Αυτό συμβαίνει μερικές φορές. Το να γνωρίζεις κάποιον, να γνωρίζεις και το έργο του και ως εκ τούτου να πιστεύεις ότι γενικά βρίσκεται σε μια τόσο όμορφη, τόσο πλατιά, τόσο ευθεία καλλιτεχνική οδό, που δεν έχει το παραμικρό κίνητρο να αποκλίνει από αυτήν. Κι έτσι, επειδή τα πιστεύεις όλα αυτά, περιέρχεσαι σε μια φάση αμεριμνησίας και χωρίς πια να τον παρακολουθείς από κοντά, επειδή θεωρείς ότι πλοηγείται από αυτόματο πιλότο υψίστης ακριβείας −τον οποίο ο ίδιος αποτελεί για τον εαυτό του−, φαντάζεσαι ότι συνεχίζει την πορεία του με χάρη, σαν φρεγάτα με φουσκωμένα τα πανιά, που, ήρεμα, διακριτικά και αθόρυβα, γλιστρά πάνω στα γαλαζοπράσινα νερά της Καραϊβικής. Μέχρι που ξαφνικά μπαίνεις σε μια γκαλερί για να δεις τη νέα του δουλειά κι αμέσως βγαίνεις για να επαληθεύσεις ότι έχεις έρθει στη σωστή γκαλερί, επειδή αυτό που είδες είναι τόσο διαφορετικό, τόσο Άλλο από αυτό που πίστευες ότι θα αντικρίσεις.
Κι ενώ κανονικά θα έπρεπε κάποιος να πανηγυρίζει κάθε φορά που βλέπει το Άλλο! Ενώ θα όφειλε να βγαίνει κάθε φορά από το σπίτι του με την ελπίδα ότι δεν θα αντικρίσει παρά μόνο το Άλλο, στην πράξη το υπέροχο και μεγαλόψυχο αυτό θεωρητικό σχήμα ρετάρει, κι έτσι το μη αναμενόμενο φαντάζει στον ορίζοντα –για μερικά δευτερόλεπτα τουλάχιστον− σαν μικρή ανωμαλία.
Ο Φίλιππος Θεοδωρίδης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1978. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Είναι ιδρυτικό μέλος του Egg Studio στην Αθήνα, που είναι ένα συνεργατικό σχήμα γραφιστών και καλλιτεχνών. Εκτός από ζωγράφος, λοιπόν, είναι και εικονογράφος, βραβευμένος για τη δουλειά του. Και αυτό που είναι προφανές από τα έργα του είναι οι εξαιρετικές ικανότητές του στο σχέδιο και γενικότερα στην παραστατική ζωγραφική. «Το ήθελα όμως αυτό; Ή μήπως προσπαθούσα να αποδείξω κάτι σε κάποιους; Αν μπορούσα, σήμερα θα τα έσκιζα εκείνα τα έργα μου», λέει ο ίδιος για την παραστατική δουλειά που παρουσίασε στην τελευταία ατομική του έκθεση το 2011.
Στην περίπτωσή του Φίλιππου Θεοδωρίδη η αυθυπέρβαση δεν τον ξέβρασε σε ένα πεδίο στο οποίο ο ίδιος δεν κυριαρχεί, αντιθέτως μοιάζει να συνέβη μια εξάπλωση του προσωπικού του βασιλείου σε έναν τόπο −εκείνον των τάσεων των αφαιρετικών και κυρίως ανεικονικών− ο οποίος μέχρι τότε έμοιαζε να του είναι αδιάφορος.
Υπάρχει, πράγματι, για κάθε καλλιτέχνη – ή, πιο σωστά, για κάθε άνθρωπο− μια κρίσιμη στιγμή κατά τη διάρκεια του δραματικού «πατινάζ» μεταξύ γεννήσεως και θανάτου, κατά την οποία κοιτάζει όσα έχει αφήσει πίσω και εξαιτίας της θέας τους τον καταλαμβάνει ένα χαρακτηριστικό είδος απόγνωσης, επειδή νιώθει ότι εκείνη τη φανταστική πύλη που πάντα υποπτευόταν ότι θα διαβεί, για να βρεθεί κάπου πιο «οριστικά», ούτε την προσπέρασε κατά λάθος, αλλά ούτε και τη βλέπει μπροστά του. Αυτή την κρίσιμη στιγμή, πάντως, θα μπορούσε να τη φανερώσει και ένα εξωτερικό ερέθισμα. Είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο που το αντιλαμβάνεται κάποιος όποτε κοιτάζει τη μεγάλη βεντάλια των προσωπικών του τραγωδιών σε πλήρες ανάπτυγμα.
Συγκινητικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης είναι εκείνο του Γάλλου ζωγράφου και πρωτοπόρου του κυβισμού Fernand Léger (1881-1955), ο οποίος πολέμησε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1916, στη μάχη του Βερντέν, υπήρξε θύμα του διαβόητου καυστικού αερίου μουστάρδας με το οποίο επιτίθεντο οι Γερμανοί στον τόσο χημικό πόλεμο που ήταν ο Α' Παγκόσμιος. Στο αναρρωτήριο, ο Léger δεν σταμάτησε να σχεδιάζει (άλλους στρατιώτες κυρίως) με εξονυχιστική λεπτομέρεια, με μια τόσο αναλυτική καταγραφή, που την επιτυγχάνουν μόνο όσοι πιστεύουν ότι γι' αυτούς δεν θα υπάρξει αύριο. Με αφορμή εκείνα τα σχέδια, λοιπόν, ο Léger είχε πει (σε ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά): «Με κατέπληξε η θέα της καταστροφής, υπό το φως του ήλιου, ενός πυροβόλου όπλου διαμετρήματος 75 χιλιοστών. Εκείνη η μαγεία του φωτός όταν αντανακλάται στο λευκό μέταλλο. Κι αυτό μόνο ήταν όσο μου χρειάστηκε για να ξεχάσω την αφηρημένη τέχνη μου της περιόδου 1912-1913». Έκτοτε εγκατέλειψε τις αρχές του κυβισμού για να αφοσιωθεί σε αυτό που θα γινόταν το προσωπικό του ιδίωμα. Αυτό που για εκείνον θα ήταν η μεγάλη αλήθεια του.
Για τον Φίλιππο Θεοδωρίδη «η μαγεία του φωτός όταν αντανακλάται στο λευκό μέταλλο» εμφανίστηκε με τη μορφή ενός βάζου. «Κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή, το πιο ζωντανό σημείο ήταν μια νεκρή φύση» λέει για το βάζο που εικονίζεται σε έναν πίνακα, ο οποίος όμως εκτίθεται στον πρώτο όροφο της γκαλερί (σχεδόν μόνος του) και όχι στον δεύτερο, όπου βρίσκονται τα υπόλοιπα έργα της έκθεσης. «Κι όμως, ήταν το πιο ωραίο πράγμα πια και το μόνο που μου κινούσε την επιθυμία να το σχεδιάσω». Παράξενες δεν είναι οι «καρτ ντε βιζίτ» που επιλέγει ν' αφήσει ο θάνατος; Διαλέγει μία για τον καθένα ξεχωριστά! Ασεβής και ψυχρός πάντα προς την ομορφιά. «Ξεκινώντας από το βάζο, έφτιαξα μερικά έργα απερίγραπτης λεπτομέρειας. Αυτή η καταναγκαστική αποτύπωση των εικόνων άρχισε τελικά να με ενοχλεί. Μου θύμιζε εργόχειρο ή ό,τι άλλο μπορείς να κάνεις για να σκοτώσεις τον χρόνο σου, σε μια στιγμή που εγώ ήθελα να τον διαστείλω. Επέλεξα, λοιπόν, ως αφετηρία ένα χρώμα. Την επιθυμία για μια έκρηξη χρώματος αφύσικου. Εξερευνητικά, ίσως και λίγο τυχαία, χωρίς τη σκέψη, αλλά με το ένστικτο να με καθοδηγεί. Στο τέλος, ένιωθα άβολα μπροστά στα έργα. Ήξερα ότι τα είχα τελειώσει, αλλά δεν ήξερα πια αν ήταν δικά μου». Αυτό όμως είναι ένα καλό κριτήριο για να βεβαιωθεί κάποιος ότι του πέτυχε η αυθυπέρβαση.
Και στην περίπτωσή του Φίλιππου Θεοδωρίδη η αυθυπέρβαση δεν τον ξέβρασε σε ένα πεδίο στο οποίο ο ίδιος δεν κυριαρχεί, αντιθέτως μοιάζει να συνέβη μια εξάπλωση του προσωπικού του βασιλείου σε έναν τόπο −εκείνον των τάσεων των αφαιρετικών και κυρίως ανεικονικών− ο οποίος μέχρι τότε έμοιαζε να του είναι αδιάφορος. «Οι μορφές που διακρίνονται σε αυτούς του πίνακες κάτι υπαινίσσονται όμως! Απλώς δεν οδηγούν σε αφήγηση. Μια σύνδεση με τις προηγούμενες δουλειές μου είναι ο τρόπος με τον οποίο εισβάλλει στη σύνθεση μία φιγούρα, ένα φυτό ή ένα τοπίο. Γι' αυτό και αποφάσισα να δώσω στην έκθεση τον τίτλο "απομεινάρια ενός τοπίου" ("leftovers of a landscape")».
Βέβαια, ένα πολύ σημαντικό θέμα είναι πάντα και τι θυμίζουν τα έργα στους άλλους. Διότι είναι πράγματι γεγονός, ζούμε στην εποχή που το κοινό, ό,τι κι αν δει, του θυμίζει κάτι άλλο που έχει ήδη δει! Το τι ακούει ο Θεοδωρίδης είναι κάτι το ασύλληπτο. «Μοιάζει με Ματίς», «μοιάζει με Μόραλη», «μοιάζει με Ντε Κούνινγκ» και πάει λέγοντας, με μόνο τέτοιου μήκους κύματος παλαβούτσικες ομοιότητες, οι οποίες όλες −έτσι, εν σειρά− είναι τόσο κωμικές και ασυνάρτητες, που μετά την αρχική ψυχρολουσία που προκαλούν, τουλάχιστον στο τέλος επιδρούν ανακουφιστικά στον καλλιτέχνη, ο οποίος πείθεται, διά της εις άτοπον, ότι τα έργα του μοιάζουν κυρίως στα δικά του.
Ιnfo:
Leftovers of a Landscape
Γκαλερί Μαρτίνος
Πινδάρου 24, Αθήνα
Μέχρι τις 30 Νοεμβρίου
Είσοδος ελεύθερη