Είχε αποφοιτήσει από μία από τις καλύτερες σχολές αρχιτεκτονικής της χώρας, - τη σχολή της Βενετίας. Και είχε βρει δουλειά στο Μιλάνο, ως αρθρογράφος σε περιοδικό του κλάδου. Στη διάρκεια ενός ρεπορτάζ λοιπόν, σημείωνε στο μπλοκάκι της για τον ώριμο κύριο που βρισκόταν κοντά της:«Ποιος να είναι άραγε αυτός ο καλόγουστος άνδρας;». Και τελικά ήταν εκείνος που σύντομα θα παντρευόταν.
Ο κατά τουλάχιστον μία εικοσαετία μεγαλύτερός της Rolf Fehlbaum, από την Ελβετία, κληρονόμος και διευθυντής της παγκοσμίου φήμης εταιρίας επίπλων Vitra. Η Federica Zanco ζούσε μια ζωή παραμυθένια. Μαζί του γρήγορα θα ταξίδευε στο Μεξικό, για να θαυμάσουν από κοντά το έργο του αγαπημένου της αρχιτέκτονα, του Luis Barragán, ο οποίος είχε αποβιώσει μερικά χρόνια πριν, το 1988.
Ο Luis Barragán κέρδισε το βραβείο Pritzker, το 1980, σε ηλικία 78 ετών. (Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά βραβευθείς μια και η υψηλότερη για την αρχιτεκτονική διεθνής ετήσια διάκριση θεσμοθετήθηκε το 1979). Όμως και πάλι, η βράβευσή του αυτή δεν αρκεί για να περιγράψει κάποιος την επιρροή που είχε το έργο του στη σύγχρονη αρχιτεκτονική παγκοσμίως και στα επόμενα βραβεία Pritzker.
Ο Luis Barragán θεωρείται (και είναι γεγονός) ότι υπήρξε μοναδικός για τον ποιητικό τρόπο με τον οποίο χειριζόταν το φυσικό φως και το υδάτινο στοιχείο στις συνθέσεις του, την σχέση των ανοικτών χώρων με τους εσωτερικούς, τη διάταξη κήπων μέσα και έξω από τους κτιριακούς όγκους.
Ο Luis Barragán θεωρείται (και είναι γεγονός) ότι υπήρξε μοναδικός για τον ποιητικό τρόπο με τον οποίο χειριζόταν το φυσικό φως και το υδάτινο στοιχείο στις συνθέσεις του, την σχέση των ανοικτών χώρων με τους εσωτερικούς, τη διάταξη κήπων μέσα και έξω από τους κτιριακούς όγκους. Ήταν ένας αριστοτέχνης που σύνδεσε με τον πιο φίνο τρόπο τον Μοντερνισμό με την εντόπια αρχιτεκτονική παράδοση του Μεξικού, δημιουργώντας έναν δικό του ρυθμό, που κατά κάποιο τρόπο στεκόταν υπερβατικά πάνω από τις δύο αυτές καταβολές του. Το αθηναϊκό κοινό είχε την τύχη να γνωρίσει το έργο του χάρη σε μια πολύ καλή έκθεση φωτογραφιών και μακετών που διοργάνωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής στο Μουσείο Μπενάκη, το 2005.
Βέβαια, ο Luis Barragán υπήρξε και ξεχωριστός άνθρωπος.
Ένας «Γατόπαρδος» σαν τον φιλμικό εκείνο του Βισκόντι, αλλά χωρίς την δική του ρομαντική υποχωρητικότητα ενώπιον του νέου, που τον ωθούσε προς το κατώφλι του αυτοαφανισμού. Ο «γατόπαρδος» Barragán ήταν «συγχρονισμένος» με τον 20ο αι., αφοσιωμένος στις αισθητικές απολαύσεις του και δευτερευόντως σε πρωτόκολλα συμπεριφοράς. Καπριτσιόζος και εκκεντρικός μόνο όσο ανέχονται οι άλλοι αγόγγυστα. Για παράδειγμα, απαιτούσε από την μαγείρισσα του να του ετοιμάζει μόνο εδέσματα ροζ χρώματος. Ή, ακύρωνε εσπευσμένα απογευματινά τέϊα, αν έκρινε ξαφνικά ότι δεν θα επικρατούσε ο φυσικός φωτισμός που προτιμούσε εκείνος να απολαύσουν οι καλεσμένοι του.
Με άλλα λόγια ήταν ένας πανίσχυρος και αυστηρότατος μαιτρ του αισθητισμού, της γνώσης και της τέχνης. Ποιος μπορεί να γλυτώσει από μια τέτοια γοητεία; Σίγουρα όχι η Federica Zanco, που το πάθος της για την αρχιτεκτονική είναι τόσο φωτεινό, όσο και το χαμόγελο της που φανερώνει την αγάπη της για τη ζωή. Πως ήταν δυνατόν με ένα τέτοιο χαμόγελο να την παρεξηγήσει τόσο πολύ ο διεθνής τύπος; Να πιστεύουν ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι μοναχική απόλαυση πολιτισμικών αγαθών που δεν δικαιούται; Σαν να ήταν «υπερ-κακός» από παλιά ταινία του Τζέιμς Μποντ!
Όλα αυτά όμως ξεκίνησαν επειδή το 1994, πέντε χρόνια μετά τη γνωριμία τους, ο Rolf Fehlbaum και η Federica Zanco αγόρασαν, το αρχείο του Luis Barragán. Ο νεοϋορκέζος γκαλερίστας που τους το πούλησε έτριβε τα χέρια του. Όχι μόνο επειδή το κέρδος του, που ανερχόταν σε 2 εκατομμύρια δολάρια, ήταν διπλάσιο από το ποσό που είχε καταβάλει για να το αποκτήσει από τη χήρα του συνεταίρου του Barragán, (στον οποίο είχε καταλήξει το υλικό βάσει διαθήκης), αλλά και επειδή επιτέλους κάποιος έπαιρνε εκείνο το ασήκωτο αρχείο που κόντευε να καταστρέψει το πάτωμα της αποθήκης του. Έτσι το αρχείο Barragán έφτασε στην έδρα της Vitra, λίγο έξω από τη Βασιλεία της Ελβετίας, σε χώρο με ιδανικές συνθήκες φύλαξης και προστασίας του.
Ήδη από τότε είχαν ξεκινήσει οι φωνές διαμαρτυρίας στο Μεξικό από συγγενείς του Barragán και όσους άλλους θεωρούσαν ότι η πολιτιστική κληρονομιά του θα έπρεπε να μείνει στη χώρα του. Τότε, διαδόθηκε, χωρίς να είναι σαφές από ποιον και γιατί, η φήμη ότι το αρχείο, προσφέρθηκε από τον Rolf Fehlbaum στην Federica Zanco αντί μονόπετρου, κατά την πρόταση γάμου.
Αυτή η φήμη έκανε την Jill Magid, την 43χρονη σήμερα εικαστική καλλιτέχνιδα από το Μπρούκλιν, (η οποία είναι το δεύτερο κορίτσι αυτής εδώ της ιστορίας), να αναρωτηθεί για την αντισυμβατική επιλογή «μονόπετρου» και να εκφράσει μια δική της, –ψυχολογίζοντος τύπου-, ερμηνεία, για την στάση της Federica Zanco, η οποία, καθώς περνούσε ο καιρός και κρατούσε όλο και πιο απρόσιτο το αρχείο στην Ελβετία, γινόταν η κακιά της υπόθεσης. Η ερμηνεία της Jill ήταν ότι η Federica δεν μπορούσε να βιώσει τη σχέση της με το σύζυγό της, χωρίς να περάσει μέσα από τη σχέση της με έναν άλλο άνδρα, - τον Barragán εν προκειμένω. Ένα τρίο. Αυτός, αυτή και ο φανταστικός τρίτος.
Ας σημειωθεί, επί τη ευκαιρία, ότι η σπουδαία τεχνοκριτικός των New York Times Roberta Smith είχε γράψει για την Jill Magid, ότι το καλλιτεχνικό της κίνητρο την ωθεί να αφομοιώσει δια της διηθήσεως εντός της και εξατομικεύοντας στα μέτρα της, αν όχι σεξουαλικοποιώντας, τα συστήματα ελέγχου στη σύγχρονη κοινωνία (που αποτελούν το κύριο αντικείμενο της καλλιτεχνικής της έρευνας). Και η Jill Magid υποπτευόταν ότι υπήρχε κάτι το επιθετικά ελεγκτικό στη συμπεριφορά της Federica Zanco απέναντι στο αρχείο Barragán και ότι αυτή η ελεγκτική της διάθεση αξιοποιούσε όλα τα ανένδοτα νομικίστικα μέσα πίεσης που χαρακτηρίζουν τη συνήθη απρόσωπη τακτική των μεγάλων εταιριών.
Η αλήθεια είναι ότι η Federica Zanco είχε ιδρύσει, μια εταιρία, την Barragan Foundation, η οποία διαχειριζόταν το αρχείο και πράγματι, χρησιμοποιούσε όλα τα νομικά εργαλεία που επιβάλλουν αυστηρές δεσμεύσεις στη χρήση πνευματικών δικαιωμάτων. Η Jill Magid στο παρελθόν και στα πλαίσια ενός εννοιολογικού εικαστικού πρότζεκτ (το οποίο κατέγραψε με διάφορα μέσα), είχε καταφέρει να πουλήσει στην ολλανδική αστυνομία διακοσμητικά στοιχεία για τις κάμερες παρακολούθησης των δρόμων. Αυτό μας δείχνει ότι είναι μια κοπέλα που δεν το βάζει κάτω εύκολα.
Έτσι, δεν δίστασε να ξεκινήσει το πρότζεκτ της που έχει σαν αντικείμενο την «απελευθέρωση» και την επιστροφή του αρχείου Barragán στο Μεξικό. Οργάνωσε λοιπόν ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, το οποίο πρόσφερε σε όλους τους συγγενείς του μεγάλου αρχιτέκτονα, επιστρατεύοντας το προσωπικό που μαγείρευε για κείνον. Και τότε τους πρότεινε να της επιτρέψουν να χρησιμοποιήσει ένα κιλό στάχτης από την αποτεφρωμένη σωρό του για να κατασκευάσει (με τη βοήθεια εργαστηρίου που εξειδικεύεται σε αυτήν την υπηρεσία) ένα συνθετικό διαμάντι.
Από το διαμάντι αυτό θα έφτιαχνε ένα μονόπετρο δαχτυλίδι το οποίο θα πρότεινε στην Federica Zanco ως υποκατάστατο του αρχείου Barragán, το οποίο θα έπρεπε τελικά να επιστραφεί από την Ελβετία στην πατρίδα του και να παραμείνει εκεί διαθέσιμο για όποιον θα ήθελε να το μελετήσει.
Η οικογένεια δέχτηκε την πρόταση. Το διαμάντι από την τέφρα του Barragán κατασκευάστηκε και όσοι θα έχουν την τύχη να βρεθούν στο Σαν Φρανσίσκο, θα μπορέσουν να δουν ολοκληρωμένο αυτό το εικαστικό πρότζεκτ, με το μονόπετρο (και όλα τα άλλα ενδιάμεσα έργα μέχρι το μονόπετρο), στο San Francisco Art Institute. Η έκθεση εγκαινιάστηκε την περασμένη Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 2016. Γι' αυτήν την ιδέα της η Jill Magid αξίζει άριστα, δέκα! (Όχι όμως δέκα με τόνο, όπως η ίδια θα ήθελε. –Ή τουλάχιστον όχι σε αυτή τη φάση της ιστορίας).
Προσφέρει το σώμα [του Barragán] έναντι του σώματος της δουλειάς! Θεωρητικά η Federica Zanco θα έπρεπε να μένει με το στόμα ανοικτό από έκπληξη και θαυμασμό, κάθε φορά που σκέφτεται αυτή την ιστορία. Η Jill Magid της προτείνει ένα σύμβολο (το δαχτυλίδι) αντί του αντικειμένου (του αρχείου) στο οποίο η Zanco έχει αυτήν την τρομερή, φαινομενικά φετιχιστική, προσκόλληση. Το σύμβολο όμως, -αυτό το σχήμα μεταφοράς-, περιέχει και κάτι από το φάσμα της κυριολεξίας: στάχτη από τη σωρό του Barragán. Γι' αυτό και επιμένει η καλλιτέχνης: ανταλλάσσει σώμα με το σώμα του αρχείου. Είναι ένα σχήμα πλειοδοσίας λοιπόν!
Αλλά τι έφερε την Jill Magid σε αυτό το δραματικό σημείο; Γιατί είναι πραγματικά δραματικό να προσφέρεις περισσότερα απ' όσα χρειάζονται. Είναι ένα περιστατικό που αποδεικνύει μια κάποια σύγχυση, -μπερδεμένα συναισθήματα και τα τοιαύτα. Τι ταράζει λοιπόν την Jill Magid τόσο πολύ ώστε να την εξωθεί στην παραφορά να παραβεί την λογική της οικονομίας; Μήπως την βασανίζει η πιθανότητα ότι ο άνθρωπος -το πρόσωπο, (η Federica Zanco, που είναι το πειραματόζωό της)-, προτιμά την απάθεια του απρόσωπου καταφερτζίδικου εταιρικού bullying, απ' ότι την ανθρώπινη συμπεριφορά; Από την πλευρά της η Federica Zanco έχει τα δικά της επιχειρήματα να αντιτάξει. Θα μπορούσε να μην μπει καν στον κόπο για κάτι τέτοιο. Αγόρασε απολύτως μόνιμα το αρχείο και έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει ό,τι θέλει.
Ωστόσο, εξηγεί τις προθέσεις της. Όχι, μόνο επειδή η Jill Magid την έχει μπλέξει σε αυτό το πρότζεκτ, αλλά και επειδή το ζήτημα της απαγόρευσης της πρόσβασης στο αρχείο έχει απασχολήσει πολλά έγκριτα έντυπα.
Το πρώτο της επιχείρημα λοιπόν είναι ότι το αρχείο Barragán δεν ήταν πάντα «απαγορευμένο». Ήδη το 2001, μόλις 7 χρόνια αφότου το αγόρασε, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με συνεισφορά άρθρων διαφόρων σοβαρών μελετητών που είχαν ελεύθερη πρόσβαση στο υλικό.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι το αρχείο αποτελεί το προσωπικό της αντικείμενο έρευνας και ότι δεν θα ήθελε να το διαθέσει σε δημόσια χρήση, πριν ολοκληρώσει την μονογραφία της (η οποία είναι πια, – μετά από 22 χρόνια-, στο τελειωτικό της στάδιο και μέχρι στιγμής υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί δύο τόμους των χιλίων σελίδων ο καθένας για να χωρέσει).
Και το τρίτο της επιχείρημα, το οποίο είναι το πιο ενδιαφέρον, - ίσως και το πιο ισχυρό-, είναι ότι δεν θα ήθελε να «ευτελίζεται» το έργο του Barragán επειδή θα είναι ελεύθερο για κάθε χρήση (π.χ. από περιοδικά του lifestyle). Πιο συγκεκριμένα, τον περασμένο Μάρτιο, στο Φεστιβάλ Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας στην Πόλη του Μεξικού, η Federica Zanco έκλεισε τη σοβαρότατη διάλεξή της δείχνοντας μιαν εικόνα που περιλάμβανε εσώρουχα, κούπες, ταγάρια και λοιπά καταναλωτικά είδη αυτού του μήκους κύματος, που είχαν όλα επάνω τους τυπωμένη την εικόνα της Frida Kahlo. Και ενόσω πρόβαλε αυτήν την φαντασμαγορία, είπε, δικαιολογώντας την επιλογή της για το άβατο προς το αρχείο: «Δεν θα ήθελα ο Barragán να καταλήξει η Frida Kahlo της αρχιτεκτονικής».
Αυτό είναι λοιπόν το ζήτημα της Federica Zanco; Είναι μια πρωθιέρεια του υψηλού; Μια Πάνδροσος της ορθής ιεράρχησης των πολιτισμικών αξιών; Μήπως αηδιάζει κιόλας με τη σύγκριση του ροζ των τοίχων του Barragán με εκείνο της παντελόνας από την συλλογή άνοιξη-καλοκαίρι του Mango; Ναι. Αηδιάζει. Αλλά και στενοχωριέται. Δεν είναι όμως κακό αυτό, – ούτε καν ελιτίστικο. Περιέχει την ευαγγελική σοφία που λέει να μην ρίχνουμε τα μαργαριτάρια μας στους χοίρους.
Είναι γεγονός: η υψηλή τέχνη (σε όλες τις τέχνες) δεν τα πηγαίνει καλά με την ανεξέλεγκτη εκλαΐκευση. Το φάσμα των νοημάτων της περιορίζεται, απλοποιείται, φθείρεται. Η εικόνα της αλλοιώνεται και αποφορτίζεται από την κατακλυσμική πληθώρα αδιάφορων αντιγράφων της. Κι όλα αυτά συμβαίνουν γιατί κατά την πορεία προς την εκλαΐκευση σκοντάφτουν στο ήθος του εκλαϊκευτή και στις επιδιώξεις του, που είναι αστάθμητοι παράγοντες και χωρίς ξεκαθαρισμένο στίγμα.
Μάλλον η Federica Zanco αξίζει δέκα με τόνο για τη σθεναρή αντίστασή της. Και είναι το αυθεντικά δραματικό πρόσωπο στην όλη ιστορία, γιατί στο τέλος δεν θα τα καταφέρει και το γνωρίζει. Το έργο του Barragán έχει ήδη πάρει τον δρόμο δίχως επιστροφή προς τη μετατροπή του σε brand ευρείας κατανάλωσης. Αποκαθηλωμένο από τη θέση του υψηλού και αναρτημένο στη θέση του γενικώς αρεστού.
Και το δαχτυλίδι της Jill Magid, όσο κι αν χαμογελά συγκαταβατικά η Federica Zanco και ανέχεται με ευγένεια το πρότζεκτ, μάλλον δεν θα το αποδεχτεί ποτέ. Εξάλλου, η ίδια λέει ότι είναι μύθος το ότι της προσφέρθηκε δώρο το αρχείο αντί μονόπετρου. Μια χαριτωμένη ιστορία που την σκαρφίστηκαν στο Μεξικό, -λέει-, το οποίο, ως γνωστόν, βρίσκεται στην ήπειρο του μαγικού ρεαλισμού. Κι έτσι το δέκα της Jill Magid θα μείνει χωρίς τόνο!
Εκτός πάλι κι αν της χαρίσει ένα μεγάλο τόνο, -παχουλό και μερακλίδικο-, η χώρα του ανέμελου σουρεαλισμού και πιο συγκεκριμένα η πρωτεύουσα της, η Αθήνα, -λόγω λιμνάζουσας ευαισθησίας, που κάπως αναδεύεται κάθε φορά που η πόλη ψηλαφεί την ουλή του ναρκισσιστικού τραύματος που της προκάλεσε ο παλιός στίχος «Αθήνα, διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι». Πράγματι η Αθήνα θα μπορούσε να επωφεληθεί τρελά από την ιδέα της Jill Magid να προσφέρει «σώμα για το σώμα».
Για παράδειγμα, ο νερόλακκος στη γωνία της Λ. Αλεξάνδρας με την Πατησίων, ο οποίος προσποιείται το σιντριβάνι, ενώ χάνει διαρκώς νερό και αυτό κυλά στο πεζοδρόμιο, ακόμα και όταν ο ίδιος είναι άδειος (αυτό κι αν είναι πρωτότυπο, αλλά και άξιο εξορκισμού!), θα μπορούσε κάλλιστα να αποτεφρωθεί και με ένα κιλό από την τέφρα του να κατασκευαστεί ένα διαμάντι.
Πολύ όμορφα θα μπορούσαν να αποτεφρωθούν και να κατασκευαστούν διαμάντια από κάθε ένα τα κτίρια της σχολής Ευελπίδων – για παράδειγμα. Το κενό που θα προκύψει θα δώσει ένα φουντωτό πάρκο που θα ενοποιηθεί σοφά με το πεδίον του Άρεως
Ομοίως, το γλυπτό «Αντίο δραχμούλα» στην Αθηνάς, το μνημείο του αγνώστου δασκάλου στην Μιχαλακοπούλου, το γλυπτό της Σοφίας Βάρη στην Πλ. Κοτζιά (το οποίο η ίδια η Ντόρα η Μπακογιάννη, η οποία επί της δημαρχίας της το εγκατέστησε εκεί, το ακύρωνε με την λοξότατη ιδέα να του φοράει κάθε χρόνο σαν ολόσωμο σκουφί ένα πλαστικό χριστουγεννιάτικο δέντρο), τα σιντριβάνια με τα γλυπτά του Αρμακόλα στην Ερμού, θα δώσουν επίσης υπέροχα διαμάντια με τις τέφρες τους, καθώς και πολλές ακόμα ομορφιές της πόλης, που όλες μαζί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να κατασκευαστεί ολόκληρη διαμαντένια τιάρα. Και μετά, αυτήν την τιάρα θα είναι υποχρεωτικό να την φορά περήφανα και εκ περιτροπής για ένα ολόκληρο χρόνο, κάθε ένας από τους διατελέσαντες δημάρχους, σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του.
Κι ας μην μείνουμε μόνο στο διακοσμητικό υλικό πόλης. Πολύ όμορφα θα μπορούσαν να αποτεφρωθούν και να κατασκευαστούν διαμάντια από κάθε ένα τα κτίρια της σχολής Ευελπίδων – για παράδειγμα. Το κενό που θα προκύψει θα δώσει ένα φουντωτό πάρκο που θα ενοποιηθεί σοφά με το πεδίον του Άρεως. Τον κόσμο θα πάψει να τον κατατρώει η υποψία ότι η διασπορά των δικαστικών λειτουργιών σε πολλά κτίρια ευνοεί παραδικαστικές δολοπλοκίες καθώς και (γενικώς και αορίστως) την διαφθορά, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να φτιαχτεί ένα πρες-παπιέ με τη μορφή τεθωρακισμένου άρματος μάχης, καταστόλιστου με τα διαμάντια που θα αποδώσουν τα κτίρια και το οποίο θα κοσμεί το γραφείο του διευθυντού της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων – αυτά δεν είναι τα ωραία της ιδέας «σώμα αντί για το σώμα»;
Φυσικά, αν διαμαντοποιηθούν τα κτίρια της Ευελπίδων θα χρειαστούν νέες αίθουσες δικαστηρίων και έτσι θα μπορούσε να χτιστεί ένα θαύμα (κατόπιν διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού) για να μην σκουριάζουν άδοξα οι αναμονές πανωσηκώματος στο σημερινό Ειρηνοδικείο-Πταισματοδικείο Αθηνών, οι οποίες κάνουν το κτίριο να φαντάζει φιλόδοξο μεν, αλλά και ανήμπορο, σαν αυθαίρετο του ' 70 στο νομό Κορινθίας. Κι επειδή το ένα φέρνει το άλλο, αν όλες οι δικαστικές υπηρεσίες συγκεντρωθούν σε ένα κτίριο πίσω από τον Άρειο Πάγο, θα χρειαστεί και ένα μεγάλο πάρκινγκ αυτοκινήτων, γιατί είναι δημοκρατικό να έχουν όλοι εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, ακόμη κι αν επιμένουν ξεροκέφαλα να φτάσουν εκεί με το Ι.Χ. τους. Για να λυθεί αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να αναθεωρήσει την ανόρεχτη απόφασή του το ΣτΕ και να επιτρέψει να ισοπεδωθούν τα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας, ώστε να δημιουργηθεί εκεί ένας τεράστιος υπόγειος σταθμός αυτοκινήτων, με πάρκο χαμηλής βλάστησης στην οροφή του. Τα διαμάντια που θα δημιουργηθούν από τις τέφρες θα φυλάσσονται στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών μαζί με τις εκατοντάδες εργασίες αποτύπωσης των κτιρίων από μελετητές και φοιτητές. Μια πρώτη απάντηση σε όσους λάτρεις των κτιρίων θα αντιδρούσαν έντονα σε μια τέτοια προοπτική είναι ότι η σημερινή εξαθλιωμένη όψη των κτιρίων –και η «φαβελοποίηση» τους-, δεν είναι προσωρινή και στέκεται στον αντίποδα κάθε προτάγματος του Μοντερνισμού (του αρχιτεκτονικού ρυθμού για τον οποίο αυτά τα κτίρια υπήρξαν αξιοθαύμαστα). Επιπλέον το μόνο που πετυχαίνει αυτή η εξαθλίωση είναι να χειροτερεύει τη μανιοκαταθλιψάρα περαστικών, αλλά και των καταληψιών που κατοικούν εκεί.
Αναλόγως, με τον καιρό θα μπορούσαν να φτιαχτούν διαμάντια από νεοκλασικά (ξεκινώντας από εκείνα τα κτίσματα που είναι εντελώς εγκαταλειμμένα και έχουν τα παράθυρά τους κτισμένα με τσιμεντόλιθους). Κάτι τέτοιο σίγουρα θα ηχεί ακόμα πιο εξωφρενικό στα αυτιά των σαφώς πιο πολυάριθμων παρελθοντολάγνων.
Αλλά θα έπρεπε κι αυτοί να παραδεχτούν ότι κάθε σήμερα οφείλει να γεννά ένα αύριο, για να γλυτώνει τον εαυτό του από το αδιέξοδο του να αναπαράγει το χθες.