ΚAΘΩΣ Ο ΠΟΥΤΙΝ εδραιώνει την κυριαρχία του στη ρωσική επικράτεια μέσα στα χρόνια, ιδρύοντας μια καθεστωτικού τύπου Διοίκηση με άξονα το πρόσωπό του, στράφηκε, όπως ήταν επόμενο, και στον κινηματογράφο, επιθυμώντας να «συμμορφώσει» τους κινηματογραφιστές.
Οι κινήσεις του δεν υπήρξαν τόσο δραστικές και οι πολιτικές του δεν στάθηκαν πάντα τόσο περιοριστικές, όσο σε άλλους τομείς της ρωσικής κοινωνίας και οικονομίας και υπάρχει εξήγηση για αυτό. Τα έσοδα από το σινεμά στη Ρωσία σπάνια ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια ανά έτος, συνεισφέροντας ελάχιστα στο ρωσικό ΑΕΠ, με τις χολιγουντιανές ταινίες να αποτελούν τον βασικό τροφοδότη της συγκεκριμένης αγοράς.
Ακόμα και έτσι, το σινεμά μπορεί να επηρεάσει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό μέσω των διεθνών φεστιβάλ. Οι φωνές διαμαρτυρίας τόσο εντός, όσο κι εκτός συνόρων δεν είναι αρεστές, μπορούν να διασπάσουν την εθνική συνοχή, όπως την εννοεί το επιτελείο του Πούτιν.
Οι διαμαρτυρόμενοι Ρώσοι σκηνοθέτες αποτελούσαν κι εξακολουθούν να αποτελούν μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα του εγχώριου κινηματογραφικού δυναμικού. Αυτό ο Πούτιν δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Υπήρξαν αρκετές επιπτώσεις που το επιτελείο του Ρώσου Προέδρου όχι μόνο παρενέβη, αλλά προέβη και στη δίωξη Ρώσων σκηνοθετών.
Σε συνάντησή του με κινηματογραφιστές το 2009 ο Πούτιν είχε ανακοινώσει ότι είναι απογοητευμένος που το σινεμά της χώρας του ωχριά μπρος στην πλούσια κληρονομιά του παρελθόντος και έχει χάσει την απήχηση που είχε παλιότερα στον υπόλοιπο κόσμο, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα την πρόθεση του Κρεμλίνου να ενισχύσει τον κινηματογράφο, διπλασιάζοντας το κονδύλι της κρατικής χρηματοδότησης για τις εγχώριες παραγωγές.
To 2008 o Πούτιν αναδιαμόρφωσε το Roskino, το Ρωσικό Κέντρο Κινηματογράφου, και εκχώρησε στο υπουργείο Πολιτισμού αρμοδιότητες εξαγωγών και εκπροσώπησης των ρωσικών παραγωγών στο εξωτερικό.
Σε συνάντησή του με κινηματογραφιστές το 2009 ο Πούτιν είχε ανακοινώσει ότι είναι απογοητευμένος που το σινεμά της χώρας του ωχριά μπρος στην πλούσια κληρονομιά του παρελθόντος και έχει χάσει την απήχηση που είχε παλιότερα στον υπόλοιπο κόσμο, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα την πρόθεση του Κρεμλίνου να ενισχύσει τον κινηματογράφο, διπλασιάζοντας το κονδύλι της κρατικής χρηματοδότησης για τις εγχώριες παραγωγές.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός αυτό που είχε στον νου του, αλλά ο έλεγχος του περιεχομένου των εγχώριων παραγωγών. Έτσι η επένδυση σε ρωσικά, δυτικότροπα μπλοκμπάστερ τονώθηκε, ενώ προέκυψαν και παραγωγές που στόχο είχαν να τονώσουν το εθνικό φρόνημα, με τις ευλογίες του Προέδρου, όπως το Στάλινγκραντ (2013) του Φίοντορ Μπονταρτσούκ, υιού του θρυλικού Ρώσου σκηνοθέτη Σεργκέι Μπονταρτσούκ.
Ταυτόχρονα, ήδη από τα τέλη του 2011 ο Πούτιν έκανε λόγο για την ανάγκη θέσπισης ενός κώδικα ηθικής στο ρωσικό σινεμά, στα πρότυπα του αμερικανικού κώδικα Χέιζ, ώστε να περιοριστεί η βία και η πρόκληση των χρηστών ηθών στην οθόνη. Στο πλευρό του είχε και τον τότε πρόεδρο του σωματείου κινηματογραφιστών και φίλο του Νικίτα Μιχάλκοφ (Ψεύτης Ήλιος).
Το 2014 θεσπίστηκε τελικά ένας σχετικός κώδικας που στόχευε στον περιορισμό της υβριστικής γλώσσας στο σινεμά. Το πρώτο φιλμ που θα υποστεί λογοκρισία είναι το Yes & Yes (2014) της Βαλέρια Γκέι Γκερμάνικα, το οποίο κυκλοφόρησε στις αίθουσες μετά από δραστικές αλλαγές στους διαλόγους του, ώστε να περιοριστεί η ελευθεροστομία των μποέμ χαρακτήρων.
Την ίδια χρονιά ο Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, από τους ελάχιστους Ρώσους σκηνοθέτες που διατηρούσαν ψηλά τη σημαία της χώρας στο εξωτερικό και γι’ αυτό ευρισκόμενος στο απυρόβλητο μέχρι τότε, γύρισε το Λεβιάθαν (2014). Η ταινία παρουσίαζε μια εικόνα έντονης σήψης, παρακμής και διαφθοράς, με σαφείς αναγωγές στις πρακτικές του καθεστώτος Πούτιν. Έλαβε το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών εκείνο τον Μάιο, ξεκινώντας μια θριαμβική πορεία στα φεστιβάλ του υπόλοιπου κόσμου, που την οδήγησε σε μια νίκη στις Χρυσές Σφαίρες, αλλά και σε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Στην πατρίδα της, πάλι, η αντιμετώπισή της ήταν διαφορετική. Μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ η ταινία είχε προβληθεί μόνο για μια εβδομάδα σε κινηματογράφο της Αγίας Πετρούπολης. Ταυτόχρονα, όλος ο μηχανισμός είχε εξαπολύσει επίθεση εναντίον της, με μέλη του Tύπου, του κλήρου αλλά και του καλλιτεχνικού κόσμου να την κατακεραυνώνουν για την «ανηθικότητά» της και την «στρεβλή αποτύπωση» της ρωσικής πραγματικότητας, αλλά και για την κατασκευή της με στόχο «να αρέσει στη δυτική ελίτ».
Για τα τηλεοπτικά κανάλια η ταινία δεν υπήρχε, με τα περισσότερα να μην αναφέρουν καν τη νίκη της στις Χρυσές Σφαίρες. Σε μια από τις περιπτώσεις που η πειρατεία έσωσε το σινεμά, η διαρροή της ταινίας στα σχετικά sites την έκανε γνωστή στους Ρώσους σινεφίλ, ξεσηκώνοντας νέο κύκλο συζητήσεων γύρω από αυτή.
Ο δημοφιλής πολιτικός επιστήμονας Σεργκέι Μάρκοφ –από τα «παπαγαλάκια» του Πούτιν– εξαπέλυσε μια επαίσχυντη επίθεση με σχετικό κείμενό του, που κατέληγε ότι ο Ζβιάγκιντσεφ θα έπρεπε να γονατίσει στην Κόκκινη Πλατεία και να ζητήσει συγγνώμη από τον ρωσικό λαό. O υπουργός Πολιτισμού Βλάντιμιρ Μεντίνσκι ισχυρίστηκε πως δεν του αρέσει η ταινία όχι για την «αντιρωσική» της στάση, αλλά για τη γλώσσα της.
Αυτό το νέο κύμα δημοσιότητας, σε συνδυασμό με την οσκαρική της υποψηφιότητα, θα έδινε το πράσινο φως για την ευρύτερη (πλην σύντομη, φυσικά) διανομή της στις αίθουσες, αλλά με ακόμα περισσότερες περικοπές υβριστικού περιεχομένου, βάσει του προαναφερθέντος νόμου.
Ο εκπρόσωπος τύπου του Πούτιν θα δήλωνε ότι ο Πρόεδρος είναι υπέρ της ταινίας και ότι ήθελε να κερδίσει στην οσκαρική απονομή, τα γεγονότα λένε ότι ο Ζβιάγκιντσεφ θα στρεφόταν στον ιδιωτικό τομέα για την επόμενη ταινία του, το Loveless (2017), συνεχίζοντας την κριτική του στην κυβέρνηση μεν, αλλά με προσεκτικό λόγο δε και υποβαθμίζοντας σε κάθε ευκαιρία το πολιτικό περιεχόμενο των ταινιών του.
Φταίει και που, στο μεταξύ, είχε σκληρύνει η στάση του υπουργείου Πολιτισμού και των οργάνων που τελούν υπό την εποπτεία του. Για να χρηματοδοτηθεί μια ταινία από το κράτος πλέον, θα έπρεπε το σενάριό της να είναι σύμφωνο με το καθεστώς και τις αρχές που πρεσβεύει και να προάγει την εθνική ενότητα. Όπως χαρακτηριστικά ξεκαθάρισε ο Μεντίνσκι, «όλα τα άνθη πρέπει να μεγαλώνουν, αλλά εμείς θα ποτίζουμε μόνο εκείνα που μας αρέσουν».
Αυτό διαπίστωσε ο σκηνοθέτης Γιούρι Μπίκοφ, που άσκησε έντονη κριτική μέσα από ταινίες όπως ο Ηλίθιος (2014), που προβλήθηκε και στη χώρα μας, αλλά σχεδόν καθόλου στις αίθουσες της χώρας του, όπου έγινε γνωστός κυρίως μέσω του διαδικτύου. Τα social media έβραζαν σε βάρος του Μπίκοφ και, όπως στην περίπτωση του Ζβιάγκιντσεφ, ο παρακρατικός μηχανισμός στράφηκε εναντίον του, εξαπολύοντας επιθέσεις σε βάρος του ίδιου και του σινεμά του.
Ευρισκόμενος σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, ο Μπίκοφ γύρισε τη σειρά Sleepless για λογαριασμό της ρωσικής τηλεόρασης, η οποία χρηματοδοτήθηκε από κρατικά κεφάλαια. Ήταν, όπως λέγεται, μια θαυμάσια απολογία της κυβέρνησης Πούτιν, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις από φιλελεύθερους οπαδούς του τριανταεξάχρονου τότε σκηνοθέτη, ο οποίος ζήτησε δημοσίως συγγνώμη από αυτούς, διέγραψε τον λογαριασμό του στα social media και ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από το σινεμά – μια απόφαση που δεν κράτησε πολύ.
Ο Μπίκοφ είχε δηλώσει στο παρελθόν ότι θα γυρίσει μια ταινία για την ουκρανική κρίση, ένα project που αποσύρθηκε στο μεταξύ. Διευκρίνισε πάντως ότι, αν προχωρούσε η ταινία, θα ήταν υπέρ της ρωσικής πλευράς, μια δήλωση που μπορεί να έγινε και για να επικυρώσει την πολιτική συμμόρφωσή του. Ίσως να είδε και τι ενέργειες μπορεί να ακολουθήσει το καθεστώς σε περιπτώσεις μεγαλύτερης αυθάδειας, όπως σε εκείνη του συναδέλφου του, Κιρίλ Σερεμπρένικοφ.
Καλλιτεχνικός διευθυντής του Gogol Center στη Ρωσία και κινηματογραφικός σκηνοθέτης, ο Σερεμπρένικοφ μπήκε στο στόχαστρο νωρίς, ανεβάζοντας στο θέατρο έργα που κορόιδευαν τις Αρχές ή είχαν θεματικές όπως η ομοφυλοφιλία, που καθιστούν κάποιον αυτομάτως υπό διωγμό στη Ρωσία του Πούτιν.
Η αντικαθεστωτική του στάση με ανοιχτές δηλώσεις υπέρ της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και η άσκηση δημόσιας κριτικής κατά της δράσης της κυβέρνησης στην Κριμαία, οδήγησαν στη δίωξή του το 2017 για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. Οι κατηγορίες έμοιαζαν να μην ευσταθούν, ενώ οι καταθέσεις των μαρτύρων φαίνονταν να ελήθφησαν υπό καθεστώς έντονης πίεσης.
Μερίδα του καλλιτεχνικού κόσμου εξεγέρθηκε, κάνοντας λόγο για μια δίωξη με πολιτικά κίνητρα, που στόχο είχε να περιορίσει έναν αντιφρονούντα καλλιτέχνη. Ο εισαγγελέας ζήτησε τον κατ’οίκον περιορισμό του σκηνοθέτη και την απαγόρευση χρήσης του διαδικτύου και πέτυχε το πρώτο, με τον Σερεμπρένικοφ να παραμένει εσώκλειστος στην οικεία του για δεκαοκτώ μήνες.
Ο Σερεμπρένικοφ δήλωνε άγνοια για λογιστικές ατασθαλίες που υποτίθεται πως έλαβαν χώρα υπό τη διεύθυνσή του, επισημαίνοντας πως έπαιρνε αποφάσεις μόνο καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Συνέχισε να σκηνοθετεί παραστάσεις έξω από την χώρα του μέσα από το σπίτι του, κάνοντας χρήση της τεχνολογίας, ενώ μέσα στο διάστημα αυτό γύρισε με τον ίδιο τρόπο και το Leto, μια ταινία που συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών.
Έπειτα από μια δίκη-παρωδία που κράτησε έξι μήνες, ο Σερεμπρένικοφ καταδικάστηκε τον Ιούνιο του 2020 σε τριετή κάθειρξη με αναστολή, ένα υψηλότατο πρόστιμο και τριετή απαγόρευση εξόδου από τη χώρα δίχως έγγραφη άδεια – μια ετυμηγορία που επικρίθηκε έντονα από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι προτάσεις για τη σκηνοθεσία παραστάσεων και κινηματογραφικών ταινιών στο εξωτερικό έπεφταν βροχή, μα, παρά τις προ δεκαετίας εξαγγελίες του Πούτιν για την ανάγκη διείσδυσης της ρωσικής τέχνης στον υπόλοιπο κόσμο, οι Αρχές επέμεναν να απορρίπτουν τα αιτήματά του να μεταβεί στο εξωτερικό, μέχρι τον περασμένο Ιανουάριο, όταν και του επέτρεψαν να ταξιδέψει στο Αμβούργο για να σκηνοθετήσει μια θεατρική παράσταση. «Μάλλον ήμουν καλό παιδί, η διαγωγή μου ήταν άριστη και για αυτό μου το επέτρεψαν», θα δήλωνε ο σκηνοθέτης, ελαφρώς ανακουφισμένος που η περιπέτειά του έληξε – προς το παρόν.
Ο σκηνοθέτης Αλεξέι Γκέρμαν Jr., γύρισε πέρυσι μια ταινία με τίτλο House Arrest (2021). Στην ταινία ένας καθηγητής πανεπιστημίου κριτικάρει μέσω του λογαριασμού του στα social media τη διοίκηση της πόλης όπου διαμένει και τον διεφθαρμένο δήμαρχο. Σύντομα βρίσκεται κατηγορούμενος για οικονομική απάτη και τίθεται υπό κατ’ οίκον περιορισμό.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν μοιάζει καθόλου συμπτωματική, μα ο Γκέρμαν Jr. δηλώνει ότι είχε γράψει το σενάριο χρόνια πριν κι ότι ήθελε περισσότερο να σχολιάσει τον εγκλεισμό μας κατά την περίοδο της πανδημίας. Με δεδομένο ότι, πέραν του βασικού της concept, η ταινία του σατιρίζει ανελέητα το ρωσικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, έχουμε κάθε λόγο να υποθέτουμε ότι, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοί του, ο Ρώσος σκηνοθέτης μετράει τα λόγια του. Προσέχει για να έχει, όπως λέμε.
Αντιλαμβανόμαστε ότι, ενόψει των πρόσφατων εξελίξεων, αλλά και σε σύγκριση με φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και συμπτωματικούς θανάτους που έχουν παρατηρηθεί σε άλλους κλάδους και τομείς της κοινωνίας μέσα στα χρόνια της θητείας του Πούτιν, γεγονότα και πρακτικές, όπως αυτά, φαντάζουν πταίσματα. Είναι, όμως, ενδεικτικές του τρόπου λειτουργίας ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Το οποίο, όταν εξασθενήσει (ή και εξαλείψει) τους εσωτερικούς του αντιπάλους, μοιραία θα αναζητήσει τέτοιους στο εξωτερικό.