ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΡΡΟΙΕΣ της πανδημίας είναι και το γεγονός ότι τα μέσα που ασχολούνται με το φαγητό – και την foodie κουλτούρα εν γένει – εγκατέλειψαν τον ελιτισμό που τα χαρακτήριζε υιοθετώντας εσχάτως μια σαφώς πιο προσγειωμένη προσέγγιση στο μαγείρεμα.
Η σπορά αυτής της νέας αντίληψης είχε γίνει πριν την τρέχουσα κρίση σε εκπομπές όπως το βρετανικό ριάλιτι ζαχαροπλαστικής The Great British Baking Show, που στον έκτο κύκλο του είχε αναδείξει νικήτρια την Nadiya Hussain, η οποία πλέον έχει την δική της τηλεοπτική σειρά μαγειρικής στο Netflix με τον λιτό και προσιτό τίτλο Time to Eat (Ώρα για φαγητό). Με την καλοπροαίρετη χάρη και το χιούμορ που την χαρακτηρίζουν, η παρουσιάστρια της εκπομπής επισκέπτεται σπιτικά στα οποία δεν υπάρχει ο χρόνος ή και τα μέσα για πολυσύνθετες μαγειρικές εμπνεύσεις και μοιράζεται γρήγορες συνταγές με απλά υλικά.
Τα επεισόδια του Time to Eat είχαν γυριστεί πριν από την πανδημία, μοιάζουν όμως να ανταποκρίνονται στην τρέχουσα συνθήκη, καθώς βλέπουμε την Hussain να επισκέπτεται οικογένειες και να συζητά μαζί τους με ειλικρίνεια και συμπόνοια για το καθημερινό άγχος και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσοι πολλοί άνθρωποι.
Πρόκειται για έναν πλήρη εκδημοκρατισμό του εκλεκτικού συχνά τοπίου της σύγχρονης γαστριμαργικής κουλτούρας. Όταν σε ένα επεισόδιο, μια εξαντλημένη από την δουλειά και τις οικιακές υποχρεώσεις μητέρα δύο παιδιών, εξομολογείται ότι ντρέπεται για τα πρόχειρα γεύματα που ετοιμάζει, η οικοδέσποινα της σειράς, μητέρα τριών παιδιών η ίδια, την καθησυχάζει λέγοντας: «Αυτή είναι η αληθινή ζωή. Δεν μπορεί να είναι κανείς διαρκώς ζογκλέρ και να τα κάνει όλα συγχρόνως».
Τα επεισόδια του Time to Eat είχαν γυριστεί πριν από την πανδημία, μοιάζουν όμως να ανταποκρίνονται στην τρέχουσα συνθήκη, καθώς βλέπουμε την Hussain να επισκέπτεται οικογένειες και να συζητά μαζί τους με ειλικρίνεια και συμπόνοια για το καθημερινό άγχος και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσοι πολλοί άνθρωποι. Αυτές τις μέρες είδαμε πολλά άρθρα και βίντεο να προτείνουν πολύπλοκες και χρονοβόρες συνταγές για τις ώρες της καραντίνας, ήταν σα να απευθύνονται όμως κυρίως σε όσους μπορούσαν να δουλεύουν από το σπίτι ή δεν είχαν διαρκώς τα παιδιά πάνω από το κεφάλι τους.
Παρότι όμως η σειρά γυρίστηκε πριν από την δραματική εξάπλωση του ιού και τους νέους όρους διαβίωσης που αυτός επέβαλλε, δεν βλέπουμε στη σειρά την Nadiya Hussain να επισκέπτεται εστιατόρια ή άλλους σύγχρονους γαστρονομικούς θεσμούς. Εκτός από οικογένειες (αλλά και έναν εργένη κτηνίατρο) στα σπίτια τους, το σκηνικό της σειράς περιλαμβάνει φάρμες και μονάδες παραγωγής των συστατικών που είναι απαραίτητα για την δημιουργία των γευμάτων.
Αυτό που επίσης ξεχωρίζει την σειρά από άλλα προγράμματα μαγειρικής κουλτούρας είναι ο τρόπος με τον οποίον η παρουσιάστρια μοιράζεται τα πιάτα της με τους ανθρώπους που χωρίς την εργασία τους, αυτά δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν. Σε ένα από τα επεισόδια, αφού μαγειρέψει σολομό, βάζει το φαγητό σε ένα πακέτο και πάει να το μοιραστεί με τον άνθρωπο που την ξεναγεί στην παλαιότερη ανεξάρτητη φάρμα καλλιέργειας σολομού στην Σκοτία. Πριν του παραδώσει το γεύμα, τον παρακολουθεί να την καθοδηγεί στα στάδια της καλλιέργειας και μετά γευματίζουν μαζί.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σε κάθε επεισόδιο της σειράς καθώς η Nadiya Hussain φροντίζει να ευχαριστήσει θερμά τους εργαζόμενους που είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή και την καλλιέργεια των συστατικών που χρησιμοποιεί στα πιάτα της, πιστεύοντας ότι οφείλει να τιμήσει την (αόρατη συχνά) προεργασία της μαγειρικής τέχνης.
Με στοιχεία από το Atlantic
σχόλια