ΕΝΩ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ έχουν γραφτεί για τις ταινίες που συμμετείχαν στο Εθνικό Διαγωνιστικό Πρόγραμμα, ελάχιστες αναφορές έγιναν στο εξίσου σημαντικό και πολυδιάστατο πρόγραμμα του Διεθνούς Διαγωνιστικού της Δράμας. Κι όμως, τόσο θεματικά όσο και κινηματογραφικά, είδαμε ταινίες μεγάλης δύναμης και πολυδιάστατου ενδιαφέροντος. Παραθέτω μερικές από αυτές που ξεχώρισα και που βραβεύτηκαν. Δεν περιορίζονται σε «εθνικά» αφηγήματα, στην ενηλικίωση, στην πατριαρχία. Είναι τολμηρές και απογειώνουν την αφήγηση σε επίπεδα απελευθερωτικά για το φορμάτ του μικρού μήκους. Άρτιες καλλιτεχνικά, με ρυθμό και τόνο που σε κάνουν να τις παρακολουθήσεις με αμείωτο ενδιαφέρον, δείχνουν τον δρόμο και τις τάσεις των νέων κινηματογραφιστών στην Ευρώπη και αλλού.
Δεν περιορίζονται σε «εθνικά» αφηγήματα, στην ενηλικίωση, στην πατριαρχία. Είναι τολμηρές και απογειώνουν την αφήγηση σε επίπεδα απελευθερωτικά για το φορμάτ του μικρού μήκους.
Η ταινία «Clamor» της Salomé Da Souza (η οποία μέσα από βιντεσκοπημένο ευχαριστήριο μήνυμα μάς είπε ότι στην Αθήνα αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο) ξεδιπλώνει μέσα σε 25’ τον καλοκαιρινό εφηβικό έρωτα μεταξύ της Ζοάν και του Γκαμπέν, δύο ξαδέλφων που ρισκάρουν να εκφράσουν τη μεταξύ τους έλξη σε μια παραθαλάσσια πόλη της Νότιας Γαλλίας. Άγαρμπες συμπεριφορές, συγκρουσιακοί διάλογοι, ερωτισμός, ανταγωνισμός, αδιέξοδο. Το μεσογειακό καλοκαίρι, ο αισθησιασμός των ακάλυπτων σωμάτων και ένα πολύχρωμο σκηνικό με φόντο το μάλλον μικροαστικό περιβάλλον, όπου η αποκάλυψη του έρωτά τους αποτελεί σκάνδαλο. Δυναμικά κινηματογραφημένη και άκρως ρεαλιστικά παιγμένη, η κορυφαία στιγμή της ταινίας είναι όταν οι δυο τους μέσα σε μια ντισκοτέκ αψηφούν τα βλέμματα της άκρως συντηρητικής κοινωνίας της οποίας αποτελούν μέρος. Έλαβε δύο βραβεία, το FIPRESCI (Διεθνής Ομοσπονδία Κριτικής Ταινιών Κινηματογράφου) και το Grand Prix Drama 2024, που της εξασφαλίζει το «εισιτήριο» για τη συμμετοχή στη διαδικασία υποψηφιότητας στα Όσκαρ.
Στο «The Distance Between Us» του Léo Fontaine μέσα σε ελάχιστα λεπτά ταυτίζεσαι με την κεντρική ηρωίδα, μια μεσήλικη γυναίκα στη Γαλλία του σήμερα, πιθανότατα μετανάστρια από κάποια αφρικανική χώρα, και αγωνιάς χωρίς να γνωρίζεις τι ακριβώς διαδραματίζεται. Η Γιάλλα είναι νοσοκόμα και εγκαταλείπει τη νυχτερινή της βάρδια στο νοσοκομείο όπου εργάζεται για να προλάβει κάτι για το οποίο δεν έχουμε καμία πληροφορία. Πρωταγωνίστρια είναι η ίδια η πόλη των εργατικών συνοικιών η οποία σιγά - σιγά ξυπνάει, γύρω ακόμα σκοτάδι, και βλέπουμε τη Γιάλλα να τρέχει απεγνωσμένα αλλάζοντας λεωφορεία και τρένα, αντιμετωπίζοντας αντιξοότητες κάθε είδους − αν και τη συνδράμουν αρκετοί φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι. Τι είναι αυτό που πρέπει να προλάβει; Ένας μόνος άνθρωπος μέσα στη γιγάντια πόλη, μια γυναίκα τρομερής αποφασιστικότητας, αφοσιωμένη στον στόχο της να μη χαθεί με τίποτα η ευκαιρία. Μέχρι που ανακαλύπτουμε τον προορισμό της, κι ότι η επιμονή κυοφορούταν από τη δύναμη της μητρικής αγάπης. Αυτό είναι που την ωθούσε να ολοκληρώσει το ταξίδι μέσα στο ξημέρωμα και να φτάσει με το πρώτο φως της ημέρας στον προορισμό της. Υποψηφιότητα «Drama 2024» για το Βραβείο Καλύτερης Μικρού Μήκους Ταινίας της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου / EFA Awards 2024.
Στο «If the Sun Drowned into an Ocean of Clouds», του Wissam Charaf από τον Λίβανο, το οποίο πήρε το Ειδικό Βραβείο Αρτιότερης Παραγωγής TV5 MONDE, ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιώντας ελάχιστα μέσα και λόγια, αποκαλύπτει το ψυχογράφημα μιας κοινωνίας και μιας χώρας. Ένας φύλακας σε μια περιοχή της απέραντης Κορνίς της Βηρυτού, η οποία ανοικοδομείται, έρχεται αντιμέτωπος με χαρακτηριστικούς τύπους της καθημερινότητας της πόλης και της «παράνοιας» που εδώ και αρκετές δεκαετίες στοιχειώνει τη χώρα. Η ταινία διακατέχεται από χιούμορ και δημιουργική φαντασία, προσφέροντας ένα σύντομο αλλά ουσιαστικό αποτύπωμα μιας προβληματικής κοινωνίας.
Στο σύντομο −μόλις 14’− «Montsouris» του Guil Sela δύο κινηματογραφιστές των οποίων ακούμε μόνο τις φωνές καταγράφουν με κάμερα και ήχο, αλλά κυρίως εν αγνοία τους, ανθρώπους που περνάνε τη μέρα τους στο ομώνυμο του τίτλου πάρκο, με την ελπίδα να βρουν ένα ενδιαφέρον περιστατικό για να το εντάξουν σε ένα ντοκιμαντέρ. Και όντως, δεν αργεί να συμβεί. Δύο καλοστεκούμενοι και ευπαρουσίαστοι νέοι άντρες πέφτουν θύματα κλοπής, εξαιτίας της αφέλειάς τους. Μια νεαρή που περιφέρεται άσκοπα ζητάει από τον ένα να δοκιμάσει το ηλεκτρικό του μονόκυκλο, αξίας 1.699 ευρώ, όπως την πληροφορεί, για να δει αν μπορεί να το κουμαντάρει. Ανεβαίνει και φυσικά γίνεται καπνός! Το ενσταντανέ, του οποίου κατά κάποιον τρόπο είμαστε όλοι αυτόπτες μάρτυρες, διαθέτει κυνισμό και πολύ χιούμορ, ενώ οι συμπεριφορές των δυο φίλων είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Εκείνος που δεν του ανήκε το μονόκυκλο εξοργίζεται σαν να ήταν θέμα τιμής που τους κορόιδεψαν και που ο φίλος του δεν τον άφησε καν να καλέσει την αστυνομία, ο δε ιδιοκτήτης του μονόκυκλου κρατάει μια απολύτως μακάρια στάση. Σχεδόν ευτυχής που του συνέβη, ότι έτσι ήταν να γίνει και ίσως εκείνη να το είχε περισσότερη ανάγκη από τον ίδιο! Ο φίλος του εξοργίζεται μαζί του, αλλά στο κάτω-κάτω δεν είναι αυτός που το έχασε. Μετά τη μικρή τους κόντρα, μια τελείως «γαλλική» αντιπαράθεση με μικρο-φιλοσοφικά επιχειρήματα, συνεχίζουν τη βόλτα τους. Με κέρδισε τόσο πολύ το χιούμορ και η ελαφρότητα της μικρής αυτής ιστορίας μέσα σε ένα πάρκο γεμάτο ηλικιωμένους (ένας από αυτούς μιλάει στο κινητό του στα ελληνικά και ο καμεραμάν αναρωτιέται για την καταγωγή του) και παιδιά, που λειτουργεί σαν ένα μικρό μάθημα ζωής. Σαν τα υλικά αγαθά να μην έχουν σημασία, μόνο η προσφορά και η θετικότητα, ακόμα και σε ατυχή γεγονότα.
Το «Tremolo» του Leonard Mink από τη Γερμανία, που κέρδισε το Best Kiddo film, χαρακτηρίζεται από βαθιά ευαισθησία, τόσο ως κινηματογράφηση όσο και ως ιστορία. Ένα κωφό αγόρι πηγαίνει να περάσει λίγες ημέρες στο σπίτι του μουσικού πατέρα του, καθώς οι γονείς του είναι χωρισμένοι. Ο πατέρας, o οποίος δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να μάθει τη νοηματική, είναι αρνητικός στην προοπτική αυτή γιατί χρειάζεται χρόνο για να αφοσιωθεί στη δουλειά του στο στούντιό του. Βλέπουμε το αγόρι να χορεύει ή να «παίζει» όργανα και να δονείται από τη μουσική σαν πράγματι να ακούει, με μόνη δίοδο την αίσθησή του γι’ αυτήν. Χρησιμοποιεί τα όργανα του πατέρα του για να εκφραστεί αλλά και για να τον πλησιάσει. Η αρχική απόρριψη του πατέρα γίνεται μια θαυμαστή προσέγγιση των δύο. Σκληρή αντιπαράθεση, δυνατές εναλλαγές σκηνών, εκκωφαντική μουσική αλλά και οι σιωπές του μικρού ήρωα αποκαλύπτουν έναν κόσμο ανθρώπων που οφείλουν ο ένας στον άλλον κατανόηση, αποδοχή και αγάπη.
Ακόμα μία ταινία από το πρόγραμμα Kiddo, το «Game Rules» του Christian Zetterberg από τη Σουηδία, γνωστού σε εμάς από το «Shower boys» («Αγόρια στο ντους») που δημιούργησε σκάνδαλο όταν παίχτηκε στο πλαίσιο εκπαιδευτικού προγράμματος σε δημοτικό σχολείο στην Κρήτη, είναι ακόμα μία ταινία για παιδιά με παρεμφερή θεματική. Μια σχολική ομάδα χειροσφαίρισης συμμετέχει σε ένα τουρνουά όπου δίνουν το «παρών» και κυνηγοί ταλέντων. Τότε ξεσπάει ένα ολόκληρο θέμα αμφισβήτησης για ένα από τα πιο ταλαντούχα παιδιά της ομάδας, καθώς αμφισβητείται το φύλο του. Είναι κορίτσι ή αγόρι; Εξαιρετικά γυρισμένη, έχοντας στο επίκεντρο τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, την εφηβική ευαισθησία, τον άνθρωπο ως αξία μεγαλύτερη από την ταυτότητά του.