Από το yalmpanis.wordpress.com
Έχει γραφεί ότι όταν στα 1848 τα αυτοκρατορικά στρατεύματα είχαν περικυκλώσει την επαναστατημένη Βιέννη, ο Μπακούνιν πρότεινε στους επαναστάτες να πάρουν τα έργα τέχνης από τα παλάτια και τα μουσεία, και να τα τοποθετήσουν μπροστά στα οδοφράγματα, ούτως ώστε οι στρατιώτες να μην ανοίξουν πυρ. Δεν ξέρω αν είναι αληθινή η ιστορία, εντούτοις, απηχεί μια αλήθεια. Το ότι δηλαδή υπήρξε μια εποχή στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια αυτού του μεγάλου ευρωπαϊκού 19ου αιώνα, όπου ο σεβασμός στην τέχνη και την κουλτούρα υπήρξε τόσο μεγάλος και τόσο αυτονόητος, ώστε ακούγεται αληθοφανής η υποτιθέμενη πεποίθηση του αναρχικού επαναστάτη Μπακούνιν ότι τα αυτοκρατορικά αντεπαναστατικά στρατεύματα δεν θα μπορούσαν να βάλουν κατά των έργων, αυτά τα ίδια στρατεύματα που θα έσφαζαν τους εξεγερμένους, αν έμπαιναν στην πόλη. Μια ορισμένη αντίληψη για την πνευματική καλλιέργεια και την καλλιτεχνική δημιουργία έμοιαζε κοινή για τους μορφωμένους Ευρωπαίους της εποχής, ακόμα αν ανήκαν σε αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα, ακόμα και αν οι ιδεολογικές τοποθετήσεις τους τούς οδηγούσαν στην αλληλοσφαγή.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα άλλαξαν βέβαια πολλά. Στον 20ο αιώνα είδαμε ότι η Ευρώπη καλλιεργεί μέσα της ένα τέρας που μπορεί να κάψει ανθρώπους και βιβλία, που μπορεί να εξοντώσει καλλιτέχνες και να καταστρέψει τα έργα τους. Ωστόσο, μετά το τέλος του δεύτερου Μεγάλου Πολέμου, η γενική πεποίθηση, και στα δύο μπλοκ που σχηματίστηκαν, ήταν όχι μόνο πως η προστασία των Τεχνών αποτελεί μέρος των θεμελιωδών αξιών που πρέπει να ενστερνίζονται οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά και ότι συνιστά υποχρέωση του κράτους να τις προάγει. Μάλιστα, στον μεταπολεμικό κόσμο, η προστασία και προαγωγή των Τεχνών συνδέθηκε αναπόφευκτα με την έκρηξη των ΜΜΕ και της μαζικοποίησης της εκπαίδευσης. Οι υψηλές τέχνες έπρεπε να γίνουν κτήμα όλων ή τουλάχιστον όσο το δυνατό περισσότερων. Γι’ αυτό και παντού στην Ευρώπη ιδρύθηκαν ΜΜΕ (ραδιόφωνα και τηλεοράσεις) που βασικό τους σκοπό δεν είχαν τόσο την πολιτική προπαγάνδα, όσο την πνευματική καλλιέργεια του μεγάλου κοινού.
Ο μπαμπάς μου υπήρξε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς αυτή η δημόσια παρέμβαση στην οποία αναφέρθηκα, μπόρεσε όντως να αλλάξει με θετικό τρόπο τους ανθρώπους και να προαγάγει τις Τέχνες. Πιτσιρικάς, τον πήρανε μαθητευόμενο σε ένα τυπογραφείο. Εκεί, οι τυπογράφοι, μάγκες τεχνίτες και λίγο διανοούμενοι ταυτόχρονα, ακούγανε Τρίτο Πρόγραμμα. Επειδή ο μπαμπάς μάλλον τους είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους τυπογράφους και σιγά-σιγά τού έγινε οικεία η μουσική που κυριαρχούσε στη δουλειά, συνέχισε να την ακούει και όταν άλλαξε επάγγελμα. Για πενήντα χρόνια (μισό αιώνα…) άκουγε κάθε μέρα Τρίτο. Επειδή κατά κύριο λόγο άνοιγε ραδιόφωνο κυρίως στη δουλειά και δούλευε πολύ, μπορώ να κάνω τον πολλαπλασιασμό 50Χ300Χ8, και να φτάσω στο συμπέρασμα ότι ο μπαμπάς μου στο πέρασμα του από τη ζωή άκουσε 120.000 ώρες Τρίτου Προγράμματος. Αυτή η υπαρξιακή σχέση με το Τρίτο άλλαξε τον ίδιο, που δεν είχε κανένα ανάλογο backround, και πέρασε και σε μένα. Δεν είναι μόνο ότι, όπως ακριβώς ο μπαμπάς μου, ακούω στη δουλειά Τρίτο Πρόγραμμα –αλλά και στο σπίτι, τα ήσυχα καλοκαιρινά απογεύματα που δεν έχουμε συνεδριάσεις… Είναι και το ότι από πολύ μικρός υιοθέτησα την πεποίθηση ότι γενικά είναι πολύ σημαντικό να προσπαθείς συνεχώς να καλλιεργείσαι, καθώς και, ειδικά, ότι η καλή μουσική είναι η λεγόμενη κλασική. Πεποίθηση που μένει ακλόνητη στο πέρασμα του χρόνου, γιατί δεν σχετίζεται με κάποιο «κήρυγμα» των γονιών (που θα μπορούσε να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα), αλλά με την ίδια την παρουσία της μουσικής στη ζωή σου. Πεποίθηση που συνδέεται στη συνέχεια τόσο αδιάρρηκτα με τις πολιτικές αντιλήψεις σου, που δεν μπορείς να θυμηθείς πότε ακριβώς έφτασες στο συμπέρασμα ότι η Αριστερά δεν είναι μόνο η παράταξη των εργαζομένων αλλά και των καλλιτεχνών, ότι κομμουνισμό δεν θα έχουμε μόνο όταν θα βρίσκουν όλοι ψωμί, αλλά και όταν όλοι θα πηγαίνουν στην όπερα.
Τώρα στο 90,9 δεν παίζει τίποτα . Και μού φαίνεται τόσο δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς για ποιο λόγο πρέπει στο 90,9 και το 95,6 να παίζει Τρίτο. Πώς μπορείς να εξηγήσεις σε ανθρώπους σαν τον Κεδίκογλου, τον Φαήλο και τον Σαμαρά ότι ο Μάρκος Μωυσίδης πρέπει οπωσδήποτε να ακούγεται στα ερτζιανά, γιατί στην εκπομπή του μαθαίνεις μουσική, γιατί από αυτόν άκουσες πρώτη φορά το Stabat Mater του Περγκολέζι, γιατί είναι σημαντικό για τη ζωή σου να ξέρεις το Stabat Mater είτε σού αρέσει είτε όχι, καθώς και γιατί ο Μωυσίδης δεν υπάρχει περίπτωση να παίξει ποτέ σε κανένα άλλο ραδιόφωνο; Πώς μπορείς να εξηγήσεις στον Κεδίκογλου ότι η εισαγωγή από τον Χρυσό του Ρήνου είναι ένα διαρκές κάλεσμα για να στρέψουμε το βλέμμα μας σε πιο μακρινούς ορίζοντες, και αυτό το κάλεσμα πρέπει να το ακούσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι; Πώς μπορείς να εξηγήσεις σε αυτόν τον απολίτιστο ακαλλιέργητο εσμό που μας κυβερνάει, ότι χρειαζόμαστε τις ορχήστρες και τους μουσικούς, γιατί η μεγάλη μουσική (για να θυμηθούμε το Όλα τα Πρωινά του Κόσμου) καταπραΰνει το υπαρξιακό άγχος που απορρέει από τη συνείδηση της θνητότητάς μας;
Η απάντηση είναι ότι σε ανθρώπους σαν τον Κεδίκογλου, τον Φαήλο και τον Σαμαρά δεν μπορείς να εξηγήσεις για ποιο λόγο χρειαζόμαστε το Τρίτο ούτε για ποιο λόγο χρειαζόμαστε την ΕΡΤ. Δεν διαθέτουν ούτε το ενδιαφέρον ούτε την ευαισθησία για να καταλάβουν. Δεν διαθέτουν αυτήν την κοινή παιδεία που ένωνε τους επαναστάτες και τους αντεπαναστάτες στη Βιέννη του 1848. Δεν διαθέτουν την έγνοια του πώς θα επιβιώσει ο πολιτισμός, πώς θα επιβιώσει η κοινωνία. Δεν μπορείς να τους εξηγήσεις. Πρέπει να τους διώξεις.
Γιάννης Αλμπάνης
σχόλια