Ενώ οι περισσότεροι πληθυσμοί της Ευρώπης ζουν σε πόλεις με lockdown λόγω κορωνοϊού, η Σουηδία επιμένει διαφορετικά και είναι σχεδόν η μόνη που επιτρέπει μια καθημερινότητα κοντά στο φυσιολογικό.
Μετά από ένα μακρύ χειμώνα, ο καιρός έχει ζεστάνει και οι πολίτες γεμίζουν πλατείες και πάρκα στη Στοκχόλμη. Σχολές, νηπιαγωγεία, μπαρ, εστιατόρια, χιονοδρομικά κέντρα, αθλητικές λέσχες, κομμωτήρια: όλα παραμένουν ανοιχτά, εβδομάδες μετά την παύση της λειτουργίας στην Δανία και τη Νορβηγία.
Τα πανεπιστήμια έκλεισαν την Παρασκευή και η κυβέρνηση κατέστησε αυστηρότερη την απαγόρευση των εκδηλώσεων σε όχι περισσότερους από 50 ανθρώπους. Αλλά εάν κανείς εμφανίσει συμπτώματα, μπορεί ακόμα να επιστρέψει στη δουλειά ή στο σχολείο μόλις δύο ημέρες αφότου αισθανθεί καλύτερα. Αν ένας γονέας αρχίσει να εμφανίζει συμπτώματα, του επιτρέπεται να συνεχίσει να στέλνει τα παιδιά του στο σχολείο.
Όλα τα διεθνή μίντια όπως το BBC, o Guardian και οι New York Times μεταδίδουν εικόνες σχεδόν κανονικότητας στη Σουηδία και κάνουν λόγο για το ριψοκίνδυνο παράδοξο της Σουηδίας. Η προσέγγιση της Σουηδίας εγείρει ερωτήματα σχετικά με το εάν πρόκειται για «παιχνίδι» με την πανδημία που δεν έχει καμία θεραπεία ή εμβόλιο ή εάν η τακτική της θα θεωρηθεί λογική στρατηγική για την καταπολέμηση μίας μάστιγας που έχει κοστίσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας και προκάλεσε πρωτοφανή μέτρα περιορισμού παγκοσμίως.
Μέχρι το Σάββατο, η Νορβηγία, με πληθυσμό 5,3 εκατομμυρίων, είχε περισσότερα από 3770 κρούσματα κορωνοϊού και 19 θανάτους. Η Δανία, με πληθυσμό 5,6 εκατομμυρίων, ανέφερε 2.200 κρούσματα και 52 θανάτους. Η Σουηδία, με 10,12 εκατομμύρια, κατέγραψε πάνω από 3.060 κρούσματα και 105 θανάτους.
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι Σουηδοί δεν κατανοούν το τεράστιο μέγεθος της πανδημίας. Οι αρχές της χώρας και οι υπάλληλοι υγείας τόνισαν το πόσο απαραίτητα μέτρα είναι το πλύσιμο των χεριών, η κοινωνική απομάκρυνση και την προστασία των ατόμων ηλικίας άνω των 70 ετών, περιορίζοντας την επαφή μαζί τους.
Αλλά, σε κάθε καφέ της Στοκχόλμης θα δει κανείς ομάδες από δύο ή περισσότερους ανθρώπους να γευματίζουν. Οι παιδικές χαρές είναι γεμάτες από παιδιά που τρέχουν. Εστιατόρια, γυμναστήρια και εμπορικά κέντρα έχουν μεν λιγότερο κόσμο, αλλά λειτουργούν κανονικά.
Ο κρατικός επιδημιολόγος Anders Tegnell δήλωσε σε συνέντευξή του, ότι η στρατηγική της Σουηδίας βασίζεται στην επιστήμη: «Προσπαθούμε να επιβραδύνουμε τη διάδοση τόσο-όσο, ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τους ασθενείς που έρχονται». Η προσέγγιση της Σουηδίας απευθύνεται στον αυτοπεριορισμό και την αίσθηση της κοινής ευθύνης, δήλωσε ο κ. Tegnell. «Αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύουμε στη Σουηδία. Όλο μας το σύστημα για τον έλεγχο των μεταδοτικών νόσων βασίζεται σε εθελοντική δράση. Το σύστημα ανοσοποίησης είναι εντελώς εθελοντικό και υπάρχει κάλυψη 98 τοις εκατό», εξήγησε. «Τους δίνουμε την επιλογή να κάνουν ό, τι είναι καλύτερο για τη ζωή τους. Αυτό λειτουργεί πολύ καλά, σύμφωνα με την εμπειρία μας».
Η μέθοδος της Σουηδίας μοιάζει να κοντράρει τις στρατηγικές των περισσότερων άλλων εθνών, αλλά είναι πολύ νωρίς για να διαπιστωθεί εάν η προσέγγισή της θα αποδώσει τα ίδια αποτελέσματα με άλλες χώρες. Και οι σουηδικές αρχές θα μπορούσαν τελικά να αλλάξουν στρατηγική αν δουν πως αυτό δεν πετυχαίνει.
Εξηγώντας την τρέχουσα στρατηγική της Σουηδίας, οι ειδικοί επισημαίνουν και άλλους παράγοντες: Η χώρα έχει υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης, σύμφωνα με τον ιστορικό Lars Tragardh, και ένας αυστηρός νόμος στο Σύνταγμα απαγορεύει στην κυβέρνηση να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των διοικητικών αρχών, όπως η υπηρεσία δημόσιας υγείας.
«Ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να μικροδιαχείριση σε λεπτομερές επίπεδο μέσω απαγορεύσεων ή απειλής κυρώσεων ή προστίμων ή φυλάκισης. Έτσι ξεχωρίζει η Σουηδία, ακόμη και από τη Δανία και τη Νορβηγία» λέει στους ΝΥΤ ο Tragardh. Ο Tragardh δήλωσε ότι το επίπεδο εμπιστοσύνης των Σουηδών εκδηλώθηκε και με άλλους τρόπους: όχι μόνο οι πολίτες έχουν εμπιστοσύνη στους δημόσιους θεσμούς και τις κυβερνητικές υπηρεσίες και το αντίστροφο, αλλά υπάρχει και υψηλή κοινωνική εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών.
Στην αρχή της πανδημίας, όταν εφαρμόστηκε το πρώτο μέτρο για απαγόρευση συγκεντρώσεων 500 και πάνω ατόμων, ορισμένοι διοργανωτές εκδηλώσεων προσπαθήσουν να μην ξεπεράσουν το όριο, επιτρέποντας ακριβώς 499 κατόχους εισιτηρίων στους χώρους τους. Αυτό σταμάτησε όταν επιβεβαιώθηκαν κρούσματα μεταξύ των μελών του προσωπικού. Ο Tegnell, ο κρατικός επιδημιολόγος, δήλωσε ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι απαγορεύσεις δεν λειτουργούν: «Οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να φτάνουν στα όρια τους κανόνες».
Η μέθοδος της Σουηδίας μοιάζει να κοντράρει τις στρατηγικές των περισσότερων άλλων εθνών. Η ιστορία θα δείξει αν ήταν σωστή.
Επίσης, δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι η Σουηδία δεν κατανοεί την στρατηγική των γειτόνων της. «Το κλείσιμο των συνόρων σε αυτό το στάδιο της πανδημίας, όταν σχεδόν όλες οι χώρες έχουν κρούσματα, για μένα δεν έχει νόημα», είπε. «Δεν πρόκειται για ασθένεια που πρόκειται να αποσυρθεί βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Δεν βρισκόμαστε στη φάση περιορισμού. Βρισκόμαστε στη φάση μετριασμού».
«Εμείς οι ενήλικες πρέπει να είμαστε ακριβώς αυτό: ενήλικες που δεν διαδίδουν πανικό ή φήμες», δήλωσε ο πρωθυπουργός Στέφαν Λεβέν σε τηλεοπτικό διάγγελμα στο έθνος το περασμένο Σαββατοκύριακο. «Κανείς δεν είναι μόνος σε αυτή την κρίση, αλλά κάθε άτομο έχει μεγάλη ευθύνη».
Καθώς ωστόσο ανακοίνωσε τους αυστηρότερους περιορισμούς την Παρασκευή, ο πρωθυπουργός προειδοποίησε ότι οι επόμενες εβδομάδες θα είναι σκληρές. Ωστόσο, υπερασπίστηκε την απόφαση να μην εφαρμόσει αυστηρότερους περιορισμούς όπως η Δανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. «Όλοι, ως άτομα, πρέπει να αναλάβουμε ευθύνη. Δεν μπορούμε να νομοθετούμε και να απαγορεύουμε τα πάντα.Είναι επίσης θέμα συμπεριφοράς».
Η απόφαση αρχίζει να διχάζει και να αμφισβητείται
Με την προσέγγιση αυτή φυσικά και δεν συμφωνούν όλοι. Μερικοί Σουηδοί πιστεύουν ότι η χώρα τους αποκλίνει από την απάντηση των περισσότερων άλλων εθνών για να επιταχύνει την ανοσία της αγέλης, διακινδυνεύοντας άσκοπα ζωές. Ο οργανισμός δημόσιας υγείας το αρνείται αυτό, αλλά ακόμη και επιστήμονες αρχίζουν να παίρνουν θέση απέναντι στην στρατηγική της; χώρας.
Εν τω μεταξύ, η καμπύλη μόλυνσης στη Σουηδία άρχισε να αυξάνεται έντονα και την Παρασκευή η κυβέρνηση κατέστησε αυστηρότερο το όριο για πλήθη σε 50 ανθρώπους. Κάποιοι κάτοικοι όπως η Elisabeth Hatlem, μια ξενοδόχος, αμφιβάλλουν σχετικά με τη σουηδική προσέγγιση. Είναι ευγνώμων που μπορεί να κρατήσει την επιχείρησή της ανοιχτή. Αλλά δεν τη αρέσει που τα έξι παιδιά της πάνε στο σχολείο εν μέσω της πανδημίας. «Για εμάς, ένα πλήρες lockdown είναι μια καταστροφή. Αλλά ανησυχώ ότι η Σουηδία θα σημειώσει έκρηξη κάποια στιγμή. Νιώθω ότι ζούμε σε ένα τεράστιο πείραμα και ποτέ δεν ρωτήθηκα αν θέλω να συμμετέχω».
Καθώς οι Σουηδοί παρακολουθούν την υπόλοιπη Ευρώπη να αυστηροποιεί τα μέτρα, αρχίζουν να αμφισβητούν την προσέγγιση της χώρας τους. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι ακούν τις συστάσεις, αλλά σε μια τέτοια κρίσιμη κατάσταση, δεν είμαι σίγουρη ότι αρκεί», λέει η Emma Frans, επιδημιολόγος στο Σουηδικό ιατρικό πανεπιστήμιο The Karolinska Institute. Ζητάει σαφέστερες οδηγίες για τους πολίτες σχετικά με το πώς πρέπει να αλληλεπιδρούν σε δημόσιους χώρους όπως καταστήματα και γυμναστήρια.
Νιώθω ότι ζούμε σε ένα τεράστιο πείραμα και ποτέ δεν ρωτήθηκα αν θέλω να συμμετέχω, λένε κάποιοι Σουδοί.
Η δρ. Emma Frans λέει ότι η ιστορία θα είναι ο δικαστής που θα κρίνει αν οι πολιτικοί και οι επιστήμονες στην Ευρώπη έχουν κάνει τις καλύτερες κινήσεις μέχρι στιγμής. «Κανείς δεν ξέρει πραγματικά ποια μέτρα θα είναι πιο αποτελεσματικά. Είμαι πολύ χαρούμενη που δεν είμαι σε αυτούς που λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις», λέει στο BBC.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τον Guardian, περισσότεροι από 2.000 Σουηδοί πανεπιστημιακοί ερευνητές δημοσίευσαν κοινή επιστολή την Τετάρτη, αμφισβητώντας τη θέση της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας, ενώ την προηγούμενη εβδομάδα κορυφαίοι επιδημιολόγοι επιτέθηκαν στον οργανισμό με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. «Πόσες ζωές είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν, ώστε να μην πάνε σε lockdown και να διακινδυνεύσουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στην οικονομία;» διερωτάται ο Joacim Rocklöv, καθηγητής επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Umeå.
Ο Tegnell απαντά: «Προσπαθούμε απλώς να το επιβραδύνουμε, γιατί αυτή η ασθένεια δεν θα φύγει ποτέ. Εάν το διαχειριστούμε όπως η Νότια Κορέα που το περιόρισε, ακόμη και αυτοί, λένε ότι βασίζονται σε αυτό που έρχεται. Το να το σταματήσουμε μπορεί να είναι ακόμη και αρνητικό, διότι θα έχουμε μια πιθανή νέα εξάπλωση της νόσου και μόλις όλα ανοίξουν, υπάρχει πιθανότητα να υπάρξει ακόμη χειρότερη έκβαση». Ενώ ο Tegnell αντιλαμβάνεται ότι θα κατηγορηθεί εάν η Σουηδία καταλήξει σε παρόμοια κατάσταση με αυτή της Ιταλίας, αρνείται να πανικοβληθεί. «Δεν θα ήμουν πολύ έκπληκτος αν καταλήξει περίπου το ίδιο για όλους μας, ανεξάρτητα από το τι κάνουμε. Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι αυτό που κάνουμε επηρεάζει την εξάπλωση. Αλλά θα δούμε».