Ας το θέσουμε αντίστροφα: αν ΔΕΝ πάρει το τρίτο της Όσκαρ η Κέιτ Μπλάνσετ για το Tar, θα είναι έκπληξη και ταυτόχρονα σοβαρή αμαρτία: οι αποχρώσεις που έχει πετύχει στο όραμα του Τοντ Φιλντ για την κατάχρηση εξουσίας μιας «μαέστρα» στα πρόθυρα επιθετικής κατάρρευσης και δραματικής άρνησης των συνεπειών της ύβρεώς της απέναντι σε όσους την εμπιστεύτηκαν πολλαπλασιάζονται συν τω χρόνω, σε μια ταινία που προσκαλεί τους ανοιχτόμυαλους θεατές σε υπέρβαση ευκολιών και βεβαιοτήτων.
Η κορυφαία Αυστραλή ηθοποιός τα λέει όλα, σε μια αποκλειστική συνέντευξη.
— Με το «Tar» έχουμε μια ταινία όπου ένας άνθρωπος που κυνηγά την αριστεία στην τέχνη καλείται να πληρώσει το τίμημα. Πού τραβάμε τη διαχωριστική γραμμή;
Είναι μια συνεχής διαδικασία αυτή η επιδίωξη. Χρειάζεσαι έναν εσωτερικό κριτικό, συχνά βίαιο, για να λειτουργεί ως φίλτρο των πράξεών σου. Η Λίντια Ταρ είναι από μόνη της ένα μουσικό όργανο, αλλά, αν και πιανίστρια, έχει κάτω από την μπαγκέτα της ένα σώμα ανθρώπων, τη συμφωνική ορχήστρα. Ο κριτής μέσα της εξωτερικεύεται κι έτσι πολλοί θίγονται από τον τρόπο της. Πολύπλοκο, δεν είναι;
Προσωπικά, όποτε κατάφερα να σπάσω ένα στεγανό, ήταν αφού πρώτα δέχτηκα αλήθειες εκφρασμένες με σφοδρότητα. Συχνά ένας σκηνοθέτης φτάνει στο σημείο να σου πει πως αυτό που κάνεις δεν λειτουργεί, δεν είναι αρκετό, πρέπει να το ξαναπάμε, χωρίς να εννοεί πως δεν ξέρεις να παίζεις, αλλά ότι δεν έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σε παράξενες συνθήκες, οφείλεις να διαβάζεις σωστά τον χώρο, και να αντιλαμβάνεσαι αν ο κόσμος γύρω σου αντέχει τη σκληρή κριτική ή αν δεν είναι έτοιμος να την ακούσει. Κι όταν ο χρόνος πιέζει –και η ταινία έχει να κάνει με τον χρόνο σε μεγάλο βαθμό– μιλάμε για έναν περίπλοκο χορό ανάμεσα στους συντελεστές.
Έχουμε τόση πολλή δουλειά να κάνουμε γυρίζοντας μια ταινία, που η ανταμοιβή, όπως στην περίπτωση του «Ταρ», με τις υποψηφιότητες για τα κοστούμια ή τη φωτογραφία, και τώρα του Τοντ σε τόσες πολλές Ενώσεις Κριτικών, με χαροποιεί αφάνταστα, γιατί αναγνωρίζεται η πολυπρισματική εργασία που χρειάστηκε για να υλοποιηθεί.
— Και τι σας έκανε να θέλετε να ασχοληθείτε με το θέμα της εξουσίας και των συνεπειών της;
Η Λίντια διαθέτει ισχύ αλλά ταυτόχρονα θέλει να γίνει δημιουργική πιέζοντας τους μουσικούς, ή όποιον ζητά τη συμβουλή της, να εξερευνήσουν αποχρώσεις, να σκάψουν βαθύτερα, να δοκιμάσουν διαφορετικά σχήματα, όπως για παράδειγμα στη σεκάνς στη σχολή Τζούλιαρντ. Το ερώτημα είναι, πώς ισορροπείς όλες τις παραμέτρους, ειδικά όταν καλείσαι να χάσεις τον έλεγχο για να πετύχεις κάτι καινούριο;
Το πρόβλημα είναι στη συλλογικότητα: μια ομάδα καλλιτεχνών δεν είναι ποτέ μια εύκολη υπόθεση, όλοι έχουν ανάγκη τον άλλο. Αυτό με προβλημάτισε και με ενδιέφερε, γιατί με ελκύει ούτως ή άλλως στη δουλειά μου η δημιουργική ανταλλαγή και τα πολλά θέματα που ανακύπτουν ανάμεσα στις δικές μου προτεραιότητες και εκείνες των άλλων.
— Με την εγκυρότητα της ερμηνευτικής σας δεινότητας, πολλοί πίστεψαν πως η Λίντια Ταρ είναι πραγματικός χαρακτήρας, και μάλιστα υπάρχει και σχετικό trend στα social media. Σας διασκεδάζει το θέμα;
Είναι πολύ ευπρόσδεκτο το γεγονός πως από ένα σημείο κι έπειτα δεν είμαστε ιδιοκτήτες των χαρακτήρων που πλάθουμε, αλλά τους διεκδικούν η κοινωνία και οι θεατές, και μάλιστα δημογραφικές ομάδες που δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ πως θα ταυτίζονταν με αυτό το φιλμ, το οποίο σε πρώτη ανάγνωση αφορά μια μεσήλικα που καταρρέει.
— Έχει για εσάς διαφορά η προσέγγιση ενός φανταστικού χαρακτήρα έναντι ενός αληθινού προσώπου;
Όχι ακριβώς, γιατί πρέπει να φαντάζεσαι στοιχεία σε έναν άνθρωπο που έζησε, και αν είναι επινοημένος, να θεωρήσεις πως κάποτε υπήρξε στ’ αλήθεια.
Ποτέ δεν είμαι σίγουρη από πού πηγάζει η έμπνευση. Αυτό όμως που έχει πάντα ζωτική σημασία είναι η διάδραση με τους συναδέλφους, και ειδικά με τον σκηνοθέτη. Είχα ανάγκη να γνωρίζω εξαρχής πώς τη συνέλαβε ο Τοντ Φιλντ και πώς την έβλεπε. Μόλις μου εξήγησε πως ήθελε να συμβαίνει η πλοκή μέσα στο μυαλό της, επιστράτευσα μια συγκεκριμένη υποκριτική προσέγγιση, σαν να είχα έναν κατάσκοπο στο μυαλό μου, αντί για κάμερα μπροστά στα μάτια μου.
Και πάλι, ο χρόνος, που σε μερικές ταινίες πιέζει εκ των περιστάσεων, με έλλειψη προβών και εποικοδομητικών διαλόγων, εδώ ήταν σύμμαχος, με βοήθησε τρομερά η πολυτέλεια της άνεσης χρόνου για να σιγοβράσει το κόνσεπτ και να ζυμωθούν οι ιδέες, καθώς προετοιμάστηκα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σκέφτηκα το στυλ της διεύθυνσής της στο πόντιουμ, τη σχέση της με τη μουσική, τα μυστικά και τα ψέματα που είπε στον εαυτό της και ό,τι έκρυβε από τους υπόλοιπους.
Όλα αυτά έκατσαν για καιρό, τα επεξεργάστηκα τόσο πολύ που πέρασαν μέσα μου υποσυνείδητα, κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Εξίσου σπάνια ήταν και η εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο Τοντ. Κοιτάξτε, ανέκαθεν με βάραιναν οι αμφιβολίες. Όχι ανασφάλειες, αλλά αμφιβολίες: από πού ξεκινάω, πώς συνεχίζω, μέχρι ποιο σημείο φτάνω, είναι ύβρις, ξεπερνάω κάποιο όριο;
Σε κάποια φάση ο σκηνοθέτης, είτε επειδή θέλει να προλάβει το φως είτε επειδή κρίνει πως έχουν εξαντληθεί οι εναλλακτικές, σου λέει επιτακτικά «στάσου σε αυτό το σημείο και κάν' το». Και το κάνεις.
Υπάρχει μια αναγκαία αμοιβαιότητα, που βασίζεται στην εμπιστοσύνη. Ό,τι και να πιστεύει ο θεατής για την Ταρ, είναι ατρόμητη. Όχι πως δεν φοβάται μήπως ξεσκεπαστούν οι παραβάσεις της, το παρελθόν της, ή μήπως ο κόσμος ανακαλύψει πως είναι απατεώνας. Αλλά ορθώνεται στο βήμα και παλεύει για αυτά που πιστεύει. Αυτού του είδους η δημιουργική επιθετικότητα μού έδωσε κίνητρο και έμπνευση.
— Με αφορμή την κατάργηση των φύλων στα φετινά βραβεία ερμηνείας των Κριτικών του Λος Άντζελες, πώς βλέπετε εσείς, ή γενικότερα η κοινότητα των ηθοποιών, το ενδεχόμενο να μην υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα στις ανδρικές και τις γυναικείες ερμηνείες, σύντομα ή στο απώτερο μέλλον; Είναι πρόωρη σκέψη ή ένας βάσιμος διάλογος;
Είναι νομίζω μάλλον πατριαρχική έννοια η διαφορά ανάμεσα στις «αρσενικές» και τις «θηλυκές» ερμηνείες, ειδικά αν λάβουμε υπόψιν μας τη συνολική συνεισφορά της μητριαρχίας (γελάει). Αναρωτιέμαι ωστόσο αν εξαρτάται από τους επαγγελματικούς συλλόγους ή από εσάς τους δημοσιογράφους το κατά πόσο θα πρέπει να εκτιμηθούν οι αποδόσεις του κάθε ηθοποιού ανάλογα με την καλλιτεχνική του φιλοδοξία.
Ξέρετε, ο τρόπος που βλέπω τις ταινίες είναι συμπληρωματικός, σαν μια φυσική αλληλουχία καλλιτεχνικών αποτελεσμάτων που απαρέγκλιτα αναφέρονται στους δημιουργικούς συντελεστές τους. Ποτέ δεν λέω «μου αρέσει αυτό» και «δεν μου αρέσει εκείνο».
Έχουμε τόση πολλή δουλειά να κάνουμε γυρίζοντας μια ταινία, που η ανταμοιβή, όπως στην περίπτωση του «Tar», με τις υποψηφιότητες για τα κοστούμια ή τη φωτογραφία, και τώρα του Τοντ σε τόσες πολλές Ενώσεις Κριτικών, με χαροποιεί αφάνταστα, γιατί αναγνωρίζεται η πολυπρισματική εργασία που χρειάστηκε για να υλοποιηθεί. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί ο τρόπος βράβευσης.
— Ήσασταν εξοικειωμένη με το έργο του Τοντ Φιλντ πριν το «Tar»;
Είχαμε συναντηθεί δέκα χρόνια πριν και συζητήσαμε για ένα project σχετικά με την Τζόαν Ντίντιον. Ο Τοντ δουλεύει ενδελεχώς με όποιο θέμα καταπιάνεται και του κοστίζει πολύ. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που είχε να γυρίσει ταινία εδώ και 16 χρόνια, αλλά καταλαβαίνω πως επενδύει τόσο πολύ από τον εαυτό του, που δεν του είναι εύκολο να φεύγει από κάπου και γρήγορα να ασχολείται με κάτι άλλο, με τον τρόπο που εμβαθύνει.
Φυσικά είχα δει και θαυμάσει τις δυο προηγούμενες ταινίες του. Είναι master of surprise. Πάντα σε εκπλήσσει, σε συγκινεί και σε αφήνει να στοχαστείς τι έχει γίνει, μέρες, εβδομάδες μετά τη θέαση. Πρωτίστως ήθελα να συνεργαστώ μαζί του, και μετά ήρθε το σενάριο, που όμοιό του δεν έχω ξαναπιάσει στα χέρια μου. Δεν υπήρχε καν λόγος να το σκεφτώ. Μόνο ο φόβος θα ήταν αιτία απόρριψης. Αλλά ευτυχώς… (γελάει)
— Συζητήσατε διεξοδικά το πιο βασικό σημείο όλων, δηλαδή το γεγονός πως μια γυναίκα πρωταγωνιστεί σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο;
Μη βλέπετε τώρα που γυναίκες όπως η Λοράνς Εκιλμπρέ, ή η Σιμόν Γιανγκ στο Αμβούργο, είναι αποδεκτές με τιμές σε μεγάλες ορχήστρες. Γεωγραφικά και κοινωνιοοικονομικά, η Λίντια Ταρ ανατράφηκε σε μια έρημο ευκαιριών για τη θέση που έψαχνε και αναγκαστικά είχε ανδρικά πρότυπα.
Η εξουσία είναι μια δύναμη που οι άνδρες έφεραν στα μέτρα τους και η Λίντια ακολουθεί ένα μοντέλο υπαγορευμένο από τέτοιου είδους συμπεριφορές. Συνεπώς απεκδύεται του φύλου, και αυτήν τη συνθήκη εξερευνά το «Tar».
— Θεωρείτε πως η πανδημία έχει πυροδοτήσει μια τάση για ακραία κρίση; Για τον εντοπισμό του θύτη, του δράστη, πάση θυσία;
Όταν ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τερατώδεις καταστάσεις, τρομάζουμε, κατεβάζουμε ρολά και ψάχνουμε κάποιον να κατηγορήσουμε, αναζητούμε απλοϊκά, εύπεπτα αφηγήματα για να βρούμε τους κακούς. Υπάρχουν πολλές εύπεπτες ιστορίες, ειδικά στην πολιτική αρένα, που καταντούν διασκεδαστικές ίσως, αλλά το «Tar» δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, γιατί αναζητά απαντήσεις ανάμεσα στις γραμμές, και το κάνει, τολμώ να πω, με μεγαλοπρεπώς άβολο τρόπο.
Η ταινία «Tar» προβάλλεται στους κινηματογράφους.