Έχει βρέξει και οι σταγόνες έχουν λεκιάσει το ολόχρυσο άγαλμα της Μαρίας Κάλλας. Η όψη του είναι κάπως ανησυχητική με τους σκουρόχρωμους λεκέδες της βροχής, το κέρωμα θα φύγει και το χρυσό θα αλλάξει χρώμα.
Έχω φτάσει τη στιγμή που η δημιουργός του γλυπτού δίνει μια τηλεοπτική συνέντευξη, στην οποία αναφέρεται στη συνομιλία του έργου με τον Παρθενώνα και στην επιρροή που έχει δεχτεί από τα αρχαία αγάλματα και τα υφάσματα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Ένα γκρουπάκι τουρίστες που περνά από το μονοπάτι, βλέποντας την κάμερα, πλησιάζει και απομακρύνεται βιαστικά.
Η πολυφωτογραφημένη αυτές τις μέρες Κάλλας δεν μοιάζει να τους εντυπωσιάζει, όπως δεν εντυπωσίασε κανέναν, αντιθέτως, όπως φαίνεται στην πλειονότητα των δημοσιευμάτων και των αντιδράσεων στα social media, η έκπληξη όταν ο δήμαρχος της πόλης, ο υπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού και η πρόεδρος του Συλλόγου Μαρία Κάλλας τράβηξαν υπό βροχή το πανί που την κάλυπτε, ήταν μάλλον δυσάρεστη.
Κάτι δεν πήγε πάλι καλά με τη Μαρία Κάλλας, που στην ολόχρυση μοναξιά της δείχνει ότι από τον θάνατό της το 1977 μέχρι σήμερα όλα έχουν πάει λάθος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το λάθος είναι ορατό. Ένα μίζερο βάθρο, εντελώς παράταιρο σε σχέση με τα μάρμαρα που βρίσκονται γύρω του, ένα υπερβολικά αστραφτερό άγαλμα από χαλκό, χωρίς την επίχρυση πατίνα που θα το προστατεύσει, σε λάθος μέρος, σε ένα αλσύλλιο φυτεμένο με ελιές, σε μια λάθος κλίμακα, μια άσχημη Κάλλας, ασύνδετη με το περιβάλλον, μια μικροαστική σχεδόν απεικόνισή της, μια γυναίκα διάσημη για τον λαιμό της, που εδώ δεν έχει λαιμό, έχει τεράστιους ώμους και φορά ένα ζευγάρι μίζερα γοβάκια με λοξό τακούνι.
Αν όντως μας ενδιαφέρει να τιμήσουμε την Κάλλας με ένα άγαλμα στο μέρος όπου τοποθετήθηκε, έπρεπε να γίνει ένας διεθνής ή ένας ελληνικός διαγωνισμός, γιατί το δημόσιο γλυπτό μένει εκεί για πάντα. Και με τα δημόσια γλυπτά, όπως και με τη Μαρία Κάλλας, έχουμε ένα πικρό παρελθόν που δεν μας δίδαξε τίποτα.
Είναι πολύ γνωστή η φωτογραφία από την οποία εμπνεύστηκε η γλύπτρια, αλλά το γλυπτό δεν έχει σχέση ούτε καν με αυτή. Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η πατίνα δεν αντέχει στον εξωτερικό χώρο. Μπορεί η γλύπτρια Αφροδίτη Λίττη, στην οποία ο Σύλλογος Μαρία Κάλλας, διά της προέδρου του Λιάνας Σκουρλή, ανέθεσε την εκπόνηση αυτής της δωρεάς προς τον δήμο, να είναι έμπειρη, αλλά αυτό είναι το πρώτο δημόσιο γλυπτό της, ένα έργο πολύ μακριά από τη δουλειά της με ντεκορατίφ γλυπτά, που, αλίμονο, δεν μοιάζει στη Μαρία Κάλλας, όπως επιβάλλεται να συμβαίνει στην περίπτωση που τιμάται μια σπουδαία προσωπικότητα με διεθνή ακτινοβολία.
Γιατί; Γιατί μερικά πράγματα γίνονται για να γίνουν. Γιατί αυτή η υπόθεση που ονομάζεται δημόσια γλυπτική στην πόλη θέλει γούστο και κατάρτιση, γιατί δεν υπάρχει κανένας να υπερασπιστεί τη μνήμη της σε μια υπόθεση win-win.
Αυτό που τρέλαινε τη Μαρία Κάλλας όσο ζούσε ήταν η υποψία ότι την εκμεταλλεύονται, ακόμα και όταν κάποιος στεκόταν δίπλα της για να ποζάρει για μια φωτογραφία. Μετά τον θάνατό της συμβαίνει κατά κόρον, σε μια χώρα που κόπτεται για το όνομά της και διεκδικεί την ελληνικότητά της ντίβας, αλλά μέχρι σήμερα την ταπεινώνει με κάθε κίνηση, συμπεριφερόμενη επιπόλαια.
Γιατί δεν είμαι σίγουρη αν η Αθήνα χρειαζόταν άλλο ένα άγαλμα της Κάλλας, έχει ένα θαμμένο στην πλατεία Μαδρίτης, που επίσης δεν αρέσει σε κανέναν, και μια προτομή της, της ίδιας γλύπτριας, της Ασπασίας Παπαδοπεράκη στο Μέγαρο Μουσικής.
Υπάρχει άλλο ένα γλυπτό της Κάλλας στου Παπάγου, αλλά ας μην το συζητήσουμε, και μια ενδιαφέρουσα προτομή της Σίσσυς Πιάνα που παρουσιάστηκε και στην έκθεση του Ιδρύματος Θεοχαράκη. Αυτήν τη φορά θέλαμε κάτι πιο εμφατικό στο πιο τουριστικό μέρος της Αθήνας, κάτι πιο φανταχτερό, τελικά πιο κακόγουστο. Αν σκεφτούμε ότι αρέσει στους ανθρώπους που ορίζουν τη ζωή μας και την αισθητική στην πόλη και στον πολιτισμό, είναι σημάδι ανησυχητικό.
Αν όντως μας ενδιαφέρει να τιμήσουμε την Κάλλας με ένα άγαλμα στο μέρος όπου τοποθετήθηκε, σε έναν αρχαιολογικό χώρο όπου δεν πειράζεις ούτε χαλίκι, έπρεπε να γίνει ένας διεθνής ή ένας ελληνικός διαγωνισμός, γιατί το δημόσιο γλυπτό μένει εκεί για πάντα. Και με τα δημόσια γλυπτά, όπως και με τη Μαρία Κάλλας, έχουμε ένα πικρό παρελθόν που δεν μας δίδαξε τίποτα.
Είναι σαν να μας έχει χτυπήσει η «κατάρα Κάλλας», αλλιώς πώς έχουν πάει όλα τόσο στραβά; Όταν η μεγάλη ντίβα πέθανε στο Παρίσι, η φίλη της Βάσω Δεβετζή μετέφερε την επιθυμία της να αποτεφρωθεί και η τέφρα της να διασκορπιστεί στο Αιγαίο. Δεν υπάρχουν μάρτυρες αυτής της επιθυμίας και για να γίνει η αποτέφρωση χρειάστηκε να δοθεί ειδική άδεια από τον Μητροπολίτη Παρισίων Μελέτιο.
Η τεφροδόχος έφτασε στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1979 και ο τότε υπουργός Πολιτισμού Δημήτρης Νιάνιας ανέλαβε να ανοίξει το τυλιγμένο με την ελληνική σημαία ξύλινο κουτί και να πετάξει την τέφρα της ανοιχτά της Βουλιαγμένης από την πυραυλάκατο στην οποία επέβαιναν οι επίσημοι.
Στην κορυφαία αυτή πράξη, ο καιρός δεν στάθηκε συμπονετικός και ο άνεμος δεν φύσηξε ούριος. Ο υπουργός και οι επίσημοι «λούστηκαν» την τέφρα της, κάτι που ήταν το viral της εποχής και ο μόνος λόγος που όλοι θυμούνται τον άτυχο υπουργό.
Η Βάσω Δεβετζή ήταν αυτή που, σε συμφωνία με την οικογένεια της Κάλλας και ως θεματοφύλακας της καλλιτεχνικής της κληρονομιάς, ίδρυσε τα διεθνή Βραβεία Κάλλας που χρηματοδοτούνται από ένα μέρος της περιουσίας της. Τα βραβεία συνεχίστηκαν να δίνονται και μετά τον θάνατο της Δεβετζή, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, από το Athenaeum Maria Callas. Τον θεσμό συνέχισε η Λούλη Ψυχούλη, αλλά ο διαγωνισμός δεν ανέδειξε κανέναν μεγάλο καλλιτέχνη. Τα βραβεία έσβησαν κάποια στιγμή ήσυχα και μετά ξεχάστηκαν.
Τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος της Κάλλας συνοδεύονται και με την είδηση για τη λειτουργία του μουσείου της στην οδό Μητροπόλεως 44, που είχε εγκαινιαστεί από τον Γιώργο Καμίνη, αλλά δεν λειτούργησε.
Τι μουσείο θα είναι αυτό; Όχι με αντικείμενά της. O δήμος έχει εννέα και αυτήν τη στιγμή εκτίθενται στον πρώτο όροφο του ανακαινισμένου Ολύμπια, σε είκοσι τετραγωνικά. Πρόκειται για ένα παλτό, μια περούκα, ένα ζευγάρι γάντια Hermès, παρτιτούρες και φωτογραφίες και τρία προσωπικά αντικείμενα της Κάλλας που δωρήθηκαν από την Άννα Κουκουράκη του Athenaeum.
Τα εννέα αντικείμενα του Δήμου Αθηναίων αγοράστηκαν σε δημοπρασία του οίκου Drouot, το 2000, από τον Φώτη Παπαθανασίου, με οικονομική ενίσχυση 40.000.000 δραχμών από το Ίδρυμα Κανελλοπούλου. Αυτά που κατέχει ο σύλλογος, ο οποίος με πλείστες όσες κοσμικές εκδηλώσεις συγκεντρώνει χρήματα στο όνομα της Κάλλας, όπως αναγράφεται στον σκοπό του, βοηθώντας τον δήμο στην «προσπάθεια της λειτουργίας και στον εμπλουτισμό του Μουσείου “Μαρία Κάλλας” στην Αθήνα», είναι περίπου 150 μονόφυλλα και παρτιτούρες που αγοράστηκαν για 32.500 στερλίνες πρόσφατα.
Βέβαια, το πώς ένας σύλλογος οργανώνει ακόμα και δημοπρασίες έργων τέχνης για να συγκεντρώσει χρήματα για λογαριασμό του Δημοσίου ή του δήμου, χρησιμοποιώντας το όνομα της Κάλλας, είναι μια άλλη συζήτηση.
Για το μουσείο της Μητροπόλεως, που είναι θεματικό και εγκαινίασε ο Καμίνης, αλλά δεν έγινε τίποτα για να λειτουργήσει, υπάρχει μελέτη που έχει εκπονήσει η αρχιτέκτων μουσειολόγος Ερατώ Κουτσουδάκη και βασίστηκε στην ιδέα ότι «το πολυτιμότερο που έχουμε σήμερα από τη μεγάλη σοπράνο είναι η φωνή της», με την ψηφιακή τεχνολογία να είναι «κυρίαρχο εργαλείο αφήγησης». Το αν αυτό μπορεί να προσελκύσει επισκέπτες είναι άγνωστο και έχει παρελθόν όχι ευχάριστο.
Το 2002 ο δήμαρχος Δημήτρης Αβραμόπουλος άνοιξε το Μουσείο Μαρία Κάλλας στην Τεχνόπολη, στο ισόγειο της αίθουσας «Ανδρέας Εμπειρίκος». Λειτούργησε μέχρι το 2008, αν και τις περισσότερες φορές ήταν κλειστό λόγω χαμηλής επισκεψιμότητας.
Το 2008, επί δημαρχίας Νικήτα Κακλαμάνη, μια νέα έκθεση που είχε επιμεληθεί χωρίς αμοιβή ο ζωγράφος Κώστας Σπυριούνης δεν άνοιξε ποτέ ‒ ο Κακλαμάνης περίμενε να την ανοίξει μετά τις εκλογές του 2010, που ήταν βέβαιος ότι θα κέρδιζε, αλλά τις έχασε. Το μουσείο παρέμεινε κλειστό, γιατί ο Καμίνης υποστήριζε ότι η βαρέλα (αεριοφυλάκιο) που το στέγαζε δεν αποτελούσε κατάλληλο χώρο. Δεν ήθελε να ανοίξει έναν χώρο του προκατόχου του και, μη γελιόμαστε, η Κάλλας δεν ήταν η προτεραιότητά του.
Και μετά έπεσε σιωπή, μέχρι σήμερα, που η δημαρχία δείχνει να θέλει να βάλει μπροστά ξανά το ζήτημα του μουσείου. Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να παρουσιάσει και ένα σοβαρό σχέδιο για τη βιωσιμότητά του, για να μην είναι μια μίζερη κατάσταση, μια έκθεση την οποία θα επισκέπτονται σχολεία και μαθητές που βαριούνται στις σκοτεινές αίθουσες.
Ως τώρα, η πιο σοβαρή και καλά τεκμηριωμένη έκθεση που έχει γίνει για την Κάλλας έγινε το 2017, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, με τα μισά από τα αντικείμενά της, συγκεκριμένα 180, από αυτά που κατέχει ο μεγαλύτερος συλλέκτης αντικειμένων της παγκοσμίως, ο Νίκος Χαραλαμπόπουλος.
Η συλλογή του περιλαμβάνει 367 αντικείμενα, το πιάνο της, τα μαλλιά της, κοσμήματα, παρτιτούρες, ρούχα, έπιπλα, πίνακες και 30.000 φωτογραφίες ανάμεσα σε άλλα, και αν το κράτος είχε ποτέ σοβαρή πρόθεση να κάνει ένα μουσείο, θα έπρεπε να είχε καλέσει εκείνον, όπως και τους ενδιαφερόμενους και όλους όσοι είναι λάτρεις, ειδικοί και θαυμαστές, να κάνουν μια σοβαρή συζήτηση για το αν θέλουμε και μπορούμε να έχουμε ένα αξιοπρεπές Μουσείο Κάλλας.
Παράλληλα με το ενδιαφέρον για την ίδρυση μουσείου, η υψίφωνος Βάσω Παπαντωνίου εδώ και χρόνια προσπαθεί να συγκεντρώσει χρήματα για την ίδρυση μιας λυρικής ακαδημίας. Παλιότερα το σχέδιο ήταν να γίνει μια όπερα, μια ιδέα που σκαλώνει διαρκώς σε οικονομικά προβλήματα.
Η κ. Παπαντωνίου κατάφερε να αποσπάσει το κτίριο της Πατησίων 61 στο οποίο κατοικούσε η Κάλλας από το ΤΑΙΠΕΔ ‒στο ΤΑΙΠΕΔ είχε περιέλθει από το ΝΑΤ, που στην ουσία το είχε εγκαταλείψει, ειδικά μετά τους σεισμούς του 1999‒, αλλά το κόστος της ανακατασκευής και ανακαίνισης του κτιρίου, που είναι σχεδόν 5.000.000 ευρώ και προσπαθεί και η ίδια να συγκεντρώσει με γκαλά και βραδιές στο Ηρώδειο, είναι δυσβάσταχτο.
Όλοι οι παραπάνω εμπλεκόμενοι, πλην του κ. Χαραλαμπόπουλου, που είναι ιδιώτης συλλέκτης, δρουν στο όνομα της Κάλλας και για καλό σκοπό που δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει, αλλά δεν γίνεται να αποφύγεις τον πειρασμό να σκεφτείς ότι όλοι επωφελούνται από το όνομα «Κάλλας».
Όταν η Ματίνα Καλτάκη αναρωτήθηκε στη LiFO ποιος θα προστατεύσει το brand name «Μαρία Κάλλας», έθεσε ένα σοβαρό ερώτημα που δεν βρίσκει εύκολα απάντηση. Μάλλον βρίσκει, αλλά μερικώς.
Σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι καλλιτέχνες πεθαίνουν χωρίς να αφήσουν διαθήκη, τα πράγματα περιπλέκονται. Αν δεν υπάρχει ένα ίδρυμα να «κυνηγήσει» κάθε χρήση του ονόματος, μιλάμε για πολύ χρόνο, χρήμα και δικαστήρια, στα οποία φτάνουν τέτοιες υποθέσεις ‒ ο καθένας μπορεί να τυπώνει μια τσάντα με μια φωτογραφία της Κάλλας, να βγάλει ένα καθρεφτάκι ή να ιδρύει έναν σύλλογο που φέρει το όνομά της.
Τα royalties του ηχογραφημένου έργου της σήμερα ανήκουν στη Warner Bros και μετά τον θάνατο της αδελφής της Κάλλας, Τζάκι, περιήλθαν στον σύζυγό της Ανδρέα Σταθόπουλο, που με τη σειρά του τα κληροδότησε άφησε στη σύντροφό του και στον αδερφικό του φίλο Παναγιώτη Μιχαλόλια.
Τα δικαιώματα αυτά θα είναι ενεργά έως το 2047. Θα έπρεπε να έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο κυνήγι της χρήσης του ονόματος Κάλλας και, όπως λένε οι πληροφορίες, σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις το κάνουν.
Όμως αυτό δεν εμπόδισε τον Τομ Βολφ, που πρόσφατα έφερε στην Αθήνα τη Μόνικα Μπελούτσι, να ιδρύσει έναν διεθνή σύλλογο Κάλλας, να εκδώσει τρία βιβλία και να κάνει μια ταινία, όλα με υλικό που συγκέντρωσε από συλλέκτες, πραγματοποιώντας παγκόσμια περιοδεία. Όλα στο όνομα της Κάλλας που λατρεύει. Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις που δύσκολα μπορεί να κυνηγήσει κάποιος.
Μας ενδιαφέρει, λοιπόν, η Κάλλας; Με ποιον τρόπο; Αν μας ενδιαφέρει, τελευταία ευκαιρία, πριν ανοίξει το μουσείο: ας γίνει κάτι σωστά, από την αρχή, ας καθίσουν όλοι γύρω από ένα τραπέζι και ας πάρουν μια απόφαση σοβαρή, ας συγκεντρώσουν τους συλλέκτες, τους ενδιαφερόμενους, ας κάνουν μια διαβούλευση. Ας τιμήσουν αληθινά το όνομά της που μόνο κέρδη έχει φέρει σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό και προβολής. Γιατί μπορεί να μη μας ενδιαφέρει αληθινά να κάνουμε κάτι για την Κάλλας. Ακόμα και αυτό είναι θεμιτό, να μην υπάρχει βούληση για όλα.
Η Κάλλας θα ζει για πάντα μέσα από τη φωνή της. Ευτυχώς σε αυτό δεν μπορεί να επέμβει κανένας, να το αλλοιώσει, να το καταργήσει ή να το κακοποιήσει κι αυτό είναι το πιο ανακουφιστικό για τη φήμη και τη μνήμη της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.