Η ΡΟΜΙ ΓΚΟΛΑΝ θυμάται τη μέρα που αντίκρισε σε έναν κήπο στο Παρίσι το «Μπουκέτο με τουλίπες» του Τζεφ Κουνς, ένα μνημειώδες γλυπτό που απεικονίζει μια γροθιά να πιάνει 11 μίσχους με πέταλα στην κορυφή που μοιάζουν με μπαλόνια. Αμέσως της ήρθε ως απόηχος στο μυαλό μια τοιχογραφία του 1937 από τους Fernand Léger και Charlotte Perriand που δείχνει τρία χέρια να κρατούν άγρια τριαντάφυλλα.
Και τα δύο έργα αντανακλούν πολιτικά γεγονότα: Καθώς ο φασισμός βρισκόταν τότε σε έξαρση σε όλη την Ευρώπη, οι Léger και Perriand καλωσόριζαν τη νέα σοσιαλιστική γαλλική κυβέρνηση. Το γλυπτό του Κουνς, που παρουσιάστηκε το 2019 στο Petit Palais, προοριζόταν ως σύμβολο μνήμης για τα θύματα των τρομοκρατικών επιθέσεων που είχαν συγκλονίσει τη Γαλλία λίγα χρόνια νωρίτερα.
Με στόχο να διερευνήσει τη χρήση παρόμοιων μοτίβων από καλλιτέχνες διαφορετικών γενεών, η Γκολάν, ιστορικός τέχνης στη Νέα Υόρκη, δέχτηκε την ανάθεση από το Brooklyn Rail, ένα περιοδικό τεχνών της Νέας Υόρκης που δημοσιεύει κριτικά δοκίμια και άρθρα από επιφανείς συγγραφείς όπως ο Πολ Όστερ και ο Τζόναθαν Λέθεμ, να συγκρίνει το «Μπουκέτο με τουλίπες» –έργο που χαρακτηρίστηκε τότε από προσωπικότητες των τεχνών στη Γαλλία ως «καιροσκοπικό, ακόμη και κυνικό»– με την τοιχογραφία του 1937.
Η Γκολάν, καθηγήτρια ιστορίας της τέχνης στο City University of New York Graduate Center, αρνήθηκε και απέσυρε το άρθρο της «για λόγους αρχής», όπως είπε. «Το θεώρησα αξιολύπητο. Υποτίθεται ότι αυτά τα περιοδικά στηρίζουν τις απόψεις και την ελευθερία του λόγου. Πού είναι η ελευθερία του λόγου;».
Αφού παρέδωσε το άρθρο, ο διευθυντής σύνταξης του περιοδικού τη συνεχάρη γράφοντάς της ότι το δοκίμιό της «αποδίδει δικαιοσύνη στο μνημείο και στην ιστορική του σημασία».
Όλα αυτά όμως έδωσαν γρήγορα τη θέση τους σε κατηγορίες και αντεγκλήσεις, μόλις το στούντιο του Κουνς διάβασε ένα αντίγραφο του αδημοσίευτου κειμένου. Η αντίδραση του καλλιτέχνη ήταν σαφής: Θάψτε το. Το στούντιο, το οποίο επικαλέστηκε «τις ανησυχίες του Τζεφ», θεώρησε ότι η Γκολάν είχε παραποιήσει το νόημα του γλυπτού γράφοντας ότι αποτελεί «σύμβολο βίας» και ζήτησε να μη δημοσιευτεί το άρθρο της, το οποίο «δυσφημούσε τον καλλιτέχνη».
Τότε, σύμφωνα με την Γκολάν, ο εκδότης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Rail, Φονγκ Μπούι, πρότεινε να μετατρέψει το 2.000 λέξεων άρθρο της σε μια σύντομη εισαγωγή σε δοκίμια άλλων συγγραφέων που εξερευνούν την ιστορική συνέχεια στην πολιτική τέχνη. Η Γκολάν, καθηγήτρια ιστορίας της τέχνης στο City University of New York Graduate Center, αρνήθηκε και απέσυρε το άρθρο της «για λόγους αρχής», όπως είπε. «Το θεώρησα αξιολύπητο. Υποτίθεται ότι αυτά τα περιοδικά στηρίζουν τις απόψεις και την ελευθερία του λόγου. Πού είναι η ελευθερία του λόγου;».
Η κριτική της Γκολάν στο Rail για τον χειρισμό του δοκιμίου της είναι μία από τις πολλές πρόσφατες περιπτώσεις στις οποίες συγγραφείς κατηγορούν τους υπεύθυνους ενός μέσου ότι υποκύπτουν στις πιέσεις «θάβοντας» αναλύσεις και κριτικές που κάποιος επιφανής καλλιτέχνης θεωρεί αρνητικές. Σε δηλώσεις και συνεντεύξεις τους, αρκετοί ιστορικοί τέχνης, κριτικοί και δημοσιογράφοι δήλωσαν ότι η εμπειρία της Γκολάν εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της κριτικής.
Ο Tai Mitsuji, κριτικός και ιστορικός τέχνης που έχει γράψει για τον Guardian και έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, δήλωσε: «Η αφαίρεση μιας τεκμηριωμένης γνώμης από ένα δοκίμιο, ακόμη και κατόπιν αιτήματος του στούντιο ενός καλλιτέχνη, υποβαθμίζει αυτό το γραπτό στο επίπεδο του μάρκετινγκ».
Και το πιο φοβερό είναι ότι δεν ήταν καν αρνητική η κριτική της Γκολάν για το γλυπτό του Κουνς: «Υπάρχει μια συγκεκριμένη ένταση που διαβάζεται ως το απότοκο της βίας που προκάλεσε τη δημιουργία του μνημείου, λανθάνουσα στον τρόπο με τον οποίο το χέρι του Κουνς προεξέχει διαγώνια από τη βάση του», έγραφε. «Είναι αυτός ο αξιοσημείωτος συνδυασμός καλοσύνης και έντασης στη χειρονομία του Κουνς που αναδεικνύει το "Μπουκέτο" του ως σημαντικό έργο τέχνης».
Αυτή η ένταση όμως βρέθηκε στο επίκεντρο των ενστάσεων του Κουνς. «Αναφέρεστε στην παθητική χειρονομία προσφοράς του Τζεφ ως χειρονομία βίας» έγραφε σε ένα e-mail που έστειλε στην Γκολάν, η εκπρόσωπος του καλλιτέχνη, Lauran Rothstein, προσθέτοντας ότι το δοκίμιό της ευθυγραμμίζει τον Κουνς «με εξαιρετικά αρνητικούς συνειρμούς».
Η Γκολάν, συγγραφέας του βιβλίου Modernity and Nostalgia: Art and Politics in France Between the Wars, το οποίο διερευνά την αλληλεπίδραση τέχνης και ιδεολογίας, δήλωσε έκπληκτη που το στούντιο Koons δεν κατάλαβε ότι το δοκίμιό της αποτελούσε φιλοφρόνηση προς το έργο. «Αυτό που λέω είναι στην πραγματικότητα θετικό…Είναι σαν να προσκαλείς ανθρώπους σε δείπνο και να μην είσαι στο τραπέζι», πρόσθεσε για τη δυσάρεστη περιπέτεια του κειμένου της. «Είναι σαν να ήθελαν να κάνω ghosting στον ίδιο μου τον εαυτό».
Με στοιχεία από The New York Times