Στη δημοσιογραφική πρόσκληση αναγραφόταν κάτω-κάτω μεν, αλλά ρητά, σχεδόν επιτακτικά, «η πρόσβαση στον χώρο θα γίνεται από την κεντρική είσοδο του Μουσείου, επί της λεωφόρου Καλλιρρόης». Και πράγματι, άξιζε τον κόπο να συμμορφωθεί κανείς με την υπόδειξη, γιατί θα ανακάλυπτε ότι λειτουργούσε ο διακοσμητικός επιτοίχιος «καταρράκτης» καθ' όλο το μήκος της πρόσοψης του κτιρίου. Κάτι που τελικά ήταν ένα κλου μόνο για τους εκπροσώπους του Τύπου που ξεναγήθηκαν το μεσημέρι στην έκθεση «Κρίσιμοι Διάλογοι: Αθήνα - Αμβέρσα» στο ΕΜΣΤ, καθότι το βράδυ, στα επίσημα εγκαίνιά της, δεν επαναλήφθηκε η περήφανη ροή νερού, ώστε να την απολαύσει και το πλήθος του κόσμου που, αγνός και αθώος, έσπευσε σε αυτό το μείζον εικαστικό γεγονός του τέλους του Οκτωβρίου.
Αλλά και πώς να μη χαρεί ο δημοσιογράφος βλέποντας το νερό να ρέει στο τσιμέντο, ακριβώς όπως το είχε φανταστεί όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στα σχέδια του κτιρίου; Αφού αυτό θα ήταν η ειδοποιός λεπτομέρεια, το λαμπερό εφέ ενός γκραν φινάλε για την ολοκλήρωση του κτιρίου του ΕΜΣΤ (το οποίο κτίριο συχνά προσδιορίζεται ως «πολύπαθο» –μια λέξη που υπάρχει κίνδυνος να του κολλήσει ως παρατσούκλι– ή ως «γεφύρι της Άρτας», στις πιο ρουστίκ αναφορές στην κατάστασή του).
Κι όμως, όχι, το κτίριο ούτε τώρα ανοίγει οριστικά. Μόνο ξεκινά ξανά εκεί το πρόγραμμα των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου.
Το ΕΜΣΤ πρέπει να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και ενέργεια στη συλλογή του, με στόχο να την επανεκτιμήσει και να τη συνεφέρει. Είναι επείγον. Γιατί ενώ έχει έργα από αξιολογότατους Έλληνες καλλιτέχνες, δεν φαίνεται να έχει καταφέρει να αποκτήσει (ακόμα) τις κάπως πιο ένδοξες στιγμές της καλλιτεχνικής τους παραγωγής. Κι αυτό είναι εμφανές και στην πρώτη αυτή περιοδική έκθεση στον χώρο του
«Εάν το ΕΜΣΤ καταφέρει ποτέ να ανοίξει κανονικά και ολόκληρο, τότε εμείς θα ζηλεύουμε. Γιατί τις υποδομές που έχει εμείς δεν τις διαθέτουμε», λέει ο Bart De Baere, που είναι ο γενικός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μ HKA, του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Φλάνδρας με έδρα την Αμβέρσα.
Είναι κολακευτικό αυτό το σχόλιό του για το ΕΜΣΤ. Αναπτερώνει κάπως το ηθικό. Όμως, αυτή η ανακούφιση προοδευτικά ξεφουσκώνει, καθώς αφήνει κάποιος το βλέμμα του να περιπλανηθεί μέσα στο κτίριο, για να αντιληφθεί ότι τελικά συλλαμβάνει μεν μια χλιαρή θετική «αύρα», αλλά κανένα μορφολογικό ή άλλο στοιχείο που θα προσδιόριζε έναν ζωηρό και συναρπαστικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα. Ως προς αυτό το ζήτημα, οι πιο ενδιαφέρουσες στιγμές είναι όταν το βλέμμα του επισκέπτη βγαίνει τελικά έξω από τις τζαμαρίες του ισογείου, προς Φραντζή, και πέφτει πάνω στο υπερ-υποστυλωμένο μπούστο της Σαμπρίνας, στη μαρκίζα του απέναντι μπουζουξίδικου, ενώ, προς Συγγρού, γλιστρά σε ζουμερή διαφημιστική γιγαντοαφίσα σπαλομπριζόλας 300 γραμμαρίων που προτείνεται ως σωστική για την τσέπη και την πείνα.
Αυτό το «οικείο-ανοίκειο-έξωθεν» εξωθεί σε έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα και αναγκαίο πολιτιστικό διάλογο, στο πλαίσιο της πολυπρόσωπης Αθήνας! Αλλά, και πάλι, όλα αυτά παραμένουν δευτερεύουσας σημασίας, δεδομένου ότι ένα μουσείο δεν αναγνωρίζεται ως σπουδαίο χάρη στο κτιριακό κύρος του, αλλά χάρη στο περιεχόμενό του, δηλαδή την καλλιτεχνική αξία της συλλογής του.
Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, το ΕΜΣΤ θα έπρεπε να περιορίσει το μελό για τις κτιριακές του εγκαταστάσεις. Όχι τόσο για να μη γίνει βαρετός αυτός ο δίκαιος, διαρκής, σιγανός θρήνος. Ούτε και γιατί δεν θα έπρεπε να διεκδικεί το αυτονόητο, που είναι να εγκατασταθεί πλήρως, επιτέλους, σε αυτό το κτίριο και να τελειώνουν τα βάσανά του. Αλλά γιατί πρέπει να αφιερώσει περισσότερο χρόνο και ενέργεια στη συλλογή του, με στόχο να την επανεκτιμήσει και να τη συνεφέρει. Είναι επείγον. Γιατί ενώ έχει έργα από αξιολογότατους Έλληνες καλλιτέχνες, δεν φαίνεται να έχει καταφέρει να αποκτήσει (ακόμα) τις κάπως πιο ένδοξες στιγμές της καλλιτεχνικής τους παραγωγής. Κι αυτό είναι εμφανές και στην πρώτη αυτή περιοδική έκθεση στον χώρο του (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως είναι, για παράδειγμα, το εκτιθέμενο έργο με το κλομπ-φαλλό του γλύπτη Θόδωρου). Η έκθεση βασίζεται πολύ στην έννοια της συμμετρίας: ένα έργο Έλληνα καλλιτέχνη προερχόμενο από τη μόνιμη συλλογή του ΕΜΣΤ «συνομιλεί» με ένα έργο Βέλγου καλλιτέχνη από τη μόνιμη συλλογή του Μ ΗΚΑ της Αμβέρσας. Σε αυτήν τη συνομιλία συμμετέχει και ένα τρίτο έργο (σε μερικές περιπτώσεις και τέταρτο) κάποιου άλλου καλλιτέχνη (ασχέτως εθνικότητας) από τη μία ή την άλλη μουσειακή συλλογή.
Οι επιμελητές της έκθεσης, που είναι η διευθύντρια του ΕΜΣΤ Κατερίνα Κοσκινά και ο Bart De Baere του Μ ΗΚΑ, περιγράφουν αυτήν τη «συνομιλία» ως «στοχαστικό διάλογο» που αναζητά μια έννοια, η οποία προκύπτει από τη συνήχηση των έργων. Έτσι, η έκθεση διαρθρώνεται γύρω από 22 διαφορετικές έννοιες, εμπλέκοντας 66 καλλιτέχνες και περισσότερα από 70 έργα (διαφόρων εποχών, από το 1950 και μετά). Ίσως να μην είναι ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή, αλλά όλα αυτά είναι πάρα πολλά μαζί. Και στην περίπτωση που κάποιος θέλει να παρακολουθήσει προσεκτικά την έκθεση, στη λεπτομέρειά της, ακολουθώντας τους συσχετισμούς των έργων κ.λπ., γρήγορα θα αρχίσει να του φαντάζει αχανής.
Ή, αν δεν γίνει αρκετά επιμελής θεατής, η έκθεση μπορεί να του φανεί απροσπέλαστη. Κι αν, πάλι, ακολουθήσει μια κάπως πιο μέση οδό (μια οδό «για όλη την οικογένεια»), είναι πολύ πιθανό να νιώσει ότι προσέρχεται σε ένα συνέδριο Φιλοσοφίας ή Θεωρίας της Τέχνης ή Πολιτικών Επιστημών και Κοινωνιολογίας, όπου οι σύνεδροι δεν είναι μελετητές αλλά έργα τέχνης! Και ότι τα πετυχαίνει σε κάποιο διάλειμμά τους, όπου ανά τρία σχηματίζουν πηγαδάκια και, όπως συχνά συμβαίνει στα διαλείμματα των επιστημονικών συνεδρίων, πίνουν καφεδάκι με βουτήματα στο όρθιο και πάντα σε μια στάση ευγενικής συστολής λόγω περιορισμένης μεταξύ τους γνωριμίας συζητούν με ηπιότητα απόψεις και ζητήματα του συνεδριακού αντικειμένου τους (τα οποία ζητήματα πιθανόν να αναπτύσσονταν κάπως πιο αναλυτικά ξαναπιάνοντας το επίσημο συνεδριακό πρόγραμμά τους – ποιος ξέρει;).
Ωστόσο, ένα χρήσιμο βοήθημα για τους επισκέπτες είναι ότι κάθε ενότητα διαθέτει ένα δικό της πανό, στο οποίο είναι τυπωμένα ο τίτλος της, τα ονόματα των καλλιτεχνών και μια γενική περιγραφή των έργων και του συσχετισμού τους. Επιπλέον, υπάρχει τυπωμένος και ένας κώδικας QR, τον οποίο σαρώνοντας με ένα έξυπνο κινητό, οδηγείται κάποιος στην ιστοσελίδα, όπου βρίσκει πληρέστερη περιγραφή του τι βλέπει.
Γιατί, άραγε, στην Αμβέρσα επενδύουν τόσο πολλά στις ανταλλαγές με την Αθήνα; Ίσως επειδή πιστεύουν ακόμα ότι η Αθήνα θα είναι το μέρος στο οποίο θα δοθούν κάποιες απαντήσεις σε ερωτηματικά που σήμερα ταλανίζουν ολόκληρη την ανθρωπότητα και τη νέα (υπό διαμόρφωση ακόμα) πραγματικότητα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια έκθεση με την οποία οι επιμελητές διατείνονται ότι γνωρίζουν την απάντηση για τα ζητήματα τα οποία τίθενται. Εξάλλου, η τέχνη δεν οφείλει να δίνει απαντήσεις. Έχει όμως τη δύναμη να κινητοποιεί τους συλλογισμούς που θα οδηγήσουν σε αυτές.
Ο Bart De Baere δώρισε στο ΕΜΣΤ ένα μικρού μεγέθους, πολύ ωραίο έργο του Νίκου Μπάικα, το οποίο ανήκε στην προσωπική του συλλογή. Ο ίδιος το αγαπούσε πολύ, αλλά αποφάσισε να το προσφέρει στο Μουσείο όταν συνειδητοποίησε ότι δεν διέθετε έργο του καλλιτέχνη στη συλλογή του. Όπως ο ίδιος λέει: «Ήταν μια μικρή πράξη αγάπης. Όταν επισκέπτεσαι κάποιον, κρατάς και ένα δώρο στο χέρι. Στην κουλτούρα μας, στον πολιτισμό μας, υπάρχει αυτή η ισχυρή έννοια των ανταλλαγών, που μεταξύ τους συγκαταλέγονται και οι ανταλλαγές αξιών. Και πρέπει να προσφέρεις πάντα, να χαρίζεις, ει δυνατόν, το καλύτερο που έχεις, αυτό που αγαπάς. Όλα τα άλλα δεν έχουν σημασία».
Πέρα από αυτό το δώρο που θα μείνει εδώ, παρέχονται και τα «δώρα» που θα εκτίθενται μόνο μέχρι το τέλος Ιανουαρίου, και είναι συγκλονιστικά. Όπως, για παράδειγμα, η ταπισερί της Goshka Macuga, οι φωτογραφίες του Vlad Monroe, τα slides του Douglas Gordon, τα γλυπτά των Thierry de Cordier και Ivan Kozaric και η ζωγραφική του Luc Tuymans.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO