Δεν έχει περάσει ούτε ένας μήνας από το debate που προκάλεσε η απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών να εγκαταστήσει περίφραξη ώστε να προφυλαχθεί το ιστορικό κτίριο από διαφόρων ειδών χρήσεις κατά τη διάρκεια των νυχτερινών ωρών, και κυρίως αυτή που το θέλει ένα είδος μεγάλου καμβά για επίδοξους γκραφιτάδες.
Να κάνουμε μια σημαντική διάκριση: δεν μιλάμε για έργα graffiti που οι περισσότεροι από εμάς χαιρόμαστε να βλέπουμε στους τοίχους της γκρίζας Αθήνας, αλλά για απλές υπογραφές, τα λεγόμενα «tags» στη γλώσσα των μυημένων. To tagging είναι από τα πρώτα είδη graffiti που ξεπήδησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στη Νέα Υόρκη. Ένας, μάλιστα, από τους πρώτους που έγινε γνωστός μέσω αυτής της δραστηριότητας ήταν ένας Ελληνοαμερικανός που είχε γεμίσει τους δρόμους του Μανχάταν με το «taki 183», μια παραλλαγή του ονόματός του (Dimitri, Dimitraki, Taki) και του δρόμου όπου έμενε, δηλαδή του δρόμου 183 στη γειτονιά Washington Heights. Το tag είναι αυτό ακριβώς, το ψευδώνυμο ενός καλλιτέχνη, εύκολο και γρήγορο στη δημιουργία, γι' αυτό και βλέπουμε πολύ περισσότερες «υπογραφές» από έργα graffiti στους δρόμους της πόλης.
Οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι οι τοίχοι της Τριλογίας των Αθηνών δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για tagging, όμως, εκτός από ζητήματα αισθητικής, προκύπτουν και πρακτικά θέματα, όταν πρόκειται να καθαριστούν. Ο Ανδρέας Βαρελάς, αντιδήμαρχος Καθαριότητας και Ανακύκλωσης του Δήμου Αθηναίων, μας ενημερώνει ότι οι τοίχοι της Τριλογίας είναι φτιαγμένοι από τέτοια υλικά στα οποία «δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα απλό αντι-γκράφιτι υλικό και να ξεμπερδέψουμε εύκολα, όπως γίνεται σε άλλες επιφάνειες». Και, φυσικά, ανακύπτει το θέμα του κόστους – ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη περίοδο. Πού φτάνει, όμως, αυτό το κόστος; Ο κ. Βαρελάς μας λέει ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια γενική εκτίμηση λόγω των ιδιαιτεροτήτων κάθε επιφάνειας, ξεκινά όμως από τα 50 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και μπορεί να φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Μας αναφέρει, όμως, μια χαρακτηριστική περίπτωση, αυτή του πάρκου Ελευθερίας, δίπλα στο Μέγαρο Μουσικής. Η προτομή του Ελευθέριου Βενιζέλου που βρίσκεται εκεί γίνεται αντικείμενο βανδαλισμού με τακτικότατους ρυθμούς, με αποτέλεσμα ο δήμος να πρέπει να στέλνει συνεργείο καθαρισμού από μία έως τρεις φορές τον μήνα, με το κόστος κάθε καθαρισμού να ανέρχεται στα 400 ευρώ. Ο κ. Βαρελάς δεν μασάει τα λόγια του, διαχωρίζει το graffiti από το tagging και χαρακτηρίζει το τελευταίο «αντιαισθητικό μουντζούρωμα της πόλης».
Ο vk 1, όμως, ένας δραστήριος καλλιτέχνης του graffiti, δεν είναι τόσο καταδικαστικός. Και μολονότι ούτε και για εκείνον οι υπογραφές δεν αποτελούν μορφή τέχνης, υποστηρίζει ότι υπάρχουν κάποια άτομα που έχουν εξελίξει το είδος. «Υπάρχουν καλλιτέχνες που τείνουν προς την καλλιγραφία. Υπάρχουν άλλοι που έχουν δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο και καινούργιο γραφικό χαρακτήρα». Μας μυεί μάλιστα σε έναν αόρατο –για εμάς τους πολλούς– πόλεμο, στον οποίο γκραφιτάδες από μία περιοχή πάνε στη γειτονιά άλλων για να «πατήσουν» τις υπογραφές τους και να δείξουν ότι αυτοί είναι τα αφεντικά. Οι μουντζουρωμένοι τοίχοι κρύβουν πολλά μηνύματα και με τη βοήθεια ενός «ειδικού» μπορούν να αποκαλύψουν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ ατόμων ή ομάδων με ιδεολογικές ή/και καλλιτεχνικές διαφορές. Αυτές, μάλιστα, οι «βεντέτες» μπορούν να διαρκέσουν χρόνια, με παράπλευρες απώλειες αμέτρητα τετραγωνικά «αθώων» τοίχων.
Για τον vk 1 τα tags είναι ένα επιβλητικό μέσο, ένας τρόπος να δηλώσει το «παρών», να αφήσει το στίγμα του, να πει «ότι πέρασα από εδώ». Ο ίδιος όμως δεν «βάφει» πάνω σε μάρμαρα ή άλλες «ευαίσθητες» επιφάνειες. Καταρχάς επειδή σε τέτοιου είδους τοίχους η υπογραφή του είναι πολύ πιο πιθανό να σβηστεί. «Εμένα μου αρέσει να περνάω μετά από δύο χρόνια και να βλέπω την υπογραφή μου ακόμα πάνω στον τοίχο». Αυτοί που βάφουν οπουδήποτε, χωρίς ίχνος σεβασμού, είναι για τον vk 1 άτομα μικρότερης ηλικίας, με διαφορετική νοοτροπία...
Σε αυτό θα συμφωνήσει και ο Δημήτρης Ρηγόπουλος, δημοσιογράφος της «Καθημερινής» και συνεργάτης της LifΟ, ειδικός σε θέματα της πόλης, ο οποίος επίσης εστιάζει στον συνδυασμό νοοτροπίας και ηλικίας: «Θα έπρεπε να ξαναπάμε σχολείο (και μάλιστα σε άλλα σχολεία) μια ολόκληρη γενιά Αθηναίων που πήγαν γυμνάσιο και λύκειο μετά το 1985». Αυτό όμως είναι πρακτικά αδύνατο, όπως πρακτικά αδύνατη είναι και η εφαρμογή του νόμου στην Ελλάδα, κάτι που στις υπόλοιπες πολιτισμένες χώρες του κόσμου περιορίζει το φαινόμενο. Επομένως, τι μπορεί να γίνει; «Θα συνεχίσουμε να βρομίζουμε μια ήδη βρομικη πόλη και, επιστρέφοντας από το εξωτερικό, θα αναθεματίζουμε τον Καραμανλή και την αντιπαροχή».
σχόλια