Όταν αποκαλύφθηκε το επίσημο πορτρέτο της τότε «πρώτης κυρίας» των ΗΠΑ Μισέλ Ομπάμα, η εικαστικός Έιμι Σέραλντ έγινε διάσημη μέσα σε μια μέρα. Από τότε, το 2018, αυτό το πορτρέτο έχει περιοδεύσει σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ, ακόμα και στις μέρες της ανάληψης της εξουσίας από τον Τραμπ, ως υπενθύμιση των ημερών διακυβέρνησης της χώρας από τους Δημοκρατικούς.
Η 51χρονη σήμερα Έιμι Σέραλντ θεωρείται η πιο hot και αξιόλογη εν ζωή ζωγράφος πορτρέτων των ΗΠΑ και η παρουσία, το στυλ και οι δουλειές της είναι πάντα αξιοσημείωτες.
Η περιοδική αναδρομική της έκθεση με τίτλο «Amy Sherald: American Sublime», η οποία εκτίθεται τώρα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο έχει ακόμα μακρύ δρόμο, αφού θα ταξιδέψει στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney στη Νέα Υόρκη από τις 9 Απριλίου έως τις 3 Αυγούστου 2025 και στη National Portrait Gallery του Smithsonian στην Ουάσινγκτον από τις 19 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Φεβρουαρίου 2026.
Τα πορτρέτα της θεωρούνται ακαταμάχητα: τα πρόσωπα που ποζάρουν είναι γεμάτα αυτοπεποίθηση, το στυλ και η στάση τους μαγνητίζει το κοινό. Η επιμελήτρια της έκθεσης στο SFMOMA έχει κρεμάσει τους περισσότερους πίνακες στο ύψος των ματιών, κάτι που βοηθά τον επισκέπτη να συνδεθεί με το έργο και με τις φιγούρες που τον κοιτάζουν κατάματα.
Το χρώμα πρωταγωνιστεί σε αυτές τις συνθέσεις, οι ομαλές επιφάνειες δείχνουν τη στοχαστική ενασχόλησή της και την επιμονή της να παρουσιάζει έργα που φωτογραφίζουν καθημερινούς ανθρώπους σαν σύμβολα της ανθρωπότητας, προσθέτοντας τη δική της παράγραφο στην παράδοση της αμερικανικής προσωπογραφίας μέσα από λαμπρές χρωματικές σχέσεις.
Η Σέραλντ ζωγραφίζει μαύρους ανθρώπους όχι για να διορθώσει την ιστορία ή επειδή οι Αφροαμερικανοί υποεκπροσωπούνται σε μεγάλο βαθμό στα μουσεία τέχνης των ΗΠΑ, αλλά για να τιμήσει τη φυλή της. Το ζήτημα της φυλής βρίσκεται σε πρώτο πλάνο στη δουλειά της και μπορεί πολλοί να τη συνδέουν με το πορτρέτο της Ομπάμα –που δεν θεωρείται το πιο επιτυχημένο τελικά, ούτε το πιο δημοφιλές της–, αλλά οι άνθρωποι που απεικονίζει δεν έχουν καμία σχέση με τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε για να εκφραστούμε συνήθως για τα περισσότερα πορτρέτα.
Δεν υπάρχουν δραματικές εκφράσεις ή εντάσεις φωτός και σκιάς· οι φιγούρες είναι σχεδόν άκαμπτες αλλά οι μεγάλες μονόχρωμες επιφάνειες, που δεν μοιάζουν να προσεγγίζουν ψυχολογικά το θέμα, απεικονίζουν με ακρίβεια, ευκρίνεια και έναν απρόσμενα ήρεμο εξπρεσιονισμό τους τύπους των ανθρώπων που επιλέγει, μέσα από ήρεμα βλέμματα. Το κάνει τόσο καλά που αυτοί οι απομακρυσμένοι από τα ανθρώπινα πάθη και τη φασαρία του κόσμου άνθρωποι συνδέονται με τον θεατή με τρόπο γαλήνιο και αναζωογονητικό.
Το χρώμα πρωταγωνιστεί σε αυτές τις συνθέσεις, οι ομαλές επιφάνειες δείχνουν τη στοχαστική ενασχόλησή της και την επιμονή της να παρουσιάζει έργα που φωτογραφίζουν καθημερινούς ανθρώπους σαν σύμβολα της ανθρωπότητας, προσθέτοντας τη δική της παράγραφο στην παράδοση της αμερικανικής προσωπογραφίας μέσα από λαμπρές χρωματικές σχέσεις.
Οι ηλεκτρισμένες χρωματικές αρμονίες της βρίσκονται σε κάθε έργο της. Στο παστέλ συνήθως φόντο το μαύρο δέρμα είναι γκριζωπό ή γκριζοπράσινο και το μαύρο είναι χρώμα μιας γούνας, των παπουτσιών, των αξεσουάρ που συμπληρώνουν τα εμπριμέ ζωηρόχρωμα φουστάνια και τα βαριά χρυσά κοσμήματα. Οι φιγούρες της Σέραλντ δεν λειτουργούν ως υπόμνηση της διαρκούς καταπίεσης της μαύρης φυλής αλλά ως μαρτυρία της κομψότητας και της αμεσότητάς της. Το βλέμμα των μοντέλων της είναι ζεστό και λαμπερό. Οι αποχρώσεις που φτιάχνει περιγράφονται δύσκολα: μπλε, μοβ και γαλάζια που αλληλεπιδρούν με τα διπλανά έργα σαν να υπογραμμίζουν τη χαρά της ζωής και τη δύναμη της επιβίωσης. Η Σέραλντ παρουσιάζει όμορφους ανθρώπους, μέσα σε ρούχα που σχεδόν θροΐζουν, με μια ομορφιά μόνιμη και απαραβίαστη. O απλοποιημένος ρεαλισμός του στυλ της, οι σκηνοθετημένες εικόνες της, το grisaille που χρησιμοποιεί για να απεικονίσει τους τόνους του δέρματος την κάνουν άμεσα αναγνωρίσιμη. Η επιλογή της αυτή έχει ως στόχο να αμφισβητήσει τις συμβάσεις σχετικά με το χρώμα του δέρματος και τη φυλή.
Γεννήθηκε το 1973, στο Κολόμπους της Τζόρτζια. Για την τέχνη ενδιαφερόταν από μαθήτρια και ζωγράφιζε κάθε κενό σε βιβλία και τετράδια, ωστόσο έπαθε σοκ όταν, ως μαθήτρια, επισκέφθηκε ένα μουσείο και συνειδητοποίησε ότι η τέχνη θα μπορούσε να είναι επάγγελμα. Το ίδιο σοκ έπαθε όταν είδε το «Object Permanence», έναν πίνακα του ρεαλιστή καλλιτέχνη πορτρέτων Μπο Μπάρτλετ, που περιλάμβανε την εικόνα ενός μαύρου άνδρα. Βλέποντας τον δικό της κόσμο να αντικατοπτρίζεται στις αίθουσες του μουσείου κατάλαβε ότι η τέχνη ήταν ένα κομμάτι της αληθινής ζωής.
«Αυτό που ήταν τόσο συγκλονιστικό όταν πήγα για πρώτη φορά σε μουσείο, ήταν ότι ανακάλυψα πως η τέχνη δεν ήταν κάτι σε ένα βιβλίο, σε μια εγκυκλοπαίδεια, που οι άνθρωποι έκαναν πριν από πολύ καιρό, ότι ήταν η πραγματική ζωή», λέει.
Παρά την αποκαλυπτική αυτή εμπειρία, οι γονείς της ήθελαν να κάνει καριέρα στην ιατρική και την αποθάρρυναν από το να ασχοληθεί με την τέχνη. Η αντίθεση της μητέρας της αύξησε την αποφασιστικότητά της.
Πηγαίνοντας σχολείο σε μια κατά κύριο λόγο λευκή περιοχή του Νότου, ήταν συχνά μία από τους λίγους Αφροαμερικανούς μαθητές στην τάξη της. Η θέση της ήταν ακόμη πιο περίπλοκη γιατί είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά και δέρμα. Η εμπειρία αυτή την έκανε να συνειδητοποιήσει το ζήτημα της φυλής από νεαρή ηλικία.
Ακολούθησε αρχικά σπουδές ιατρικής αλλά στο δεύτερο έτος γράφτηκε σε ένα μάθημα ζωγραφικής που δινόταν από τον καλλιτέχνη και ιστορικό τέχνης Αρτούρο Λίντσεϊ, το έργο του οποίου επικεντρώνεται στην αφρικανική επιρροή στους πολιτισμούς της Αμερικής. Αποφοίτησε με πτυχίο ζωγραφικής το 1997 από το Πανεπιστήμιο Clark της Ατλάντα και στη συνέχεια πήρε πτυχίο ζωγραφικής από το Maryland Institute College of Art (MICA) στη Βαλτιμόρη.
Άρχισε να καταγράφει από τις αρχές της καριέρας της τη σύγχρονη αφροαμερικανική εμπειρία στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω πορτρέτων μεγάλης κλίμακας, συχνά δουλεύοντας από φωτογραφίες αγνώστων που συναντούσε στους δρόμους, προσεγγίζοντας το έργο του Μπάρκλεϊ Χέντρικς, του σύγχρονου Αμερικανού ζωγράφου που συνέβαλε αποφασιστικά και πρωτοποριακά στο πορτρέτο και την εννοιολογική τέχνη των Μαύρων.
Η Σέραλντ, με επιμονή και δουλεύοντας με τον δικό της ρυθμό, έκανε επιμέλειες, δίδαξε και από το 2008 έχει ζωγραφίσει λίγο περισσότερα από 30 έργα τέχνης.
Από το έργο της «Equilibrium» το 2012 άρχισε να απεικονίζει τον τόνο του δέρματος των μαύρων μοντέλων της σε αποχρώσεις του γκρι και όχι στο χρώμα της σάρκας. Έτσι αυτόματα δημιούργησε μια δική της χρωματική κατηγορία ως μέρος ενός ευρύτερου έργου, ενώ εμπνέεται από ασπρόμαυρες φωτογραφίες μαύρων ανθρώπων των αρχών του 20ού αιώνα, που οι πόζες τους απέπνεαν γαλήνη και αξιοπρέπεια.
Οι κριτικοί, μιλώντας για το έργο της, θεωρούν ότι προσκαλεί τον θεατή να συλλογιστεί την εσωτερική ζωή των θεμάτων της. Η ίδια υποστηρίζει ότι με τα πορτρέτα της δίνεται μια ευκαιρία να εξερευνήσει ο καθένας τον εαυτό του, καθώς φτιάχνει πίνακες που εστιάζουν σε εσωτερικές, περίπλοκες ζωές και «ξεφεύγουν από τη δημόσια μαύρη ταυτότητα». Τους ανθρώπους που παρουσιάζει τους συναντά στην καθημερινή της ζωή –για μεγάλο μέρος της καριέρας της, στη Βαλτιμόρη– τους καλεί να φωτογραφηθούν και στη συνέχεια ζωγραφίζει από τις φωτογραφίες. Προκαλεί το κοινό να σκεφτεί, με το γκρίζο χρώμα που χρησιμοποιεί για να ζωγραφίσει το δέρμα, τους διάφορους τόνους δέρματος και τους πολιτισμούς και τους χώρους της αφρικανικής διασποράς και να εξετάσει τις δικές του αντιλήψεις για τη ζωή των Μαύρων στην Αμερική.