Μέχρι να μπορέσουν οι άνθρωποι να διεκδικήσουν τα στοιχειώδη τους δικαιώματα για τις επιθυμίες, το σώμα τους και το φύλο τους, πολλοί έζησαν μια κόλαση στην λεβέντικη ελληνική επαρχία από εκείνους που εθεωρούντο «καλοί, χριστιανοί και άξιοι». Επιβιώσεις εκείνου του ήθους υπάρχουν ακόμα, σε άγριες περιπτώσεις μπούλινγκ που οδηγούν ακόμα και στον θάνατο.
Υπάρχει ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο αυτής της νοσηρής κατάστασης, σε δύο επιστολές που είχε στείλει ένας κακοποιημένος ομοφυλόφιλος από τον Ασπρόπυργο στο περιοδικό Αμφί, το 1983 - το μοναδικό μέσο που τολμούσε τότε να υπερασπιστεί την «απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας».
Τα αναδημοσιεύουμε αυτούσια.
Μόλις τελείωσαν όλοι, μου έδεσαν σφιχτά τα χέρια με ναύλον σκοινί και, γυμνός όπως ήμουν, με κράταγαν από την άλλη άκρη, με χτυπούσαν και μου έλεγαν να τρέχω και να φωνάζω πως είμαι άλογο και τρακτέρ. Μετά μου έδεσαν και τα πόδια μου και με χτυπούσαν όλοι με ζώνες από πίσω.
Είμαι 20 χρονών, ομοφυλόφιλος, και ζω μια άθλια ζωή γεμάτη περιφρόνηση και ειρωνεία. Είμαι απομονωμένος σε μια αγροτική περιοχή του Ασπρόπυργου. Όλα άρχισαν τον περασμένο Φεβρουάριο όταν με κάλεσαν στο Στρατό.
Στην αρχή όλα πήγαιναν ωραία, αλλά μετά από μια βδομάδα, όλοι οι φαντάροι αντελήφθηκαν την λεπτή μου συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να γελούν και να με χλευάζουν στην εκπαίδευση,Δεν μπορούσα να ανταποκριθώ, παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλα. Εγώ όμως ήθελα ν’ αντέξω, να μην «ρεζιλέψω» τη μάνα μου (ο πατέρας πέθανε) και τους συγγενείς μου.
Όταν όμως έφτασε η μέρα της ορκωμοσίας, όλοι είχαν κάποιο συγγενικό πρόσωπο, μια φίλη να τούς περιμένει. Εμένα μ' έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια οι δικοί μου.
Αυτό με πλήγωσε κατάβαθα, και είπα στον εαυτό μου: «Ηλίθιε Γιώργο, υποφέρεις τη μοναξιά και τις κοροϊδίες του καθένα για ανθρώπους που δε νοιάζονται για σένα».
Μια και δυο πάω στο Λοχαγό, του είπα είμαι ομοφυλόφιλος και ανίκανος για το στρατό. Αυτός μ' έστειλε στον Ψυχίατρο, και από κει στην Τρίπολη όπου πέρασα από Επιτροπή, και σε λίγες μέρες γύρισα στο σπίτι.
Όλοι ξαφνιάστηκαν. Εγώ τους είπα ότι «λόγω ψυχικών διαταραχών» πήρα προσωρινό απολυτήριο. Μετά άρχισα να εκδηλώνομαι. Από εκτόνωση, είπα θα ζήσω τη ζωή για μένα. Αρχισα να ντύνομαι έξαλλα, να βάφω τα μαλλιά μου. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μ’ έμαθαν όλοι.
Αργότερα συνειδητοποίησα το μεγάλος λάθος που έκανα. Ήθελα να επαναστατήσω, να δείξω αυτό που αισθάνομαι και είμαι, με αποτέλεσμα να καταντήσω περίγελος στη γειτονιά - μέχρι ένα βράδι να φάω ξύλο από τα τσόλια της γειτονιάς μου και άλλα πολλά.
Τώρα έχω σοβαρέψει κάπως, χωρίς ν’ αρνούμαι αυτό που είμαι, αλλά η κατάσταση είναι η ίδια. Τώρα εργάζομαι, έχω λίγες οικονομίες και λέω να πάρω τη μάνα μου και να πάω στην Αθήνα. Εκεί πιστεύω νά ’ναι καλύτερα.
Αποφάσισα να σας γράψω γιατί δεν έχω φίλο να πω τον πόνο μου, τα προβλήματα μου. Όλοι με βλέπουν σαν τέρας. Και πολλές φορές κλαίω μόνος μου γιατί γεννήθηκα.
Τέλος, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τεράστια προσφορά σας, τους αγώνες σας. Οταν διαβάζω το ΑΜΦΙ αισθάνομαι ότι δεν είμαι τέρας, Σας φιλώ όλους με αγάπη.
Γιώργος
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΜΦΙ:
Αγαπητέ μας φίλε,
Το γράμμα σου μας συγκίνησε. Καταλαβαίνουμε τη θέση σου και συμμεριζόμαστε την κατάστασή σου. Λίγο-πολύ, όλοι οι ομοφυλόφιλοι έχουν αντμετωπίσει παρόμοιες εμπειρίες. Μην το βάζεις κάτω, αλλά μην προκαλείς έντονα για ν' αποφύγεις τις φασαρίες. Αν τελικά δεν καταφέρεις να σταθείς εκεί, έλα στην Αθήνα. Χωρίς κι εδώ να είναι ιδεώδης η κατάσταση, είναι οτιωσδήποτε καλύτερη. Γράψε μας νέα σου και, σε περίπτωση που έρθεις, πέρασε απ’ τα γραφεία μας. θα βρεις ανθρώπους να συζητήσεις το πρόβλημα σου και να νιώσεις φιλικά ανάμεσα μας.
Επιστολή δεύτερη
Εν Ασπροπύργω τη 24 / 5 / 83
Αγαπητό ΑΜΦΙ
Πήρα το θάρρος να σου γράψω μια που στο προηγούμενο τεύχος μου έλεγες πως περιμένεις νέα μου. Μάθε λοιπόν ότι τα πράγματα είναι πολύ άσχημα για μένα.
Στις 19 του μηνός, στις 9 το βράδι, βγήκα από το σπίτι μου και είπα στη μητέρα μου ότι πάω για τσιγάρα και σε μια ώρα το πολύ θα επέστρεφα. Παίρνοντας τα τσιγάρα μου, αποφάσισα να γυρίσω από το δρόμο του Νεκροταφείου. Είναι πιο μακρυά, αλλά ο σύντομος δρόμος είναι τελείως έρημος και φοβόμουν.
Μόλις απομακρύνθηκα 50 μέτρα περίπου από το χωριό, σταματάει ένα αγροτικό με 3 νεαρούς ντόπιους. Μου είπαν, τι κάνεις Γιωργάκη, έλα να σε πάμε εμείς στο σπίτι σου. Απάντησα: Αλλη φορά παιδιά, δεν πειράζει, πάω μόνος μου. Ο ένας τότε έβγαλε το χέρι του απ’ το αυτοκίνητο και μου έπιασε το στήθος. Μετά μου είπε ότι είχε καβλώσει και έπρεπε οπωσδήποτε να πάω μαζί του. Εγώ απομακρύνθηκα τρέχοντος. Αλλά αυτός κατέβηκε, με κυνήγησε και μ’ έπιασε. Αμέσως ήρθαν και οι φίλοι του. Με πήγαν μέσα στο Νεκροταφείο, μου σήκωσαν τη μπλούζα και μου δάγκωναν τα στήθη. Επειδή περνούσε και κανένα αυτοκίνητο από δίπλα κι εγώ φώναζα κι έκλαιγα, μ’ έβαλαν σηκωτό στο αυτοκίνητο, μπροστά στα πόδια τους. Μετά με πήγαν κοντά στο βουνό, μ’ έγδυσαν τελείως, γδύθηκαν κι αυτοί, με ανέβασαν στην καρότσα του αυτοκινήτου και άρχισαν όλοι σαν τα ζώα να πέφτουν απάνω μου. Απάνω στις πράξεις τους, με χτυπούσαν σφαλιάρες και μου τραβούσαν τα μαλλιά. Μετά ο ένας έχωνε τα νύχια του από πίσω μου επειδή σφιγγόμουν και με χτυπούσε με μια ζώνη στην πλάτη και μου φώναζε, δε σ’ αρέσει από πίσω, πούστη; Μόλις τελείωσαν όλοι, μου έδεσαν σφιχτά τα χέρια με ναύλον σκοινί και, γυμνός όπως ήμουν, με κράταγαν από την άλλη άκρη, με χτυπούσαν και μου έλεγαν να τρέχω και να φωνάζω πως είμαι άλογο και τρακτέρ. Μετά μου έδεσαν και τα πόδια μου και με χτυπούσαν όλοι με ζώνες από πίσω. Τέλος, ο ένας με λυπήθηκε και είπε να με λύσουν και να ντυθώ. Οι άλλοι δύο είχαν σκοπό να με κρατήσουν δεμένο και να με πάνε σε κάτι φίλους τους να με πηδήσουνε κι αυτοί.
Στη συνέχεια, με πήγαν κοντά σε μια στέρνα. Ο ένας μου λέει: «Εσείς οι πούστηδες πώς χέζ...ε;» Του είπα «Κανονικά.» Μου έδωσε μια στη μούρη. «Είστε όλοι κουφάλες, ανοίγετε τα πόδια σας στα όρθια.» Μετά μου είπε ότι όπως ο Χριστός έπλενε τα πόδια των μαθητών του, να τους τα πλύνω κι εγώ. Κατόπιν μ' έβαλαν να κάνω μετάνοιες κάτω από μια συκιά. Μετά μ' ανέβασαν πάλι στο αυτοκίνητο μπροστά, όλοι μαζί, στριμωγμένοι, έβαλαν μια κασέτα με λαϊκά και μου έλεγαν να τραγουδάω και να κουνώ τα χέρια μου «θηλυκά», ενώ μου τσίμπαγαν τα βυζιά μου.
Στη συνέχεια, με πήγαν κοντά σε μια στέρνα. Ο ένας μου λέει: «Εσείς οι πούστηδες πώς χέζετε;» Του είπα «Κανονικά.» Μου έδωσε μια στη μούρη. «Είστε όλοι κουφάλες, ανοίγετε τα πόδια σας στα όρθια.» Μετά μου είπε ότι όπως ο Χριστός έπλενε τα πόδια των μαθητών του, να τους τα πλύνω κι εγώ. Κατόπιν μ’ έβαλαν να κάνω μετάνοιες κάτω από μια συκιά. Μετά μ’ ανέβασαν πάλι στο αυτοκίνητο μπροστά, όλοι μαζί, στριμωγμένοι, έβαλαν μια κασέτα με λαϊκά και μου έλεγαν να τραγουδάω και να κουνώ τα χέρια μου «θηλυκά», ενώ μου τσίμπαγαν τα βυζιά μου. Τέλος μπήκαμε στον Ασπρόπυργο και περιμέναμε σε μια γωνιά κάτι γνωστούς τους. Όταν ήρθαν, άρχισαν να με κοροϊδεύουν και έλεγαν να με «πάρουν» κι αυτοί. Τότε, ο ένας που με είχε λυπηθεί τους είπε ότι ήταν πολύ αργά και ότι έπρεπε να μ’ αφήσουν να φύγω. Συμφώνησαν.
Με πήγαν παρακάτω σε κάτι χωράφια, κοντά στο σπίτι μου, με κατέβασαν κάτω και με απείλησαν ότι είναι παιδιά «οικογενειών» και καλά θα κάνω να ξεχάσω ό,τι συνέβη εκείνο το βράδι. Μου έλεγαν ακόμα ότι ήθελαν να με έχουν όλοι παρέα τους συνέχεια. Εγώ φώναζα, ούρλιαζα, έπεφτα στα πόδια τους κλαίγοντας, τους παρακαλούσα απεγνωσμένα να με σκότωναν, δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή, την περιφρόνηση, τη μοναξιά. Μετά μου είπε ο ένας να σκεφτώ τη μητέρα μου και να μην κάνω καμιά τρέλα και σκοτωθώ.
Όρμησα μέσα στα χωράφια, φωνάζοντας και κλαίγοντας απελπισμένα, έπεφτα πάνω στους φράχτες και τ* αγκάθια. Φτάνω στις γραμμές του τρένου και περίμενα το τέλος, τη γαλήνη. Περίμενα αρκετή ώρα κλαίγοντας. Δεν ήξερα τι ώρα είναι. Ξαφνικά, βλέπωαχό μακριά ένα φως να έρχεται προς το μέρος μου. Νόμισα πως ήταν το τρένο, αλλά όταν πλησίασε σε κάποια απόσταση, κατάλαβα πως ήταν μηχανάκι. Τρομοκρατήθηκα. Φεύγω πάλι τρέχοντος και πάω πτώμα στο σπίτι. Οταν μπήκα και είδα τη μητέρα μου λιποθύμησα. Οταν συνήλθα, η μητέρα μου μ’ έτριβε με οινόπνευμα. Πετάγομαι απάνω και βουτάω ένα ψαλίδι να κόψω τις φλέβες μου. Μόλις που με πρόλαβε: «Τι πας να κάνεις παιδάκι μου; Τι έπαθες,·» Της είπα κλαίγοντας τι μου είχαν κάνει.
Την άλλη μέρα σηκώθηκα να πάω στη δουλειά, ενώ η μάναμου έφυγε να πάει στην αστυνομία - κρυφά επειδή φοβούμουν. Αλλά μόλις μπήκα στο εργοστάσιο, με πήραν πάλι τα κλάματα και δεν μπορούσα να δουλέψω. Φεύγω, δεν άντεχα. Πήγα κι εγώ στην αστυνομία να καταγγείλω μαζί με την μητέρα μου την αγριότητα που είχα περάσει το περασμένο βράδι. Οι αστυνομικοί είπαν ότι έπρεπε να παραβλέψω. Θα τους καλούσαν μπροστά μου να μου ζητήσουν συγνώμη. Εγώ ήμουν ανένδοτος. Δεν μπορούσα να συγχωρήσω αυτά που μου είχαν κάνει. Ο Διοικητής του τμήματος πήρε ιδιαιτέρως τη μητέρα μου και της είπε: «Το ξέρετε, ο γιος σας είναι ανώμαλος.» Η μητέρα μου του απάντησε δυνατά: «Τι να κάνω; Να σκοτώσω το παιδί μου; Θα ήθελα κι εγώ να ήταν σαν τα άλλα παιδιά. Ίσως να φταίει η φύση. Δεν πειράζει κανέναν το παιδί μου, είναι εργατικό και άξιο, και μακάρι να είχαν και πολλοί άλλοι τα δικά του χαρίσματα.»
Κατέθεσα μήνυση, πέρασα από ιατροδικαστή (κάπως καθυστερημένα), αλλά αρχίζω να το μετανιώνω. Ίσως δεν έπρεπε. Λυπάμαι τους γονείς των: με παρακαλούν να τους συγχωρήσω. Βρίσκομαι σε αδιέξοδο, δεν ξέρω τι να κάνω; Ακόμα και το αφεντικό μου μου είπε: «Η ιδιωτική σου ζωή δε μ’ ενδιαφέρει, αλλά βλέπω ότι θέλεις να το κάνεις σήριαλ. Αμα δεν αποσύρεις τημήνυση, λυπάμαι... δε θέλω καταθέσεις με αστυνομίες.»
Αυτά είχα να σας γράψω, φίλοι μου, και να με συγχωρείτε για τα πολλά γραψίματα.
Γιώργος
_______
Σημ. ΑΜΦΙ, Φλεβάρης 1984. Όπως Θα το περίμενε κανείς, ο Γιώργος απολύθηκε απ’ τη δουλειά του. Αρνήθηκε ν’ αποσύρει τη μήνυση και το αφεντικό του τον έδιωξε. Ήρθε στην Αθήνα, προσπάθησε να βρει κάποια δουλειά, αλλά δεν τα κατάφερε.«Δεν μ ’ έπαιρνε κανένας», μας είπε. «Με καταλάβαιναν αμέσως πως είμαι ομοφυλόφιλος και μ ’ έδιωχναν. Δεν μπορώ να το κρύψω.» Τελικά, έγινε τραβεστί. Είναι ένα ψηλό αγόρι, καλοφτιαγμένο. Έμοιαζε κάπως άχαρο μέσα στα γυναικεία ρούχα. « Τώρα νιώθω μεγαλύτερη μοναξιά», μας είπε. «Ημητέρα μου έφυγε κλαίγοντας και πήγε να δει τις αδελφές της που είναι παντρεμένες στη Ρωσία. Θα ξαναγυρίσει, αλλά δεν ξέρω αν θα μείνει μαζί μου. Είναι απαρηγόρητη που έγινα τραβεστί.»
σχόλια