Το διαμέρισμα του Ευάγγελου Μιχέλη στου Ψυρρή είναι σαν σπουδή στη συναισθηματική διακόσμηση. Το έχω δει σε διάφορες φάσεις, προ και μετά χωρισμού, σε μίνιμαλ και σε μια πιο elegant mix and much εποχή. Στην τωρινή θα έβαζα τίτλο: «Κάνε ομορφότερο το ήδη ωραίο».
Ο Ευάγγελος το interior design το παίζει στα δάχτυλα. Το 'χει σπουδάσει και το υπηρετεί πάνω από είκοσι χρόνια, έχοντας δημιουργήσει δεκάδες καλόγουστα και λειτουργικά σπίτια. Το ενδιαφέρον είναι πόσο πωρώνεται με ό,τι κάνει και ότι δεν κουράζεται να πειραματίζεται με φόρμες, χρώματα, υφές, ταπετσαρίες και με ό,τι άλλο βάλει στο ανήσυχο κεφάλι του.
Κάθε φορά που είμαι στον χώρο του, είναι σαν να φοράω 3D γυαλιά και να ξεφυλλίζω το «ΑD». Ό,τι δικό του βλέπω, σκέφτομαι πώς μπορώ να μετατρέψω κάτι δικό μου που μοιάζει. Αυτή την τσαχπινιά έχει αυτό το διαμέρισμα, σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να το κάνεις και εσύ. Όπως στη μοντέρνα τέχνη, που σκέφτεσαι «αυτό είναι εύκολο, το κάνω», αλλά τελικά δεν το κάνεις ποτέ.
«Δεν μου αρέσει το πρόχειρο, το βιαστικό. Αυτή η τάση της εποχής με την ταχύτητα δεν με βρίσκει σύμφωνο. Θυμώνω και με την κακοποίηση της γλώσσας, που γίνεται όλο και πιο φτωχή. Λένε οι νέοι “κόβομαι”, “φασαίος” και είναι σαν να μην γίνεται καμιά προσπάθεια να εμβαθύνουν».
Για να καταλάβετε, έχει πάρει μια ντουλάπα της γιαγιάς του, παλιά, ξύλινη, την έχει βάψει ένα απαλό ροζ χρώμα, έχει βάλει στη ράχη της μια αριστουργηματική ταπετσαρία και την έχει μετατρέψει σε «βαρύ πυροβολικό» στο καθιστικό του. Εγώ, πάλι, την ολόιδια ντουλάπα δεν τη μέτρησα σωστά και κατέληξε στον παλιατζή. (Μεγάλη απάτη ο παλιατζής, δεν παίρνει αφιλοκερδώς τα παλιά, όπως υπόσχεται. Σου ζητάει και έναν σκασμό λεφτά επειδή στα κατέβασε στην καρότσα.)
Λοιπόν, το διαμέρισμα του Βαγγέλη είναι απ' αυτά που φανερά ή κρυφά τραβάς φωτογραφίες και μετά τις δείχνεις στον ταπετσιέρη και του λες «πώς μπορούμε να κάνουμε περίπου αυτό;».
Καταρχάς το φρέσκο το μυρίζεις και απ' την περιοχή που επέλεξε, και δεν την επέλεξε σήμερα, το διαμέρισμα το αγόρασε το 2000, όταν η περιοχή ήταν σε εξαθλίωση. Με τη σχεδιάστρια Βάσω Κόνσολα, μάλιστα, είχαν βγάλει το σλόγκαν «όποιος στου Ψυρρή περιπατεί, σύριγγες και σκατά πατεί». Και ήταν μεγάλη αλήθεια. Η γειτονιά περνούσε τη σκοτεινή της περίοδο. Τοξικοεξαρτημένα άτομα κοιμόντουσαν στην είσοδο και περνούσες πάνω από ναρκωμένα σώματα για να μπεις στην πολυκατοικία. Ο ίδιος έδωσε μεγάλο αγώνα να αλλάξει εικόνα η περιοχή.
Τον φωνάζω «αντιδήμαρχο» γιατί έχω παρακολουθήσει τις εντατικές προσπάθειές του να καθαρίσει η γειτονιά. Ο Ευάγγελος, όμως, μόνο αντιδήμαρχος δεν είναι, αλλά ένας πραγματικός καλλιτέχνης, οπαδός της σχολής Βauhaus και του οραματιστή Walter Gropius, που πίστευε στην ανάγκη της ενότητας μεταξύ αρχιτεκτονικής, καλών τεχνών και εφαρμοσμένων τεχνών. Για εκείνον ο καλλιτέχνης είναι ένας «τεχνίτης» με αυξημένη γνώση της αισθητικής.
Έτσι, μετά τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών πήγε για μετεκπαίδευση στη Βαρκελώνη. «Μ' άρεσε να περπατάω με τις ώρες. Έτσι γνώρισα όλες τις γειτονιές. Παρατήρησα λοιπόν την περιοχή Βario Chino, που ήταν εντελώς υποβαθμισμένη, πόσο όμορφα αναβαθμίστηκε μέσα σε λίγα χρόνια .Ίδια περίπτωση ήταν και του Ψυρρή. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι θα 'κανε θαρραλέα βήματα στην αναβάθμιση. Είναι η καρδιά του κέντρου. Δεν θα έμενε για πάντα εξαθλιωμένη».
Το διαμέρισμα ήταν στο παρελθόν βιοτεχνία ρούχων. Όταν το πρωοείδε, ήταν ένα χρέπι, αλλά είδε την προοπτική του. Όπως κάνει σε κάθε χώρο. Από μικρός, άλλωστε, είχε μάθει να βλέπει τα «εντόσθια» ενός σπιτιού. Γιος οικοδόμου, βοηθούσε τα καλοκαίρια τον πατέρα του στην οικοδομή και είναι σε θέση να βλέπει το κάθε σπίτι σαν ένα αρχιτεκτονικό παλίμψηστο, και πάνω του να προσπαθεί να χωρέσει ένα σωρό τάσεις και διαφορετικές οπτικές. Έτσι, το αγόρασε χωρίς δεύτερη σκέψη τη μέρα ακριβώς που η δραχμή έγινε ευρώ, και ξεκίνησε σιγά σιγά να του δίνει μορφή.
Χρόνια μετά, συνέβη το καταπληκτικό: ένας ταξιτζής που κάλεσε και τον πήρε κούρσα έξω απ' το σπίτι άρχισε να τον ρωτά σε ποιον όροφο μένει και του αποκάλυψε ότι το διαμέρισμα ήταν στο παρελθόν η δική του βιοτεχνία. «Άρχισε να μου διηγείται τα γαμήσια που είχαν γίνει εκεί γιατί ήταν “πεταχτούλης” ο βιοτέχνης και ερωτύλος και μου έλεγε για τη σέξι γειτόνισσα που έπαιρνε μάτι και άλλες πιπεράτες ιστορίες της γειτονιάς».
«Ποτίζουν άραγε καύλα τα ντουβάρια;» τον ρωτάω.
«Όλα ενέργειες είναι. Ένας παθιάρης πρώην ιδιοκτήτης είναι σαν να σου αφήνει μια καλή παρακαταθήκη. Μπορεί να την πεις κάτι σαν ευχή. Ήταν εντελώς αναπάντεχη αυτή η συνάντηση γιατί του έδειχνα φωτογραφίες πώς το έχω φτιάξει το σπίτι και είχε συγκινηθεί».
Πάντως, αν τα τα σπίτια μιλούσαν για τον ιδιοκτήτη, στην τωρινή φάση θα έλεγες πως ο Ευάγγελος θέλει πλέον λίγες και καθαρές κουβέντες. Δεν μπορεί τα πολλά πολλά. Επιθυμεί ζωή διάφανη και απαλή. Αυτό σου ψιθυρίζει το πεντακάθαρο σπίτι που μυρίζει φρεσκάδα με το που θα βγεις απ' το ασανσέρ, πριν ακόμα χτυπήσεις το κουδούνι.
«Χρόνια τώρα μού ζητάνε συμβουλές. Τα πέντε πράγματα που θα ανανεώσουν το σπίτι σου. Τα τρία χρώματα που θα φορεθούν. Είναι για μένα “άδειες” αυτές οι συμβουλές. Σαν να ρωτάς έναν τοπ σεφ να σου εξηγήσει πώς κάνει την μπεσαμέλ. Θα σου πει τα ίδια υλικά που βάζουν όλοι. Ε και; Τι θα πει; Έχεις το χέρι να το φτιάξεις; Η μόνη συμβουλή που μπορώ να δώσω είναι "κράτα τον χώρο σου καθαρό, να μυρίζει όμορφα, να έχεις φρέσκα λουλούδια στα βάζα. Να 'χεις καθαρίσει τα φυτά απ' τα κιτρινισμένα φύλλα, να 'χεις πετάξει τα πολλά αντικείμενα που μένουν σκονισμένα". Εγώ πιστεύω στη ροή της ενέργειας, κοιτάω και το φενγκ σούι και έχω έναν συνεργάτη που δουλεύουμε πάνω σ' αυτό. Μπορεί κάποιος να πει ότι όλα αυτά είναι new age βλακείες, αλλά για μένα είναι τρομερά σημαντικό να έχεις ένα σπίτι που "αναπνέει". Ένα σπίτι καθαρό, και ταπεινό να 'ναι, και με λάθος διακόσμηση, στο τέλος σε κερδίζει γιατί σε κάνει να αισθάνεσαι όμορφα».
Έτσι και στο δικό του, ξεκουράζεται το μάτι και έχω την αίσθηση ότι αν κατοικήσω εκεί έστω και για λίγο θα βάλω το εσωτερικό μου κουβάρι σε σειρά. (Λέμε τώρα.)
Θυμάμαι, όταν το είδα για πρώτη φορά, είχα τρομάξει γιατί στην είσοδο ήταν ένα σωρό τοξικοεξαρτημένα άτομα και είχα μαρτυρήσει μέχρι να ανέβω στον όροφό του. Και ανοίγει την πόρτα και βλέπω αυτό το εντυπωσιακό λοφτ και το κοντράστ τού μέσα με το έξω ήταν άκρως εντυπωσιακό. Έξω παρακμή, μέσα αναγέννηση. Έξω χάος, μέσα ελπίδα. Σαν τα πάνω κάτω της ζωής.
Αγαπημένο δωμάτιο είναι η κρεβατοκάμαρα, με την ανοιχτή ντουζιέρα που θα μπορούσε να 'ναι κρεβατοκάμαρα σε πεντάστερο. Πάντα με γοητεύουν τα κάπως «ξενοδοχειακά» σπίτια. Που δεν έχουν περιττά αντικείμενα και υπάρχει μια αίσθηση αιώνιου ενεστώτα.
Και φυσικά το εντυπωσιακό μπαλκόνι του με την ανεμπόδιστη θέα στην πόλη, και στα αριστερά η Ακρόπολη να μοιάζει σαν ένας άλλος πλανήτης που έχει έρθει πιο κοντά μας.
Στο ίδιο μπαλκόνι υπάρχει και μια ντουζιέρα με μπαλινέζικη λογική. Τη βλέπεις στο βάθος, αφού διασχίσεις το νοητό μονοπάτι με τα ωραία φυτά, την μπανανιά, τα μπαμπού, τη μανόλια. Και το gardering είναι μια μεγάλη του αγάπη. Τον μύησε σε αυτό ένας συμφοιτητής του στη Σχολή Καλών Τεχνών, που έχει μεγάλη αγάπη και γνώση για τα φυτά.
Μου εξηγεί ότι έφτιαξε την ντουζιέρα γιατί πολλά ηλιόλουστα πρωινά το μπαλκόνι γινόταν «παραλία» και χρειαζόταν να δροσίζεται χωρίς να μπαίνει μέσα στο σπίτι και να γίνονται όλα μαντάρα.
«Σε ποιο δωμάτιο έχεις πλαντάξει πιο πολύ στο κλάμα;», τον ρωτάω.
«Στην κουζίνα του σπιτιού γιατί εκεί καθαρίζω τα κρεμμύδια και το δάκρυ τρέχει κορόμηλο. Κατά τα άλλα έχω καταβάλει μεγάλη προσπάθεια ψυχοθεραπευτικά για να μπορώ να κλάψω, γιατί ήταν μπλοκαρισμένο το συναίσθημα, οπότε σε όποιο δωμάτιο πλέον έρθουν δάκρυα είναι καλοδεχούμενα».
«Όταν χωρίζεις, βάφεις τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσε;»
«Ούτε καν, αυτό θα θύμιζε περισσότερο το πρόσωπο που θα ήθελα να ξεχάσω. Στον χωρισμό η πρόκληση είναι, αφού περάσεις τα διάφορα στάδια πένθους, να ρίξεις φως στο σκοτάδι, να κάνεις το σπίτι σου ακόμα πιο φιλόξενο. Να έχεις ωραία λουλούδια στα βάζα, μουσικές και ωραίους ανθρώπους μέσα».
Τον ρωτάω ποιο σπίτι μέχρι σήμερα θεωρεί «άβατο» στη διακόσμηση. Ποιο σπίτι, δηλαδή, τον μάγεψε.
«Το σπίτι του Σαλβαντόρ Νταλί στο μικρό ψαροχώρι Φιγκέρες. Δεν το πίστευα ότι μπορεί να υπάρχει αυτό το σπίτι και ειδικά η κρεβατοκάμαρα. Έχει χαραχτεί αυτή η εικόνα μέσα μου πιο έντονα από ό,τι άλλο ωραίο έχω δει. Με τα χρόνια έχω πλέον την επαγγελματική διαστροφή να κοιτάω πάντα αν ο χώρος έχει προσεγγίσει εκατό τοις εκατό τον ψυχισμό ενός ανθρώπου. Στο συγκεκριμένο έχει λειτουργήσει αυτό εκατόν ένα τοις εκατό. Όποιος έχει πάει σ' αυτό το σπίτι, που είναι πλέον μουσείο, θα καταλάβει αυτό που λέω».
Για τον Ευάγγελο η διακόσμηση είναι ένα πράγμα. Ο άνθρωπος. Ποιος άνθρωπος κατοικεί στο σπίτι. Τι ανάγκες έχει. Δεν είναι δημόσιος χώρος, είναι το σπίτι όπου μπορεί να μένει μια ολόκληρη οικογένεια με διαφορετικές ανάγκες. «Εξετάζω σχολαστικά τι περιλαμβάνει η καθημερινότητα αυτού του ανθρώπου. Είναι εργένης; Γκέι; Στρέιτ; Δικηγόρος ή καλλιτέχνης; Είναι πολύ σημαντικό να μάθω γι' αυτόν, γιατί η προσωπικότητά του θα μου δώσει την έμπνευση να προχωρήσω».
«Αν μπορούσα να παρομοιάσω έναν χώρο με το ανθρώπινο σώμα, θα έλεγα ότι η αρχιτεκτονική είναι ο σκελετός, η καρδιά είναι η διακόσμηση, η ψυχή όμως είναι τα έργα τέχνης που επιλέγεις να βάλεις στο σπίτι».
Στον τοίχο πάνω από το τζάκι δεσπόζει ένα μεγάλο έργο του Νίκου Τσιαπάρα, που δίνει βάθος στον χώρο. «Είναι ένα κορίτσι που σε τραβάει να το ακολουθήσεις στον ορίζοντα, στον πυρήνα. Ένα έργο πρέπει να θες να το βλέπεις κάθε πρωί, ακόμα και τις μέρες που θα ξυπνήσεις ζορισμένος».
«Γιατί δεν έχεις δικά σου έργα στους τοίχους;»
«Τα έχω πια κρυμμένα, δεν αντέχω τον τόσο εγωκεντρισμό. Έχω ένα στον διάδρομο κάτω κάτω, που δεν βγάζει μάτι».
Τον ρωτάω και για αγαπημένους του interior designer ανά τον κόσμο. «Άλεξ Παπαχριστίδης, Gert Voorians, John Lautner, India Mahdari, Toni Duquette, μερικοί που μου έρχονται αυθόρμητα, γιατί είναι πάρα πολλοί αυτοί που θαυμάζω και ακολουθώ».
Πλέον δεν αγοράζει τόσα περιοδικά όσα στο παρελθόν, αλλά παρακολουθεί συγκεκριμένους ανθρώπους στο TikTok. Του αρέσουν και τα βίντεο της «Vogue» που σε ξεναγεί ο άλλος σπίτι του μέσα σε δυο λεπτά.
Αγαπημένα του αντικείμενα στο σπίτι; «Πολλά, θα πω όμως μια '70s λάμπα με μπορντό μετάξι που την έφερα απ' το τελευταίο μου ταξίδι στο Παρίσι. Και μια μπερζέρα όπου κάθομαι συχνά και διαβάζω, με ύφασμα του Jim Tomson και ένα μαξιλάρι του John Derian».
Ονειρεύεται πάντα να αποκτήσει το ανάκλιντρο Le Corbusier, την Barcelona chair του Mies van de Rohe. Ένα ρολόι τοίχου του George Nelson. Ένα τραπέζι του Eero Saarinen, μια πολυθρόνα της Eileen Gray.
Προσπαθώ έστω και πονηρά να του αποσπάσω μερικές συμβουλές για κουρτίνες και χαλιά.
«Οι κουρτίνες τι είναι σ' ένα σπίτι;» τον ρωτάω στο ξεκούδουνο, χαϊδεύοντας μια δική του κουρτίνα που είναι ένα ύφασμα παραλλαγής του στρατού. «Παρομοιάζω τις κουρτίνες με τα μπιζού. Εξαιρετικά σημαντικό αξεσουάρ. Τα λάθος μπιζού μπορεί να σου χαλάσουν όλο το ντύσιμο. Η κουρτίνα είναι το φιλτράρισμα του φωτός. Είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Απ' το ράψιμο, το ύψος. Πάντα πρέπει να βλέπουμε πώς είναι το παράθυρο. Τι βλέπεις απέναντι; Θέλεις να βλέπεις αυτό που βλέπεις; Όλα τα παραπάνω πρέπει να τα μελετήσουμε προσεχτικά και να μη βιαστούμε να βάλουμε την πρώτη κουρτίνα που θα βρούμε μπροστά μας».
«Με χαλιά τι να κάνουμε, να βάλουμε την μπουχάρα της καταξίωσής μας;»
«Η μπουχάρα μπορεί να στο κάνει το σπίτι μαντάρα. Μακελειό. Έρχεται από μια άλλη φιλοσοφία, άλλη κουλτούρα, για να την παντρέψεις σωστά πρέπει να παίζεις το mix and match στα δάχτυλα. Αλλά αυτό προϋποθέτει μεγάλη γνώση και διαδρομή. Θα πρότεινα πιο ήσυχα, μονόχρωμα χαλιά. Ακόμα και ένα κομμάτι από μοκέτα. Αν θα 'ναι μάλλινη ή μεταξωτή τρίχα, είναι ανάλογα με το βαλάντιο που διαθέτεις. Προτιμώ όμως τη μονοχρωμία, δίνει αρμονία στον χώρο. Τώρα, το φτηνό ούτε στο συναίσθημα το θες, ούτε και στο χαλί. Ο καθένας ωστόσο κάνει ό,τι καταλαβαίνει και ό,τι μπορεί. Είναι μέρος της ευφυΐας σου το πού διαθέτεις τα χρήματά σου».
Τον ρωτάω αν ο ίδιος ψωνίζει απ' το ΙΚΕΑ. Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα με σχετική δυσαρέσκεια, σαν να του έχουν κάνει πολλές φορές αυτή την ερώτηση.
«Το ΙΚΕΑ είναι σαν σούπερ μάρκετ ευρείας κατανάλωσης. Προτιμώ να πάω σε ανοιχτές αγορές και σε παλαιοπωλεία. Αλλά αν τύχει να πάρω κάτι από το ΙΚΕΑ, θα το αλλάξω, θα αλλάξω σίγουρα ύφασμα. M' αρέσουν πολύ τα customized. Σ' έναν καλό καναπέ μπορείς να κρατήσεις μόνο τον σκελετό. Θυμάμαι έναν παλιό καναπέ που διάλεξα ένα υφάσμα Lacroix και έγινε κομμάτι “to die for”.
Δεν μου αρέσει το πρόχειρο, το βιαστικό. Αυτή η τάση της εποχής με την ταχύτητα δεν με βρίσκει σύμφωνο. Θυμώνω και με την κακοποίηση της γλώσσας, που γίνεται όλο και πιο φτωχή. Λένε οι νέοι “κόβομαι", “φασαίος” και είναι σαν να μην γίνεται καμιά προσπάθεια να εμβαθύνουν. Μ' αρέσει η έμφαση στη λεπτομέρεια, η φιλοσοφία του ζην, μ' αρέσουν τα καλοδουλεμένα έπιπλα, αργά και σταθερά να επενδύεις σε κομμάτια που θα σε συνοδέψουν για καιρό. Που θα έχουν διάρκεια και θα δεθείς μαζί τους και στο τέλος θα γίνουν η στιβαρή ασπίδα σου στον χρόνο. Αφού δεν μπορούμε να σταματήσουμε για εμάς τον χρόνο, ας αντέξει τουλάχιστον η πολυθρόνα μας».
Μας σερβίρει να φάμε ένα μοσχομυριστό κέικ μπανάνας χωρίς αλεύρι, χωρίς γλουτένη, με πολλά «χωρίς», που παραδόξως είναι γευστικό.
«Δεν μπορείς να μπεις σ' ένα σπίτι και να μη γευτείς κάτι. Μετά το σπίτι μοιάζει άνοστο, πάντα κάτι λείπει, αν δεν υπάρχει και η μνήμη της γεύσης». «Άρα ένα καθαρό σπίτι που μυρίζει φρεσκοψημένο κέικ», του λέω, σαν να του δείχνω ότι έμαθα το μάθημα. «Ναι, ακριβώς αυτό, αν το σκεφτείς, είναι από μόνο του μια υπόσχεση ευτυχίας».