Ας θέσουμε πρώτα το backstory όμως. Είμαι 24, 5/7 δουλειά (σε αυτό που έχω σπουδάσει) και τα απογεύματα άτυπα σε μια άλλη εταιρεία (καθώς και τα περισσότερα ΣΚ) καμία σχέση με το αντικείμενο μου, κάθε μέρα ξύπνημα στις 6, γυμναστήρια, 3η ξένη γλώσσα, βόλτες, οικογενειακές παράνοιες στο σπίτι (για να μη βαριόμαστε), το αμόρε που μόνο αμόρε δεν είναι καθώς 31 και “Φοβάται να πάρει το ρίσκο να είναι μαζί μου επειδή θα ήθελε σε 3 χρονάκια να κάνει οικογένεια” (όταν παίζει φίκι φίκι δεν τον είδα να φοβάται όμως) και πολλά πολλά ακόμη…
Έλεγα καιρό θέλω να πάω κάπου να χαλαρώσω. Μόνη. Να σημειώσω ότι είμαι το αντίθετο του αντικοινωνικού ανθρώπου, μ ’αρέσει να βγαίνω με παρέες και να γνωρίζω κόσμο. Έφτασα στα όρια μου, και δε φτάνω εύκολα είμαι ήρεμη και υπομονετική.
Πέμπτη μεσημέρι, έκλεισα ξενώνα, ταξί, εισιτήρια, πήρα τη μάνα μου και τον αδελφό μου και είπα Παρασκευή απόγευμα καπάκι από τη δουλειά φεύγω (μάνα αγαπημένη και τρελή, με απάντηση “και πολύ καλά θα κάνεις, παίρνε κανένα τηλέφωνο”).
Εντάξει δεν πήγα μακριά…105χλμ από τη Θεσσαλονίκη.
7 παρά περίπου έφτασα σε ένα υπέροχο χωριό, που είχα επισκεφτεί πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν είχα μείνει. Γνωρίστηκα με τους ανθρώπους που με φιλοξένησαν, μπήκα στο δωμάτιο, άφησα τα πράγματα πήρα το βιβλίο μου και έφυγα. Να σημειώσω εδώ ότι ενώ διαβάζω πολλά βιβλία, το βράδυ όταν ετοίμασα το backpack, δεν έβαλα το βιβλίο που ήθελα στη τσάντα, και το ξημέρωμα πριν φύγω τη δουλειά, άρπαξα ό,τι βρήκα μπροστά μου, χωρίς να δω μέσα στα σκοτάδια. Παιδιά ήταν βιβλίο αυτοβελτίωσης.
Πήγα είδα τον Όλυμπο, χάζευα για κανένα μισάωρο και οριακά δε σκεφτόμουν τίποτα. Κατέβηκα στην πλατεία (άδεια) και πήγα να φάω με το βιβλίο μου. Πάλι γνωριμίες, πάλι γέλια, χωρίς κανένας να μου πει “καλά τρελή είσαι και ήρθες μόνη;” Αυτός ήταν ο φόβος μου, μην έχω επάνω μου επικριτικά βλέμματα, μην ακούω σούσουρα…
Κοιμήθηκα μετά από καιρό συνεχόμενα το βράδυ. Μόλις ξύπνησα νωρίς νωρίς, το πρώτο πράγμα που είδα όταν άνοιξα την κουρτίνα ήταν το γαλάζιο του Αιγαίου. Μπορεί και να δάκρυσα. Η ημέρα ήταν πανέμορφη, ήλιος και ζέστη σε βουνό. Πήγα στο καφενείο ήπια έναν διπλό ελληνικό και έφαγα ντόπια χορτόπιτα, πάλι με το βιβλίο μου. Έφυγα και ξεκίνησα πεζοπορία σε ένα μονοπάτι για να ανέβω σε ένα παρεκκλήσι. Μαγικά και εκεί. Αργά πάλι φαΐ, κρασί γέλια με νέες παρέες, ζεστό μπάνιο και πάλι καλός ύπνος.
Καθάρισε το μυαλό μου, δε βαρέθηκα ούτε στιγμή, έκλεισα το κινητό και απόλαυσα τις μέρες σε όλο τους το μεγαλείο.
Εγώ φοβόμουν και δεν το έκανα, σκεφτόμουν τι θα πει ο κόσμος. Τελικά δεν είπε τίποτα, ίσα ίσα με αγκάλιασαν και γίναμε φίλοι από το πουθενά.