Μέσα από πολλούς και διαφορετικούς δρόμους αψήφησε όρια και κανόνες με την πρωτοποριακή παρουσία και προσέγγισή του. Καλλιτέχνης, ερμηνευτής, μοντέλο, τηλεπερσόνα, club promoter, σχεδιαστής μόδας και μουσικός, φαντάστηκε και εξέφρασε τον δυναμικό δημιουργικό κόσμο του, που θόλωσε τα όρια μεταξύ τέχνης και ζωής.
Η Tate Modern τιμά την προκλητική και ακραία καριέρα του με την έκθεση «Leigh Bowery!» και τον ίδιο στην αφίσα να ποζάρει στον φακό ενός σπουδαίου φωτογράφου και ψυχοθεραπευτή, του Fergus Greer. Η έκθεση που είναι αφιερωμένη σε αυτό τον τολμηρό και αυθεντικό καλλιτέχνη του 20ού αιώνα θα διαρκέσει από τις 27 Φεβρουαρίου έως τις 31 Αυγούστου.
Στη σύντομη αλλά ξεχωριστή ζωή του, ο Bowery (1961-1994) χάραξε έναν πραγματικά μοναδικό δρόμο. Γνωστός με πολλές ιδιότητες και μέσα από διαφορετικούς ρόλους, αρνιόταν πάντα να περιοριστεί από τις συμβάσεις. Επαναπροσδιόρισε τα ρούχα και το μακιγιάζ ως μορφές γλυπτικής και ζωγραφικής, έθεσε σε δοκιμασία τα όρια της ευπρέπειας και δημιούργησε μια νέα μορφή performance art για να εξερευνήσει το σώμα ως ένα εργαλείο μεταμορφώσεων με την ικανότητα να αμφισβητεί τις νόρμες της αισθητικής, της σεξουαλικότητας και του φύλου.
Ξεκινώντας από την άφιξή του στο Λονδίνο, η έκθεση θα εμβαθύνει στην επιρροή του στην περιβόητη νυχτερινή ζωή της πόλης. Είναι η εποχή που αναδύονται προσωπικότητες όπως το θρυλικό μοντέλο και μούσα Scarlett Cannon, ο Boy George και η Princess Julia, DJ, μουσικός και «πρώτη κυρία» της σκηνής μόδας του Λονδίνου.
Στην Tate Modern ο επισκέπτης μπορεί να δει τα εξωφρενικά και εκθαμβωτικά κοστούμια του, μαζί με πίνακες, φωτογραφίες και βίντεο, για να εξερευνήσει το πώς ο Bowery άλλαξε για πάντα την τέχνη, τη μόδα και την ποπ κουλτούρα και να παρακολουθήσει την πορεία του νεαρού αγοριού από το ήσυχο προάστιο Sunshine της Μελβούρνης στην Αυστραλία που έγινε παγκοσμίως διάσημη προσωπικότητα στον χώρο του πολιτισμού, χάρη στον εξωφρενικό, πολύπλοκο και δημιουργικό χαρακτήρα του, που άφησε ανεξίτηλο και αδιαμφισβήτητο αποτύπωμα στη σύγχρονη τέχνη και πέρα από αυτήν.

Ο Bowery διδάχτηκε μουσική από μικρή ηλικία, έπαιζε πιάνο και έκανε σπουδές μόδας και σχεδίου στο RMIT για έναν χρόνο. Μετακόμισε στο Λονδίνο το 1980, λέγοντας ότι «τον είχε πιάσει φαγούρα να δει τον κόσμο και νέα πράγματα».
Η στενή του φίλη Sue Tilley γράφει στο βιβλίο της «Leigh Bowery: The Life and Times of an Icon» ότι ο Bowery πέρασε τα πρώτα του Χριστούγεννα μακριά από το σπίτι του σε ένα νοικιασμένο κρεβάτι, νιώθοντας κατάθλιψη και μοναξιά. Στις 31 Δεκεμβρίου προσπάθησε να ανεβάσει τη διάθεσή του γράφοντας τους στόχους του για το νέο έτος: «χάσε βάρος, μάθε όσο το δυνατόν περισσότερα, καθιερώσου στον κόσμο της τέχνης, της μόδας ή της λογοτεχνίας και φόρα μακιγιάζ κάθε μέρα». Απέτυχε παταγωδώς στο πρώτο, αλλά γρήγορα κατέκτησε την πόλη των ονείρων του.
Ξεκινώντας από την άφιξή του στο Λονδίνο, η έκθεση θα εμβαθύνει στην επιρροή του στην περιβόητη νυχτερινή ζωή της πόλης. Είναι η εποχή που αναδύονται προσωπικότητες όπως το θρυλικό μοντέλο και μούσα Scarlett Cannon, ο Boy George και η Princess Julia, DJ, μουσικός και «πρώτη κυρία» της σκηνής μόδας του Λονδίνου.


Ο Bowery εδραίωσε τη διεθνή του φήμη και έγινε σημαντική φιγούρα στα underground κλαμπ του Λονδίνου με την ίδρυση του κλαμπ Taboo στη Leicester Square. Το κλαμπ έγινε αμέσως «the place to be» για τους ανθρώπους που έβρισκαν εκεί έναν ασφαλή χώρο και την ελευθερία να εξερευνήσουν την ταυτότητά τους και να μεταμορφωθούν. Το Taboo έγινε διάσημο για το γεγονός ότι αψηφούσε τις σεξουαλικές συμβάσεις, για το ότι ασπάστηκε τον «πολυσεξουαλισμό», για τη δημιουργία μιας άγριας ατμόσφαιρας, για το ότι έπαιζε απροσδόκητα τραγούδια και είχε διάσημους DJs και τακτικούς θαμώνες όπως οι George Michael, John Galliano, Judy Blame, Bodymap, Michael Clark, John Maybury, Cerith Wyn Evans.
Στους 18 μήνες που έμεινε ανοιχτό, ο Bowery τραβούσε την προσοχή φορώντας περίεργα και δημιουργικά ρούχα, τα οποία έφτιαχνε στο χέρι, περίτεχνα καπέλα και περούκες, δημιουργώντας ένα μοναδικό look που τον έκανε να ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Μαζί με τους καλλιτέχνες Gary Barnes (γνωστό ως «Trojan») και David Walls έγιναν γνωστοί στα κλαμπ ως «οι Τρεις Βασιλιάδες», φορώντας κοστούμια που κατασκεύαζε ο Bowery.
Όταν έκλεισε το Taboo, ο Bowery έφυγε από τη νύχτα του Λονδίνου για να μπει στη σκηνή και τον κόσμο του χορού και της τέχνης. Για μια δεκαετία σχεδίαζε τα κοστούμια για τα έργα του χορογράφου Michael Clark. Στην έκθεση θα παρουσιαστούν μέσα από το ντοκιμαντέρ του Charles Atlas «Hail the New Puritan» (1985) και την ταινία «Because We Must» (1989).

Η πρώτη του one man εγκατάσταση έγινε το 1988, για μια εβδομάδα, στην γκαλερί Anthony D'Offay στο Λονδίνο. Κρυμμένος πίσω από έναν διπλό καθρέφτη, ήταν ξαπλωμένος σε ένα ντιβάνι του 19ου αιώνα και πόζαρε, επιτρέποντας στους θεατές να τον παρακολουθούν, ενώ εκείνος ήταν αδιάφορος για τη ματιά τους. Κάθε μέρα άλλαζε κοστούμι και έτσι οι επισκέπτες επέστρεφαν συχνά για να δουν τι θα φορούσε στη συνέχεια. Διάφοροι ήχοι κυκλοφορίας ακούγονταν από το ηχητικό σύστημα κατά τη διάρκεια της περφόρμανς και υπήρχε διαφορετική μυρωδιά στον χώρο καθημερινά.
Σκηνοθετώντας όχι μόνο το σώμα του αλλά και την ίδια την πράξη της παρατήρησης, ο Bowery επανασύστησε την αποστειρωμένη ατμόσφαιρα της γκαλερί ως κοινωνικό χώρο. Στην έκθεση η ταινία του Dick Jewell «What’s Your Reaction to the Show?» (1988) θα αποκαλύψει τις απόψεις των φίλων, των συνεργατών του και των περαστικών που παρακολούθησαν αυτήν τη φιλόδοξη παράσταση.
Τα εξαιρετικά κοστούμια που δημιουργούσε για τον εαυτό του έπαιζαν με τη μόδα, τον φετιχισμό και την αισθητική του καρναβαλιού και μεταμόρφωναν το εύσαρκο σώμα του σε ένα θεαματικό ανδρόγυνο πλάσμα. Χρησιμοποίησε το σώμα του για να κατασκευάσει μια ταυτότητα μέσω της οποίας μπορούσε να εκφράσει πτυχές της προσωπικότητάς του. Αυτό περιλάμβανε το να δίνει στο σώμα του, συχνά με αρκετό μαζοχισμό, διάφορα σχήματα σαν να ήταν υλικό γλυπτικής, και την απόκρυψη ή την κάλυψη του προσώπου του με παράξενα μακιγιάζ.


Το 1990 στο κλαμπ του Λονδίνου Kinky Gerlinky παρουσίασε την περφόρμανς «Birthing». Ντυμένος ως η drag performer Divine από το «Female Trouble», εμφανίστηκε στη σκηνή με ένα υπερμέγεθες μπλουζάκι, σκούρα γυαλιά και μαντίλι στο κεφάλι, μιμούμενος τον διάλογο της ταινίας. Ακολουθούσε μια σκηνή «γέννησης» μιας μικροκαμωμένης γυναίκας, της φίλης, βοηθού και μετέπειτα συζύγου του Nicola Bateman, με ένα λουρί που έμοιαζε με ομφάλιο λώρο μέσα στο αίμα. Επανέλαβε αυτή την περφόρμανς τοκετού κατά τη διάρκεια των ζωντανών εμφανίσεών του το 1993 με το Romo/art-pop συγκρότημα Minty που σχημάτισε με τον σχεδιαστή πλεκτών Richard Torry, τη Nicola Bateman και τον θρυλικό club promoter, conceptual artist και μουσικό παραγωγό Matthew Glamorre.
Η ενασχόληση του Bowery με τη μουσική τού επέτρεψε να χρησιμοποιήσει την αγάπη του για την performance, το σοκ και το χιούμορ για να πετύχει την πλήρη έκφραση των δημιουργικών του ιδεών, δείχνοντας την ασταμάτητη επιθυμία του να πειραματιστεί, να ρισκάρει και να δημιουργήσει έναν χώρο για ερωτήματα. Την τελευταία παράσταση του Bowery στο Freedom Café του Λονδίνου τον Νοέμβριο του 1994 την παρακολούθησαν ο νεαρός Alexander McQueen και ο Lucian Freud, δείχνοντας πόσο μεγάλη ήταν η επιρροή του στον κόσμο της τέχνης και της μόδας.
Η στενή φιλία του Bowery με τον Lucian Freud αποτέλεσε σημείο καμπής στη σχέση του με τον κόσμο της σύγχρονης τέχνης στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στην έκθεση, τα πορτρέτα του Freud δείχνουν πώς ο διάσημος καλλιτέχνης παρουσίασε μια νέα οπτική γι’ αυτόν τον εκκεντρικό performer. Νιώθοντας οικεία, ο Bowery άρχισε να χρησιμοποιεί το σώμα του ως πρώτη ύλη, δηλώνοντας χαρακτηριστικά «η σάρκα είναι το πιο υπέροχο ύφασμα». Πόζαρε για μια σειρά ολόσωμων έργων που θεωρούνται από τα καλύτερα του Freud και τείνουν να υπερβάλλουν τη σωματική διάπλαση του Bowery, δίνοντάς της μνημειώδεις διαστάσεις. Όταν εκτέθηκαν ως μέρος της έκθεσης του Freud στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης το 1994, είχαν πολύ μεγάλο αντίκτυπο.
Ο Jonathan Jones στον «Guardian» έχει περιγράψει τον Bowery στο έργο του Freud «Leigh Bowery (seated)» (1990), που θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα του Βρετανού ζωγράφου, λέγοντας ότι η σάρκα του είναι ένα «θαυμάσιο ερείπιο, κατεστραμμένο ταυτόχρονα και άτακτα ζωντανό. Ποιος ήξερε ότι το δέρμα ήταν τόσο πολύχρωμο;». Τον παρομοιάζει με φιγούρα της αναγεννησιακής τέχνης, ίσως με τον Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου. «Ο Bowery είναι ένα ζωγραφισμένο μνημείο που ατενίζει ήσυχα την ύπαρξή του μέσα σε αυτήν τη σάρκα», γράφει.
Ο Freud γνώρισε τον Bowery μέσω του κοινού τους φίλου, του εννοιολογικού καλλιτέχνη και γλύπτη Cerith Wyn Evans, το 1988. Ο Bowery έχει πει για τον Freud: «Αγαπώ την ψυχολογική διάσταση του έργου του – στην πραγματικότητα, μερικές φορές αισθανόμουν σαν να υποβαλλόμουν σε ψυχανάλυση μαζί του... Το έργο του είναι γεμάτο ένταση. Όπως κι εγώ, τον ενδιαφέρει η κάτω πλευρά των πραγμάτων». Του πόζαρε τακτικά για τέσσερα χρόνια. Ο Freud συνέχισε να ζωγραφίζει τον Leigh Bowery μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του από επιπλοκές που σχετίζονται με το AIDS στο τέλος του 1994, αποτυπώνοντας το σώμα του με αμείλικτη ειλικρίνεια. Το τελευταίο πορτρέτο του Bowery, «Small Head of Leigh Bowery» (1995), ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του και τον απεικονίζει σε ένα μαξιλάρι με τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται.

Στην έκθεση υπάρχουν πορτρέτα του από φωτογράφους όπως ο Nick Knight, που δείχνουν πώς ο Bowery κατάφερε να χρησιμοποιήσει το σώμα του ως μορφή σύγχρονου σουρεαλισμού, επανασχεδιάζοντας τον εαυτό του ως ένα εξωγήινο πλάσμα, με την ανθρώπινη μορφή να ωθείται στα άκρα. Δημιούργησε μερικές από τις πιο εμβληματικές εικόνες των δεκαετιών 1980 και ’90, που συνεχίζουν να έχουν απήχηση, με την επιρροή του να φαίνεται στα έργα των Alexander McQueen, Jeffrey Gibson, Anohni και Lady Gaga.
Αν και ανοιχτά γκέι, ο Bowery παντρεύτηκε τη Nicola Bateman σε μια «προσωπική περφόρμανς τέχνης» στο Tower Hamlets του Λονδίνου το 1994. Ήταν θετικός στον ιό HIV για έξι χρόνια, κάτι που ήξεραν ή μάντευαν ελάχιστοι, και δικαιολογούσε τη δημόσια απουσία του λέγοντας ότι είχε πάει στην Παπούα. Δεν είχε αποκαλύψει την ασθένειά του ούτε στη σύντροφό του. Μετά από σύντομη νοσηλεία, πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου 1994. Ο Lucian Freud ανέλαβε τον επαναπατρισμό της σορού του στην Αυστραλία.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Bowery ήταν η μεταμόρφωσή του σε ένα ζωντανό έργο τέχνης, σε μια συνεχή διαδικασία συνεχούς επανεφεύρεσης που διήρκεσε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 33 ετών. Ο επιμελητής της έκθεσης, Fiontán Moran, λέει ότι ήρθε η στιγμή να τον επαναξιολογήσουμε ως σοβαρό καλλιτέχνη. «Το να έχεις το έργο του Leigh Bowery στην Tate Modern και όχι σε ένα μουσείο μόδας ή design είναι ένας τρόπος να ξανασκεφτείς ό,τι τον αφορά. Και, ενώ το σχέδιο μόδας είναι ένα σημαντικό μέρος της κληρονομιάς του, η έκθεση εξετάζει τη ζωή του ως μια ατέλειωτη περφόρμανς μέσα στην οποία εξερεύνησε το σώμα και όλα τα πράγματα που μπορούν να γίνουν με αυτό. Αυτή η πρωτοποριακή ιδέα είναι κεντρική σε όλα όσα έκανε και σε ό,τι έφτιαξε».





Leigh Bowery | Trailer | Tate
Με πληροφορίες από: Leigh Bowery: The Life and Times of an Icon, Guardian, Tate Modern