Μεγάλωσα σε ένα σπίτι γεμάτο καυγάδες και μιζέρια, και δεν εννοώ μιζέρια λόγω οικονομικών προβλημάτων. Πλέον, 29 χρονών, έχοντας περάσει από πολλά στάδια στη ζωή μου και έχοντας μια υγιή σχέση, ζω με τον άνθρωπό μου. Στο σπίτι μας υπάρχει χαρά, έχουμε χόμπι, βγαίνουμε έξω, καλούμε φίλους και περνάμε ποιοτικό χρόνο μαζί.
Ήρθα στο πατρικό μου για ένα Σαββατοκύριακο, και το σκηνικό είναι το ίδιο όπως πάντα. Οι γονείς μου, συνταξιούχοι πια, ακολουθούν την καθημερινότητά τους: ο πατέρας μου φεύγει το πρωί και γυρίζει το μεσημέρι, κοιμάται, ξυπνάει και βγαίνει πάλι το απόγευμα, ενώ η μητέρα μου κάνει δουλειές στο σπίτι, πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ και μετά κάθεται μπροστά στην τηλεόραση μέχρι το βράδυ. Το ίδιο πράγμα, κάθε μέρα.
Δεν θα προτείνουν ποτέ κάτι διαφορετικό, όπως να κάτσουμε όλοι μαζί να δούμε μια ταινία, να πάμε μια εκδρομή με το αυτοκίνητο ή να παίξουμε ένα επιτραπέζιο. Θα μου πείτε «και εσύ γιατί δεν λες κάτι», αλλά δεν με παίρνει να το κάνω. Είναι άνθρωποι της ρουτίνας και της μιζέριας. Σκεφτείτε, η μητέρα μου περπατάει μέσα στο σπίτι και όταν της προτείνω να βγει έξω για περίπατο, να δει λίγο κόσμο και φύση, βαριέται. Δεν συζητάμε πολύ, και οι γονείς μου πολλές φορές γκρινιάζουν μεταξύ τους.
Αναρωτιέμαι πώς μπορούν να ζουν τόσο δυστυχισμένοι και μίζεροι, ειδικά η μητέρα μου μπροστά από την τηλεόραση. Προφανώς και έχω σκεφτεί την κατάθλιψη, αλλά οι ίδιοι την δημιούργησαν. Είναι δύο άνθρωποι ακατάλληλοι ο ένας για τον άλλον, σε μια καθημερινή τοξικότητα και με τον φόβο να βγουν έξω από τη ζώνη ασφαλείας τους.
Το μόνο που σκέφτομαι είναι να γυρίσω στην πόλη μου, με τον άνθρωπό μου και τη δική μας γλυκιά καθημερινότητα.