντριβανιού. («Λες και χαχανίζει το σύμπαν με το φιάσκο», σχολιάζει ένας περαστικός).
«Τι θέλετε να κάνουμε; Ρίξανε χημικά το πρωί και μας διώξανε», εξηγεί η μαύρη μπλούζα, συγκρατημένα ψύχραιμα, «να για κάτι τέτοια μόνο το θέλουν το Σύνταγμα», ρητορεύει ηλικιωμένος, δείχνοντας με απέχθεια τους ακροβάτες, «για τους λεχρίτες».
Φλάουτο και οδηγίες, φλάουτο και ζέστη, φλάουτο και η κλούβα της αστυνομίας απέναντι, λίγο πιο πέρα από τα ΜακΝτόναλντς, φλάουτο και ηλικιωμένοι σε ντελίριο «για τη χώρα που την κατέστρεψαν το ’49 οι σημερινοί νεοδημοκράτες και οι κεντροαριστεροί! Αυτό που σου λέω, εγώ! Μάθε ιστορία!».
"Πίσω, Γιάννη, τα καράβια": πάλι ΜΕΤΡΟ , άδεια καροτσάκια, κατεβασμένοι ώμοι, οι πιο μάχιμοι «λούζουν» τον Καμίνη «για την προστυχιά του» (!), ζέστη, κολάν και τσαντίλα, Μεγάλη Πέμπτη, ύβρεις και εξάψαλμοι, για όσους δεν πρόλαβαν, δεν άκουσαν, δεν θα προλάβουν, κατάρες μεγαλοβδομαδιάτικες, χορταστικές, απ’ αυτές που πάντα περισσεύουν, όχι σαν τις καρτέλες με τ’ αυγά, «που ποιός ξέρει ποιοι παλιοκερατάδες τα τσέπωσαν», "ο παθών υπέρ ημών και παθών ελευθερώσας ημάς, ο συγκαταβάς ημίν φιλανθρωπία και ανυψώσας ημάς, παντοδύναμε Σωτήρ, ελέησον ημάς", ψελλίζει ακατάληπτα κάποιος, λόγια από τον Όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης, μπροστά σε ένα μηχάνημα ακύρωσης εισιτηρίων...
σχόλια