To συναρπαστικό, πολυεπίπεδο σύμπαν της Ithell Colquhoun μέσα από γραπτά, σχέδια, πίνακες, έργα πρώιμου θεάτρου και σχέδια τοιχογραφιών, πολλά από τα οποία δεν έχουν παρουσιαστεί ποτέ δημόσια στο παρελθόν, εξερευνά η μεγάλη έκθεση «Between Worlds» στην Tate St. Ives, που θα ταξιδέψει στην Tate Britain από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2025.
Η Βρετανίδα ζωγράφος, αποκρυφίστρια, ποιήτρια και συγγραφέας Ithell Colquhoun που γεννήθηκε το 1908 ήταν μια σημαντική προσωπικότητα του βρετανικού σουρεαλισμού κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Χάραξε τη δική της πορεία ερευνώντας σουρεαλιστικές μεθόδους ασυνείδητης δημιουργίας εικόνων και εμβαθύνοντας άφοβα στις σφαίρες του μύθου και της μαγείας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 γνώρισε τον André Breton στο Παρίσι και αργότερα άρχισε να εργάζεται με τεχνικές σουρεαλιστικού αυτοματισμού στη γραφή και τη ζωγραφική της, αλλά αποβλήθηκε από τη βρετανική ομάδα των σουρεαλιστών επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει τη σχέση της με αποκρυφιστικές ομάδες. Ωστόσο το έργο της είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον σουρεαλισμό.
Η Colquhoun διερεύνησε τις δυνατότητες μιας θεϊκής γυναικείας δύναμης ως μονοπάτι προς την προσωπική ολοκλήρωση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Η κατανόηση του κόσμου ως συνδεδεμένου με την πνευματική σφαίρα την έφερε στην Κορνουάλη, όπου εμβάθυνε στις δημιουργικές της εξερευνήσεις, εμπνευσμένη από το αρχαίο τοπίο της περιοχής, τις κελτικές παραδόσεις και τους ιερούς τους τόπους.
Η Colquhoun δεν υπήρξε πάντα δημοφιλής και ορισμένα έργα της, που συνδέονται τόσο με το ενδιαφέρον της για την ψυχολογία όσο και με τη σχέση της με το σουρεαλιστικό κίνημα, έχουν χαρακτηριστεί ως «μακάβρια» και «απαίσια».
Η έκθεση, που περιλαμβάνει πάνω από 200 έργα τέχνης και αρχειακό υλικό, παρακολουθεί την εξέλιξή της, από την πρώιμη φοιτητική της δουλειά και την ενασχόλησή της με το σουρεαλιστικό κίνημα μέχρι τη γοητεία που άσκησαν πάνω της τα αλληλένδετα βασίλεια της τέχνης, της σεξουαλικής ταυτότητας, της οικολογίας και του αποκρυφισμού. Κορυφώνεται σε μια αίθουσα αφιερωμένη στην ερμηνεία της τράπουλας Ταρό που φιλοτέχνησε, του πιο ολοκληρωμένου συνδυασμού της καλλιτεχνικής και της «μαγικής» πρακτικής της.

Η Ithell Colquhoun γεννήθηκε στη Βρετανική Ινδία αλλά πήγε σχολείο στο Ντόρσετ, πριν φοιτήσει στο Cheltenham Ladies' College. Για τον αποκρυφισμό ενδιαφέρθηκε σε ηλικία 17 ετών, έχοντας διαβάσει τα βιβλία του Aleister Crowley, που ήταν Άγγλος αποκρυφιστής, μάγος, ποιητής, συγγραφέας, ζωγράφος, δημιουργός του κινήματος και της φιλοσοφίας του Θελήματος (Thelema). Ενώ βραβεύτηκε για τη ζωγραφική της και πολύ νωρίς ένα έργο της εκτέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία, ήταν κυρίως αυτοδίδακτη.
Πέρασε πολλά χρόνια ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, την Κορσική και την Τενερίφη, απέκτησε ένα στούντιο στο Παρίσι όπου γνώρισε για πρώτη φορά σουρεαλιστές, συμπεριλαμβανομένων των René Magritte, André Breton, Salvador Dalí, Marcel Duchamp και Man Ray, και παρακολούθησε την Académie Colarossi το 1931. Ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα γνώρισε και ερωτεύτηκε μια γυναίκα, την Ανδρομάχη «Κυρία» Καζού, η οποία ήταν το θέμα πολλών σχεδίων και ζωγραφικών έργων της και ενός αδημοσίευτου χειρογράφου. Ωστόσο με την κυρία Καζού δεν έζησαν ποτέ μαζί. Η πρώτη της ατομική έκθεση έγινε στην γκαλερί τέχνης Cheltenham, όπου παρουσίασε 91 έργα, και την ίδια χρονιά εξέθεσε στο Fine Art Society στο Λονδίνο.
Όταν παρακολούθησε τη διάλεξη του Salvador Dalí για τον σουρεαλισμό, το 1936 στη Διεθνή Έκθεση Σουρεαλισμού στο Λονδίνο, συνδέθηκε με το σουρεαλιστικό κίνημα στη Βρετανία, από το οποίο αποχώρησε αργότερα, μη θέλοντας να υιοθετήσει τις απαιτήσεις τους να μην ανήκει σε άλλες ομάδες.

Από το 1947 μέχρι το τέλος της ζωής της έζησε στην Κορνουάλη. Πειραματίστηκε κυρίως με τεχνικές αυτοματισμού στη διαδικασία γραφής ή σχεδίου, στις οποίες ο καλλιτέχνης λειτουργεί αυθόρμητα, προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο το ασυνείδητο, χωρίς κανένα στοιχείο αυτολογοκρισίας ή ηθικών και αισθητικών περιορισμών. Χρησιμοποίησε ένα ευρύ φάσμα υλικών και μεθόδων, τις οποίες παρουσίαζε συχνά στο κοινό. Η συναρπαστική, οπτικά υπνωτική ζωγραφική της και η ενέργειά της προήλθαν από τη μελέτη του φυτικού κόσμου και από τη βιολογία. Πολλά από τα πρώτα της σημειωματάρια περιείχαν πολύ λεπτομερή σχέδια φυτών και τα πρώτα της έργα περιλάμβαναν μια σειρά από μεγεθυμένες εικόνες της χλωρίδας, που καταλάμβαναν ολόκληρο τον καμβά και ζωγραφίστηκαν σχεδόν φωτογραφικά.
Διερεύνησε επίσης θέματα φύλου. Το πρώιμο έργο της απεικονίζει συχνά ισχυρές γυναίκες από μύθους και ιστορίες της Βίβλου, όπως η Ιουδήθ και η Σωσάννα και οι γέροντες, πιθανώς αφιερωμένες στην Artemisia Gentileschi. Η αντιμετώπιση του φύλου από την Colquhoun είναι μια απάντηση στα ανδρικά και πατριαρχικά θέματα στην τέχνη άλλων σουρεαλιστών, που σχεδίαζαν τοπία ως γυναικεία σώματα. Η ίδια στο έργο της «Gouffres Amers» δείχνει ένα ανδρικό σώμα ως τοπίο. Αρκετά από τα έργα της εξερευνούν θέματα ευνουχισμού και ανδρικής ανικανότητας, ενώ απεικονίζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα πολύ πιο θετικά, δείχνοντας ενδιαφέρον και για το ανδρόγυνο∙ τη δεκαετία του ’40 παρήγαγε αρκετά έργα σχετικά με το θέμα.
Τα καταπληκτικά χρώματα που χρησιμοποιεί κάνουν το έργο της ένα σουρεαλιστικό αριστούργημα που εκφράζει τέλεια την πίστη αυτού του κινήματος στην απελευθερωτική δύναμη του ασυνείδητου. Οι συνθέσεις της είναι ένα υπέροχο χάος, χρώματα που διαποτίζουν το χαρτί ή τον καμβά και ελευθερώνονται σαν να εισχωρούν στο φροϋδικό ασυνείδητο. Αυτές οι εκρήξεις αποκαλύπτουν μια καλλιτέχνιδα που ξέρει καλά να χρησιμοποιεί την ένταση του χρώματος.

Η Colquhoun δεν υπήρξε πάντα δημοφιλής και ορισμένα έργα της, που συνδέονται τόσο με το ενδιαφέρον της για την ψυχολογία όσο και με τη σχέση της με το σουρεαλιστικό κίνημα, έχουν χαρακτηριστεί ως «μακάβρια» και «απαίσια».
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, έστρεψε την προσοχή της στα κολάζ. Η τελευταία αναδρομική έκθεση του έργου της πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Newlyn Orion το 1976.
Παράλληλα με τα εικαστικά, υπήρξε παραγωγική συγγραφέας, και εξέδωσε ποίηση, δοκίμια, μυθιστορήματα και ταξιδιωτικούς οδηγούς. Από τη δεκαετία του 1950, η παραγωγή της ως εικαστικού μειώθηκε και αφοσιώθηκε στα γραπτά της. Έγραψε δύο ταξιδιωτικά βιβλία, «The Crying of the Wind» και «Living Stones» για την Ιρλανδία και την Κορνουάλη αντίστοιχα, και ένα τρίτο βιβλίο για την Αίγυπτο που δεν εκδόθηκε ποτέ, σουρεαλιστικά γκόθικ μυθιστορήματα όπως το «I Saw Water» και το «Destination Limbo», κανένα από τα οποία δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε, και μια βιογραφία του Samuel MacGregor Mathers, ενός από τους πιο επιδραστικούς σύγχρονους αποκρυφιστές.
Αν και η Colquhoun παρέμεινε σχετικά άγνωστη μετά τον θάνατό της το 1988, σε σύγκριση με άλλες σουρεαλίστριες, όπως η Eileen Agar και η Dorothea Tanning, πιο πρόσφατα υπήρξε ανανεωμένο ενδιαφέρον για το έργο της και τις φεμινιστικές και αποκρυφιστικές απόψεις της, με τους μελετητές να αναγνωρίζουν τον παραγωγικό στοχασμό της.





