Η Σήλια Δραγούνη είναι χρόνια τώρα η αγαπημένη μου σχεδιάστρια μόδας. Έχω ένα ολόσωμο μαγιό της, ένα μεταξωτό κιμονό και ένα λευκό φόρεμα σαν νυφικό. Ενώ τα αγόρασα πριν από χρόνια, είναι σαν καινούργια. Είναι που και η ίδια είναι ένα βήμα μπροστά από την εποχή. Το brand της είναι προσωποκεντρικό και το μοντέλο συχνά είναι η ίδια. Λες και μαζί με τα ρούχα σού κάνει και μια πρόταση για τον τρόπο που θα τα φορέσεις.Την παρατηρώ, έτσι, φυσική, ελάχιστα βαμμένη, με τα μαλλιά ατημέλητα· δεν έχει ηλικία, θυμίζει ένα ανέμελο κορίτσι που θα ανέβει στο skate του και θα φύγει μακριά από καθετί κοινότοπο και βαρετό.
Τα νυφικά που σχεδιάζει είναι σαν να τα φορούν Νύμφες. Έχουν κάτι υπερβατικό, ανεπιτήδευτο, κάτι εντελώς δικό της. Είναι αεικίνητη, μοιάζει με σύγχρονη Αμαζόνα, μονίμως εξελίσσεται.
Η Σήλια είναι ένα boho κορίτσι. Το σπίτι της είναι ακριβώς όπως εκείνη, σαν να ακολουθεί τον κυματισμό των μαλλιών της. Στους τοίχους έχει ζωγραφιές δικές της και κάτι μεγάλες φωτογραφίες από παλιότερες φωτογραφίσεις της. Δίπλα στην τραπεζαρία, ένα σταντ με ρούχα. Η μόδα ζει μαζί της, αναπνέει δίπλα της. Μια σανίδα του skate βρίσκεται στη μέση του καθιστικού! Όλα τα αντικείμενα είναι σαν να αφέθηκαν να βρουν μόνα τους τη θέση τους στο σπίτι. Δεν δένεται με σπίτια και αντικείμενα. «Δεν είμαι σπιτόγατα. Ποτέ δεν ήμουν. Με νοιάζουν περισσότερο τα ταξίδια. Τι γίνεται εκεί έξω».
Για μένα το μέλλον είναι να μη χρειάζεται να ξοδέψω για νέο ύφασμα, να φτιάχνονται ρούχα από τα ήδη υπάρχοντα, που μετά θα είναι σαν καινούργια. Ήδη έρχεται κόσμος, μου φέρνουν τα αγαπημένα τους παλιά κομμάτια που τα έχουν βαρεθεί και μου ζητάνε να τα κάνω αλλιώτικα. Είμαι πολύ ανοιχτή σε αυτό και το αναλαμβάνω με χαρά.
«Ζήσε απλά, πέτα τα περιττά. Κράτα τα απαραίτητα και τα λειτουργικά»: αυτή είναι η φιλοσοφία της τον τελευταίο καιρό. Διάλεξε το συγκεκριμένο διαμέρισμα κυρίως για το τζάκι του, συγκεκριμένα για τα πλακάκια στο τ-ζ-ά-κ-ι! «Το πλακάκι αυτό είναι σαν να λέει: “Σήλια, καλωσόρισες, αυτό είναι το σπίτι σου”». Το παρατηρώ και πράγματι είναι ένα πλακάκι που μοιάζει να φτιάχτηκε για εκείνη. «Δεν έμαθες την ιστορία του;» τη ρωτάω. «Όχι, δεν ρώτησα. Μου αρέσει η ερμηνεία που δίνω εγώ στα πράγματα, θέλω να υπάρχουν περισσότερες από μια εκδοχές».
Τη ρωτάω αν είχε κόνσεπτ όταν το έφτιαχνε το σπίτι, αν συμβουλεύτηκε διακοσμητή. «Ούτε διακοσμητή ούτε κόνσεπτ. Πρώτα βρήκα αυτή την ωραία ταπετσαρία, και αυτή μου έδωσε την έμπνευση για τα υπόλοιπα. Ήθελα να χωρέσω τα έπιπλα, χωρίς να κάνω τον χώρο αποπνικτικό. Αυτό το έπιπλο-αντίκα είναι απ’ το πατρικό μου», λέει και δείχνει ένα εντυπωσιακό ξύλινο έπιπλο. «Έβαλα πολλή ενέργεια για έναν χρόνο. Τις καρέκλες όλες της τραπεζαρίας τις έτριψα και τις έβαψα μόνη μου. Είχε πολλή δουλειά. Ήταν απελευθερωτικό και εξοντωτικό ταυτόχρονα. Αφοσιώθηκα στο σπίτι, αλλά μετά δεν ασχολήθηκα ξανά. Τα έπιπλα έχουν μείνει έτσι τα τελευταία επτά χρόνια. Αν το σκεφτείς, είναι τα μόνα που μπορούν να μένουν πραγματικά στη θέση τους χωρίς να τα αλλάζει ο χρόνος».
Η Σήλια νιώθει ότι το διαμέρισμά της έκανε τον κύκλο του. «Μου αρέσουν πλέον τα μικρότερα σπίτια. Όσο μεγάλο κι αν είναι ένα σπίτι, καταλήγουμε να ζούμε στα λίγα τετραγωνικά που βολευόμαστε. Εγώ, τον περισσότερο χρόνο, τον περνάω στην κρεβατοκάμαρα. Οπότε χρειάζομαι μικρούς, cosy χώρους, που λειτουργούν προστατευτικά».
Φοράει ένα τζιν, πολύχρωμες κάλτσες και ένα T-shirt, η απλότητα είναι η ταυτότητά της. Aγαπάει τον John Galliano. Το χρώμα της είναι το μαύρο, η εποχή της, η άνοιξη. Στη συζήτηση είναι ανοιχτή, ειλικρινής, δεν φιλτράρει τα λόγια της. Μου μιλάει για τα πρώτα χρόνια των σπουδών της στην Καλών Τεχνών στο Λονδίνο και την ανορεξία, που την ταλαιπώρησε για καιρό.
«Στο Λονδίνο ήταν σαν να έπαθα πολιτισμικό σοκ. Ήμουν ένα παιδί κλειστό, αρκετά περιορισμένο απ’ την οικογένειά μου, με καλούς τρόπους και πολλά “πρέπει” στο κεφάλι μου. Στο Λονδίνο όλα ήταν ανοιχτά και χύμα. Για να ανήκω σε αυτή την ευρύτερη παρέα θεώρησα ότι έπρεπε να μοιάζω με τα ανορεξικά μοντέλα που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στη μόδα. Δυσκολεύτηκα με το βάρος μου. Ήταν δύσκολη η αποδοχή του εαυτού μου. Μετά την ανορεξία ήρθε και η βουλιμία. Μου πήρε χρόνια να με αποδεχτώ και να με αγαπήσω. Δεν παίζει ρόλο η ομορφιά. Μάλλον η ίδια η ομορφιά είναι που σου ζητάει πάντα κάτι περισσότερο. Είναι σαν παγίδα». Στο timing πιστεύει πιο πολύ και από τη μοίρα. Με τη μόδα ήταν καλό το timing. Στην Kαλών Tεχνών, στη διπλανή αίθουσα, δίδασκαν σχέδιo μόδας. Πήγαινε και κοιτούσε μόνο στην αρχή, σταδιακά όμως την κέρδισε. Ήταν σαν αποκάλυψη.
«Δεν την είχα σκεφτεί τη μόδα, αλλά, τελικά, είναι σαν να σκέφτηκε εκείνη εμένα», λέει με ένα μεγάλο χαμόγελο. Ντυνόταν πάντα διαφορετικά. Απ’ την εφηβεία αγαπούσε τις extreme δραστηριότητες, έκανε skate και snowboard. «Να φανταστείς, όταν ήρθε snowboard στην Ελλάδα, ήμασταν όλα κι όλα τρία κορίτσια που κάναμε φανατικά».
Φορούσε φαρδιά τζιν και ρούχα «σκεϊτάδικα», που ακόμα της αρέσουν. «Δεν μπορούσα να ντυθώ υπερβολικά επίσημα. Ακόμα και σήμερα, και καλό φόρεμα να βάλω, και τακούνια, θα είμαι με τα μαλλιά αχτένιστα. Θα κοιτάξω να το “σπάσω” το επίσημο με κάτι πιο χύμα, πιο ροκ. Φέρ’ ειπείν, δεν πάω στο κομμωτήριο για χτένισμα ποτέ. Ούτε μου αρέσει να βάφομαι. Και να βαφτώ, θα το κάνω έτσι ώστε να μη φαίνεται».
Τη ρωτάω αν είναι ακόμα ριψοκίνδυνη. Χαμογελάει πονηρά, σαν να την έπιασα να κάνει ζαβολιά. «Μου αρέσει πολύ η αδρεναλίνη. Θέλω συνέχεια να υπάρχει κάτι να με ανεβάζει. Τώρα, βέβαια, έχω καταλαγιάσει, το ψάχνω με πιο χαλαρούς και υγιείς τρόπους. Μεγαλώνουμε, πρέπει να προσέχουμε αυτό που έχουμε. Έχω πάει τον εαυτό μου στα άκρα, οπότε εκτιμώ το μέτρο».
Με φωνάζει με άνεση στο δωμάτιό της. Της λέω ότι πολλοί άνθρωποι διστάζουν να δείξουν το υπνοδωμάτιό τους, σαν να φοβούνται ότι έτσι θα καταλάβουν κάτι περισσότερο γι’ αυτούς. «Δεν έχω τίποτα να κρύψω», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, «δες ό,τι θες». Ξαπλώνει στο κρεβάτι της, που είναι ψηλό, και μοιάζει σαν να ανεβαίνει στα ουράνια. Το δωμάτιό της είναι πράγματι η καρδιά του σπιτιού. Εδώ φυσάει άλλος αέρας. Ανοίγει τις ντουλάπες, βγάζει τα αγαπημένα της σακάκια και μου τα δείχνει. Φέρνει δυο μεταξωτά κιμονό από παλιότερες συλλογές της. «Φόρεσε εσύ το ροζ κι εγώ το γαλάζιο», λέει. Τα δοκιμάζουμε και γελάμε. Νιώθω σαν να επιστρέφω στην εφηβεία. Υπάρχει μια κοριτσίστικη συνενοχή.
«Στο εξωτερικό τολμάνε οι νύφες ακόμα και το second hand νυφικό. Εμένα με βρίσκει σύμφωνη όλο αυτό. Όπως και η επιλογή των δειγμάτων που μένουν στο τέλος κάθε σεζόν και είναι σε άψογη κατάσταση, τα samples, όπως τα λέμε. Γιατί να μην πάρεις ένα πιο οικονομικό sample-sale νυφικό; Αγαπώ τις έξυπνες αγορές. Το πώς διαθέτεις τα χρήματα σου και που είναι μέρος της ευφυΐας σου».
Μιλάμε και αλλάζουμε δωμάτια. Με παροτρύνει να καθίσω στην αγαπημένη της πολυθρόνα που θυμίζει την ταινία «Πέρα από την Αφρική».
Mέσα στην καραντίνα, αναθεώρησε πολλά. «Ήταν σαν υπαρξιακό χαστούκι. Έθεσα στον εαυτό μου πολλά ερωτήματα. Θέλω να τη συνεχίσω αυτήν τη δουλειά; Μήπως η μόδα δεν με θέλει άλλο; Ή μήπως πρέπει να την ακολουθήσω να δω πού πάει, γιατί σίγουρα πηγαίνει κάπου αλλού. Έτσι, αισθάνθηκα ότι θέλω να γυρίσω το brand σε κάτι πιο φιλικό προς το περιβάλλον. Να κάνω όσο το δυνατό μικρότερη παραγωγή καινούργιων ρούχων με καινούργια υφάσματα. Δεν θέλω να μένει στοκ. Μ’ αυτόν τον τρόπο αισθάνομαι ότι βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βοηθώντας τον πλανήτη να μην παράγει τόσα ρούχα. Η μόδα σαφώς μολύνει τον πλανήτη. Το χειρότερο κακό το κάνει το fast fashion, οι μεγάλες αλυσίδες ρούχων. Θέλω να δω πώς μπορώ να γίνω ακόμα πιο πρακτική. Τα δύο τελευταία χρόνια έχω ξεκινήσει στο site μου ένα τμήμα για vintage αγορές, όπου έχω και παλιότερα κομμάτια μου, στα οποία έχω επέμβει, ένα είδος ανακαίνισης στο παλιό ρούχο. Είναι σαν να γεννιέται μια καινούργια ιστορία απ’ το ίδιο ρούχο Αυτό με ενδιαφέρει πλέον πολύ».
Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη γι’ αυτό. «Παλιότερα, σίγουρα όχι. Τα δύο τελευταία χρόνια, όμως, βλέπω μια αλλαγή, μπαίνουν πιο εύκολα οι καταναλωτές στη λογική του second hand. Για μένα το μέλλον είναι εκεί, να μη χρειάζεται να ξοδέψω για νέο ύφασμα, να φτιάχνονται ρούχα από τα ήδη υπάρχοντα, που μετά θα είναι σαν καινούργια. Ήδη έρχεται κόσμος, μου φέρνουν τα αγαπημένα τους παλιά κομμάτια που τα έχουν βαρεθεί και μου ζητάνε να τα κάνω αλλιώτικα. Είμαι πολύ ανοιχτή σε αυτό και το αναλαμβάνω με χαρά. Να, δες, αυτό το παλιό τζιν με τα ξέφτια ήταν ένα παλιό μου Levi’s, και τώρα, με την παρέμβαση που έκανα, θυμίζει καινούργιο», λέει και μου δείχνει περήφανα το τζιν της.
«Τα vintage ρούχα τα αγαπώ ξεχωριστά, γιατί έχουν ιστορία. Θέλει πολύ ψάξιμο, αλλά μπορείς να βρεις μοναδικά κομμάτια. Ταξιδεύω πολύ συχνά, έτσι, σε κάθε ταξίδι, αγοράζω ένα-δυο κομμάτια και φτιάχνω σιγά σιγά μια δική μου, προσωπική συλλογή που μπορώ μετά να τη μοιράζομαι με όσους αγαπούν το στυλ μου και θέλουν κάτι απ’ όλα αυτά. Δεν αντέχει ο πλανήτης άλλη υπερβολή και σπατάλη. Η εποχή μάς ζητάει να κρατήσουμε το ουσιαστικό», λέει και βάζει δυνατά το αγαπημένο της τραγούδι, το «Depreston» της Barnett, που ακούει συνεχώς αυτό το διάστημα. Φεύγω και νιώθω ότι τον κόσμο, αν τον σώσει κάτι, θα ’ναι μόνο η ομορφιά και κάποιοι ωραίοι άνθρωποι που ανακατεύουν την τράπουλα της ζωής τους ξανά και ξανά.