«ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΑ ΠΟΙΗΤΗΣ και ποτέ δεν ένιωσα ότι υπήρξα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θεωρώ ότι έχω παιδευτεί αρκετά σε πνευματικό επίπεδο ώστε να παράγω ποίηση, τουλάχιστον όπως την έχω στο μυαλό μου» γράφει ο ΛΕΞ στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου «ΛΕΞ, Ένα Αστέρι από τσιμέντο» που κυκλοφόρησε πέρσι.
Είχαν προηγηθεί το «Varane» στα Sessions του Dof Twogee και το «Όχι Σήμερα» σε παραγωγή του Ortiz, τα μοναδικά κομμάτια που κυκλοφόρησε σε διάστημα δύο χρόνων. «Αυτό που κάνω επ’ ουδενί δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υψηλή τέχνη και το πιο πιθανό είναι ότι δεν φιλοδοξεί κιόλας να είναι. Είμαι ένας ράπερ στην Ελλάδα. Αυτό».
Για ένα μεγάλο μέρος του ενήλικου κοινού, ο ΛΕΞ είναι ο ράπερ που «ξελασπώνει» το είδος που εκπροσωπεί στην Ελλάδα, ο ράπερ που (δηλώνουν ότι) ακούνε όσοι δεν ακούνε ραπ, το αντίπαλο δέος στην ελαφρότητα της τραπ που εξαπλώθηκε σαν ασθένεια και «μόλυνε» την πιτσιρικαρία.
Η απατηλή ζωή του ελληνικού rap game, με τις κόντρες, τα beef, τους μάτσο σκίστες από τη μία και τα sensual fuckboys από την άλλη, αλλά και τους wanna be «νονούς» με τα όπλα και τις κουκούλες, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα αποστροφής στο κοινό που παρακολουθεί όλο αυτό που συμβαίνει από απόσταση – και δικαιολογημένα σε μεγάλο βαθμό. Για αυτό το κοινό ο ΛΕΞ είναι ο καλλιτέχνης που σώζει τη φήμη του ελληνικού ραπ.
Η αλήθεια που ραπάρει: πανανθρώπινη, άρα και εύκολο να ταυτιστείς μαζί της, γιατί είναι η αλήθεια που θέλεις να ακούσεις, γραμμένη για σένα.
Να ξεκαθαρίσω ότι αυτό το σχόλιο δεν αφορά τον ίδιο τον ΛΕΞ, ο οποίος συμπεριλάμβανε όλα αυτά τα «κατάπτυστα» και τα «χυδαία» στο πρόγραμμά του στο μαγαζί που έπαιζε στην Αθήνα. Κανείς δεν τον ρώτησε αν θέλει να εκπροσωπεί την «ποιότητα», αν θέλει να τον θεωρούν «σωτήρα του ελληνικού ραπ», την «αντίπερα όχθη» σε όλα τα χιτ – το 90% των οποίων είναι φτιαγμένα από νεαρά άτομα μέχρι 25 χρονών.
Ο ΛΕΞ πάντα στήριζε τους νεότερούς του, όσο και αν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, που τον θεωρεί αποστασιοποιημένο από όσα ακούγονται γύρω του («κάθε πιτσιρικά βλέπω σαν γιο μου / και χαίρομαι πολύ που κυνηγάει τ’ όνειρό μου» λέει στο «Varane», κι ας μην είναι τόσο μεγαλύτερος που θα μπορούσε να είναι πατέρας τους). Τέλος πάντων, ποτέ δεν αυτοχρίστηκε οτιδήποτε, δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι είναι ο καλύτερος ράπερ στην Ελλάδα (και από τεχνικής άποψης δεν είναι), και το ότι έχει γίνει η εύκολη αναφορά όσων θέλουν να μιλήσουν για «ποιοτικό» ελληνικό ραπ δεν έχει να κάνει με τον ΛΕΞ.
«Ζητάνε να κάνω τον κόσμο καλύτερο, είπα “δεν τ' αναλαμβάνω / κρατάς μυστικό; Δεν ξέρω πώς να το κάνω”» ραπάρει στο «Point Black» πάνω σε ένα τραπ beat του Night Grind, «φτύνω σαν να ’ναι η θρησκεία μου, τρέχω τη χώρα σα να 'ναι η εταιρεία μου / ραπάρω απ’ τα δεκατρία μου, κανείς δε μου χάρισε την ευκαιρία μου / δεν είχα πρότυπα, μάλλον θα φταίει που δεν έγινα ο ίδιος / το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν τι παίζει εκεί έξω όταν πέφτει ο ήλιος / διάβασα κάπου να λένε πως έχω ευθύνη γι’ αυτά που θα πω / αυτό δε με κάνει σοφότερο, δε με κάνει μεσσία, δε με κάνει θεό. Point Black, I don’t give a fuck».
Θεός και μεσσίας δεν είναι, είναι όμως ποιητής, παρότι το αρνείται. Πάντα ήταν περισσότερο ποιητής από ράπερ. Οι στίχοι του ήταν το χαρακτηριστικό που τον έκανε τόσο ξεχωριστό στη σόλο καριέρα του, από τους «Ταπεινούς και Πεινασμένους» μέχρι το «2ΧΧΧ». Η αλήθεια που ραπάρει: πανανθρώπινη, άρα και εύκολο να ταυτιστείς μαζί της, γιατί είναι η αλήθεια που θέλεις να ακούσεις, γραμμένη για σένα.
«Δεν είμαι αυτός που νομίζουν πως είμαι, δεν ήμουνα πάντα σωστός / μα αν το παιδί σου αγαπάω σαν παιδί μου, μάλλον σημαίνει πως είσαι αδερφός». Συνεχίζει στο «Point Black», το κομμάτι-κλειδί του άλμπουμ του.
Ο ΛΕΞ ήταν πάντα ο ποιητής της Σαλούγκας κι η δύναμή του ήταν και είναι οι ιστορίες της πόλης του. «Της πόλης που μου χάρισε το τερέν και με έκανε πάντα να θέλω να βάλω ένα λιθαράκι στον μύθο της, πολλές φορές απομυθοποιώντας την, επικεντρωμένος στην άσχημη πλευρά της, γιατί η όμορφη πλευρά της ήτανε όμορφη και δεν είχε ανάγκη το μονότονο φλόου μου να την ασχημαίνει», λέει ο ίδιος στην αρχή του βιβλίου. Κι όπως η πόλη αυτή εξελίσσεται, μαζί με τον κόσμο γύρω της, εξελίσσεται και ο ΛΕΞ.
«Το “2ΧΧΧ” ήταν κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα της εποχής της κρίσης» σχολιάζει ο Μήτσος (Μαυράκης), με τον οποίο ξενυχτήσαμε για άλλη μια φορά αναμένοντας μία νέα κυκλοφορία. «Τέχνη που μίλαγε με ειλικρίνεια για το σήμερα και έφθασε στο σημείο να προσδιορίζει όχι απλά μια ολόκληρη γενιά, αλλά όποι@ έχει βρεθεί να προσπαθεί να επιβιώσει σε αυτήν τη σκατότρυπα των Βαλκανίων. Στα λεπτά του άλμπουμ η ειλικρίνεια και η αμεσότητα του ΛΕΞ έλεγε πιο πολλές αλήθειες από όσες έχουν ειπωθεί στα βραδινά δελτία ειδήσεων της τελευταίας δεκαετίας, είχε περισσότερη ουσία από όσες κοινωνιολογικές αναλύσεις έχουν προσπαθήσει να πιάσουν τον σφυγμό της νεολαίας, ήταν πιο ουσιαστική από κάθε δευτερόλεπτο άσκοπης φλυαρίας του κάθε TEDx Κολοπετινίτσας, πιο πύρινος από όλους τους λόγους που έχουν ειπωθεί από άμβωνες εκκλησίας στα μ.Χ. χρόνια και μεγαλύτερη έμπνευση από κάθε σιχαμένη λέρα lifecoacher.
Ο αληταράς από τη Σαλούγκα βρέθηκε να είναι μεσσιανική φιγούρα χωρίς ο ίδιος να το ζητήσει. Απλά επειδή ήταν όχι απλά ο μόνος καλλιτέχνης, αλλά ο μόνος άνθρωπος που τόλμησε να αρθρώσει αυτές τις κουβέντες που όλοι και όλες θέλαμε να πούμε μέσα από τα δόντια μας, με τις λέξεις που μας σκάλωναν στον λαιμό και στο τέλος γίνονταν ένας αναστεναγμός, ένας λυγμός ή μια χριστοπαναγία προς το πουθενά. Μια εσωστρεφής κοινωνία σε αποσύνθεση κοιτάχτηκε επιτέλους στον καθρέφτη που ήταν τα λόγια ενός τύπου που, όμως, δεν έκρινε και δεν ηθικολογούσε. Απλά έδειχνε την αλήθεια που υπήρχε εκεί έξω και μας υποχρέωνε όλους να κοιτάξουμε μέσα μας.
Και ξαφνικά βρέθηκε ο ΛΕΞ, δίχως ποτέ να το ζητήσει ο ίδιος, στον ρόλο του προφήτη “ενώ νεκρούς δεν ανασταίνει, δεν είναι ο Χριστός”, να είναι η φωνή του Zeitgeist “με μανάδες εικοσάρηδων να εξαπολύουν το μένος τους...”, αλλά κυριότερα να έχει κληθεί αυτός μόνος του να καλύψει την ανυπαρξία των καλλιτεχνών και την ανικανότητα των “διανοούμενων” να μιλήσουν για το σήμερα.
Έσπευσαν όλοι αυτοί οι χίπστερ διανοούμενοι που περιφρονούσαν το hip hop, όπως εξάλλου και κάθε λαϊκή τέχνη, να χρίσουν τον ΛΕΞ ένα είδος προφήτη. Πολύ ταιριαστό για μια χώρα που ο εθνικός της ύμνος ήταν γραμμένος από έναν ευγενή αστούλη που φαντασιωνόταν την παλιγγενεσία από το μπαλκόνι του. Ο ΛΕΞ όμως είναι ακόμη στα χαρακώματα, είναι ένας από εμάς και δεν σκοπεύει να εξωραΐσει ό,τι βλέπει από το παράθυρό του. Κι ούτε να βγάλει μια διδακτική μπούρδα που θα τσεκάρει όλα τα λαϊκίστικα κουτάκια για να το ακούνε οι όψιμοι ακροατές και να νιώθουν πως είναι σε επαφή με την πραγματικότητα».
Ο ΛΕΞ του 2014 και του ’18 δεν είναι ο ΛΕΞ του 2022, έχει αλλάξει όπως όλοι μας, έχει κάνει sold-out συναυλίες με περισσότερους από δέκα χιλιάδες ανθρώπους, έχει δημιουργήσει δύο άλμπουμ που, δικαίως, έχουν αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, έχει μια πορεία με συνέπεια, χωρίς δηλώσεις στα μέσα, χωρίς συνεντεύξεις, χωρίς καμία παρουσία στα social media. Είναι χαμηλών τόνων, ακριβοθώρητος, κυκλοφορεί μουσική σπανίως και χωρίς κανένα πρόμο, μιλάει μόνο μέσα από τα τραγούδια του. Ωστόσο, το πώς θα υποδεχτεί το κοινό τη νέα δουλειά σου εξαρτάται από τις προσδοκίες που έχεις δημιουργήσει, έστω και ερήμην σου, αλλά και από το πώς εκλαμβάνει την εξέλιξη ο καθένας που σε παρακολουθεί και το πόσο ψηλά σε έχει τοποθετήσει.
Μιλάμε, έτσι κι αλλιώς, για ένα κοινό ιδιότροπο (όχι μόνο στην Ελλάδα), παθιασμένο με αυτό που επιλέγει να ακούσει, απρόβλεπτο, αλλά, και λόγω νεαρής ηλικίας, ανιστόρητο, επιπόλαιο, μέχρι και αστοιχείωτο. Δεν αναφέρομαι στους πιστούς ακροατές του ΛΕΞ που μεγαλώνουν μαζί του και θα εκτιμήσουν ό,τι κι αν κάνει. Το κοινό που τον παρακολουθεί είναι πλέον τεράστιο και όλης της ηλικιακής γκάμας και η απήχησή του γιγαντιαία σε όλες τις γενιές. Οι προσδοκίες για το «Μετρό», το νέο του άλμπουμ, ήταν τόσο μεγάλες, που ό,τι και να έβγαζε θα ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτό χωρίς αντιδράσεις.
Το «Μετρό» έχει εξώφυλλο ένα τρένο που καίγεται με φόντο τον πύργο του ΟΤΕ, δίνοντας ένα στίγμα επιθετικό και πιο σύγχρονο. Στους «Ταπεινούς και Πεινασμένους» η φωτογραφία έδειχνε τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, ενώ στο «2ΧΧΧ» φαίνεται η πόλη μετά την πύρινη καταστροφή. Σημειολογικά, από το παρελθόν έχει πάει στο παρόν και στο μέλλον και στο τρίτο άλμπουμ του δεν έχει καμία ανάγκη για αναφορές, οι στίχοι παραπέμπουν μόνο σε ΛΕΞ, στο ιδίωμά του πλέον, και όχι στον Ντοστογιέφσκι και τον Γκίνσμπεργκ που κάποιοι έφεραν συνειρμικά στο μυαλό τους ακούγοντας τους στίχους των δύο προηγούμενων δίσκων.
Ακούγοντας προσεκτικά το «Μετρό» καταλαβαίνεις ότι αυτή τη φορά ο ΛΕΞ έφτιαξε τον δίσκο που θα ήθελε να ακούσει. Χωρίς βαρύγδουπες εκφράσεις, χωρίς υπερβολική σκοτεινιά, χωρίς τη 90ίλα στον ήχο του, χωρίς feats, αλλά και χωρίς να χάσει ούτε ίχνος από τα στοιχεία που τον έκαναν αυτό που είναι: «Ένα αστέρι από τσιμέντο». Από την ντριλ εισαγωγή του «Intro (Απ’ τους Υπονόμους)» καταλαβαίνεις ότι ο ήχος του φλερτάρει με το σήμερα περισσότερο από ποτέ, είναι αυτό που ακούγεται γύρω μας, μέσα από το πρίσμα του ΛΕΞ. To «κακό», λιτό ντριλ, ακόμα και το τραπ που υιοθετεί μαζί με διάσπαρτες αγγλικές φράσεις (με προφορά ελληνική, χωρίς καμία διάθεση προσποίησης ότι είναι αγγλόφωνος) και τα τραπ επιφωνήματα στο τέλος της κάθε ρίμας είναι σχεδόν αιφνιδιαστικά για ένα μέρος του κοινού του.
Ο ΛΕΞ δεν είναι προβλέψιμος, ποτέ δεν ήταν, από τον τρόπο που εμφανίζει ξαφνικά τα άλμπουμ του εκεί που κανείς δεν τα περιμένει, μέχρι τις συνεργασίες του (στο «Μετρό», πέρα από τον σταθερό συνεργάτη του Dog Twogee, στον ήχο τον βοηθούν ο Solid, ο Night Grind, ο Beats Pliz, Ortiz και ο Dennis Green των ATH Kids). Και στο «Μετρό», χωρίς να κάνει τίποτα καινούργιο, παρουσιάζει εννιά κομμάτια που εν πρώτοις ακούγονται «πρόχειρα» (κάποιοι τα χαρακτήρισαν «άτεχνα»), αλλά ακούγοντάς τα ξανά και ξανά συνειδητοποιείς ότι, για άλλη μια φορά, τίποτα στο άλμπουμ δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν είναι αδούλευτο και τίποτα δεν είναι άχρηστο.
«Οι πρώτες μπάρες του “Intro” είναι το κωλοδάχτυλο του ΛΕΞ σε όσους περιμένουν να ακούσουν κάτι εκλεπτυσμένο» λέει ο Μήτσος. «Με τη θριαμβευτική παραγωγή του Solid το κομμάτι “Από τους Υπονόμους” είναι μια θριαμβευτική επιστροφή εκεί που ξεκίνησαν όλα. Και τελικά εκεί από όπου δεν έφυγε καμία στιγμή ο ΛΕΞ, ανεξάρτητα από τις δικές μας προσδοκίες και προβολές. Αυτό δεν είναι τρακ ρε, αυτό είναι ένα γαμημένο χαστούκι.
Ο ΛΕΞ είναι απλά ένας ράπερ που μιλάει για αυτά που βλέπει από απόσταση βολής. Δεν περνάει ούτε μια στιγμή τον εαυτό του για κάτι περισσότερο από ένα αλάνι που φτύνει ρίμες για αυτά που βλέπει στη γειτονιά του. Και αυτό ξεκαθαρίζει με το ουσιαστικό ξεκίνημα του δίσκου. Έτσι, με τα αγγλικά που μιλάνε στους δρόμους, με προφορά που δεν προσποιείται τίποτα περισσότερο και δεν κρύβει το ποιος και από που είσαι. “Με λένε ποιητή του περιθωρίου, ευχαριστώ για το εγκώμιο / Ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν ποιητής, όμως ξέρω από περιθώριο”».
«Γεννήθηκα με τον ομφάλιο λώρο γύρω από τον λαιμό μου μπλεγμένο, και το χαίρομαι που ανασαίνω, δεν παίρνω τίποτα για δεδομένο, ζυγίζω μονάχα εξήντα κιλά μα όσο και αν φάω δεν χορταίνω, γι’ αυτό με λεν’ πεινασμένο, ζω κάθε βράδυ λες κι αύριο πεθαίνω» ραπάρει στο «Intro». «Ρωτάνε πού πήγε η ευφυΐα μου όταν τους λέω να πάρουν τα τρία μου / πάντα δεν είχαμε μία, το μόνο που μ' έσωζε ήταν τ' αρχίδια μου. / Τ’ αδέρφια μου γίναν γονείς, κόρες και γιοι τους ξυπνάν τα χαράματα / Ρωτάω αν αξίζει τον κόπο να ελπίζεις σε θαύματα μες στα χαλάσματα, τ' αδέρφια μου γίνανε ράπερς και κάναν τ' αδέρφια τους όλα περήφανα».
Και λίγο πιο κάτω στο ίδιο κομμάτι: «Αν σταματήσω να παίζω το σπορ, θα κάτσω στον πάγκο να κάνω τον Κλοππ / λοκάρω το στόχο σα να ’μαι ρομπότ, δε βγαίνω απ’ το στούντιο αν δε νιώσω ο goat».
Ο ΛΕΞ μεγαλώνει, στα 38 του είναι βετεράνος, γιατί το ραπ είναι πολύ νεανική υπόθεση, πιο νεανική από οποιοδήποτε άλλο είδος μουσικής – ποτέ δεν υπήρχαν τόσοι 16χρονοι και 17χρονοι όχι που να θέλουν να γίνουν, αλλά που να είναι ράπερ. Το ντριλ είναι ο ήχος της Θεσσαλονίκης τώρα, ο ήχος των Sessions του Dof, τον φτιάχνουν οι φίλοι του, τα «παιδιά» του και το τραπ ήταν ένας ήχος που ποτέ δεν είχε απορρίψει ο ΛΕΞ – στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε απρόβλεπτο ούτε αιφνιδιαστικό το ότι τα συμπεριέλαβε στο άλμπουμ του. Κι όσο κι αν ξένισε ένα μέρος των φαν του, συνολικά στο «Μετρό» δεν χάνει ούτε στιγμή την ταυτότητα του ήχου του. Μπορεί τα κομμάτια του να μη σε βομβαρδίζουν με τις απανωτές εικόνες που το έκαναν στο «2ΧΧΧ» και στους «Ταπεινούς και Πεινασμένους», ίσως να είναι και λιγότερο «ταξιδιάρικα», λιγότερο «κινηματογραφικά», αλλά είναι αναμφίβολα ΛΕΞ σε όλο τους το μεγαλείο.
«Με αφορμή την κυκλοφορία του “Μετρό” ξεκίνησαν πολλές κουβέντες για το αν αυτός ο δίσκος είναι ο καλύτερος του καλλιτέχνη, αν ικανοποίησε τις προσδοκίες κ.λπ., αλλά, πραγματικά, τι σημασία έχει;» σχολιάζει ο William Darladanis, που συμμετέχει στη συζήτηση. «Ο ΛΕΞ σε μια μουσική βιομηχανία που κινείται τόσο γρήγορα τα τελευταία χρόνια, που το υλικό που φτάνει στα αυτιά μας στην πλειονότητά του είναι πλαστικό και junk, επέλεξε να κάνει αυτό που έκανε πάντα. Να κάνει αυτό που πραγματικά γουστάρει και αυτό που γεμίζει και ικανοποιεί τον ίδιο.
Η αλήθεια είναι πως το έργο του ΛΕΞ, αλλά και του κάθε καλλιτέχνη που κάνει τέχνη και όχι pop ή γρήγορη προς κατανάλωση μουσική, θέλει χρόνο –ίσως και χρόνια– για να ωριμάσει μέσα μας, ώστε να κριθεί με πιο αντικειμενικά κριτήρια. Σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά στην κοινωνία και στη μουσική από το 2018 που ο ΛΕΞ κυκλοφόρησε τον τελευταίο του δίσκο, σχεδόν τίποτα δεν είναι ίδιο, ούτε και η μουσική του ΛΕΞ, αλλά αυτό είναι η εξέλιξη και του ίδιου μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο ίδιος είχε και έχει κάτι να πει. Εξαρτάται από τον ακροατή/την ακροάτρια αν θα ακούσει το μήνυμα και κατά πόσο αυτό τον/την αφορά. Κάπου διάβασα πως “ο ΛΕΞ εκφράζει τον μουσικόφιλο και δεν ανήκει στο rap. Ανήκει σε όλους όσους γουστάρουν αληθινή μουσική”.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω απόλυτα μ’ αυτό, γιατί η τέχνη του ΛΕΞ είναι η τέχνη του δρόμου, είναι το μήνυμα που πρέπει να φτάσει, και το μήνυμα έχει μεγαλύτερη σημασία από τα εκφραστικά μέσα, από τον τρόπο που θα φτάσει στον ακροατή, από το τι νούμερα θα κάνει και αν θα αρέσει ή όχι. Και αυτό ήταν, είναι και θα είναι το ραπ. Όσο λοιπόν ο ΛΕΞ έχει κάτι να πει, εγώ προσωπικά είμαι εδώ να το ακούσω και όταν έρθει η ώρα και θελήσει να σταματήσει να μιλάει, το 2022 μας έχει δώσει έναν δίσκο που θα μπορούμε να επιστρέφουμε».
«Παίρνω καινούρια ζευγάρια παπούτσια χωρίς τα παλιά να χαλάσουν / μα αυτό που ψάχνω όλα τα φράγκα του κόσμου δεν μπορούνε να τ' αγοράσουν / η ψυχολόγος μου λέει τα παίρνω βαριά και τ' αφήνω να μ' επηρεάζουν / της λέω δεν ξέρω αν γίνεται κάπως αλλιώς, θα πω σ' άλλους αν θέλουν να το δοκιμάσουν» λέει στο «Hold them». «Ζω με εγρήγορση, μαρσάρω στην κίνηση / θέλω κι εγώ μια ζωή σα να βγήκε απ' την πιο ηλίθια διαφήμιση. / Stress free, stress free σα να μην είμαστε άνθρωποι / μη λες πώς θα γίνουμε θρύλοι, πες μου απλά πώς θα ζήσουμε άνετοι (…) / Μου λένε τι θες πιο πολύ; Να κάνω τη ζωή μου καλύτερη / Δεν εύχομαι πόνο σε κανέναν, το ξέρουνε ακόμα κι οι αντίπαλοι / Οι φίλοι μου με αγαπάνε κι όμως νιώθω απέναντι / Η μοναξιά του τερματοφύλακα πριν το φορ να εκτελέσει το πέναλτι».
Αφήνοντας στην άκρη τα σχόλια και τις κριτικές των φαν και των haters, το «Μετρό» είναι ένα άλμπουμ που κάθε φορά που το ακούς είναι και καλύτερο, συναισθηματικά φορτισμένο, με στιγμές συγκινητικές όπως το «Παράθυρό μου» με την αναφορά στον Mad Clip («Λένε πως όσοι την έκαναν γρήγορα θα παραμείνουνε νέοι για πάντα / Rest in peace, Mad Clip, Don DaDa»), αλλά μερικούς από τους πιο όμορφους στίχους που έχει γράψει ο ΛΕΞ, όπου φαίνεται μια αχτίδα ελπίδας μέσα στο ζοφερό περιβάλλον που είχε δημιουργήσει:
«Λένε πως τρέφομαι απ' τη στεναχώρια, γι' αυτό με τιμούσαν σα να ’μουν νεκρός / μπορεί να μην είμαι χαρούμενος, όμως για δες με είμαι ζωντανός / αυτό σημαίνει πως αν ξημερώσει και αύριο μπορεί να με βρει πιο καλά / δε σου το υπόσχομαι, αλλά τα πάντα είναι πιθανά. / Κι αν έψαχνα τον εαυτό μου κλεισμένος στο δωμάτιό μου / Δε θέλω να δω τη ζωή να κυλάει μονάχα απ' το παράθυρό μου / είμαι εκεί έξω όπως κι εσύ, το ζούμε μαζί, πες μου τι θες».
Στο «M2S» επανέρχεται στην πραγματικότητα:
«Ραπάρω για όσους δε ραπάρουν καλά μα έχουν τόσα και τόσα να πούνε / Κι αυτοί μ’ ακούνε γιατί όσα ζούνε τα έχω ραπάρει πριν καν μου τα πούνε / έχω στην πιάτσα ανθρώπους που λένε πως για 'μένα θα σκοτωθούνε / μα όταν τη νύχτα λαλήσουν κοκόρια, το ξέρω θα μ' απαρνηθούνε / έχω ζήσει αρκετά για να ξέρω καλά πως ο κόσμος δεν είναι αρκετός / έχω πέσει χαμηλά κι είπα ποτέ ξανά δεν πρόκειται να ζω γονατιστός» λέει πάνω σε ένα beat αρκετά basic, μάλλον αδιάφορο, όπως και στα επόμενα δύο κομμάτια, το «Air Max» και το «Ματωμένο Τερέν». Το «Air Max» ξεκινάει με το πιάνο να δημιουργεί το βασικό μοτίβο, μια χορωδιακή μελωδία στο background και μια δυνατή εισαγωγή: «Θέλω αλλαγές σαν τον Pac, Suicide Thoughts σαν τον Biggie / Οι σπόροι εδώ βράζουν και πίνουν συνέχεια σα να ’χουν επάνω τους μπρίκι».
Το «Spike Lee» που ακολουθεί και σπάει τη μονοτονία είναι η καλύτερη στιγμή του άλμπουμ, με τον ΛΕΞ να «πατάει» ρυθμικά στο «Welcome to the Party» του Pope Smoke και τον Dennis Green να δημιουργεί ένα κλασικό ντριλ beat με στοιχεία 2step και ένα ρεφρέν που ακούγεται μάλλον παράταιρο και λιγότερο δικό του: «Αυτή είναι η ζωή μας καριόλη welcome to the party / δεν ξέρω καλό και κακό κάνω το σωστό σαν τον Spike Lee / 42 βαθμοί εκεί έξω σαν το νούμερο μου στα Nike».
Ο ΛΕΞ δεν γράφει εύκολα, δεν γράφει ανώδυνα, δεν κυκλοφορεί συχνά δουλειές του, αυτό σημαίνει ότι το «Μετρό» περιέχει κομμάτια που τα έχει παιδέψει πολύ, που τα έχει δουλέψει χρόνια, που τον εκφράζουν. Δεν έχει νόημα να έχεις ενστάσεις στον τρόπο που λειτουργεί ένας δημιουργός και στο τι επιλέγει να κυκλοφορήσει. Φυσικά, έχεις κάθε δικαίωμα να μη σου αρέσει, να βρεις το άλμπουμ του κατώτερο των προσδοκιών, βαρετό, ακόμα και κακό. Αυτό που του οφείλεις, όμως, είναι να δώσεις χρόνο στα κομμάτια, να τα ακούσεις πολλές φορές πριν γράψεις ένα σχόλιο. Είναι τόσο εύκολο (και άδικο) να αποθεώσεις ή να απορρίψεις εντελώς ένα άλμπουμ για το οποίο ο καλλιτέχνης έχει αφιερώσει ολόκληρα χρόνια για να το φτιάξει. Στις 12:00 ξημερώματα Παρασκευής και 13 ανέβηκε στο Spotify και στις 12:08 υπήρξε το πρώτο σχόλιο: «Απογοήτευση!».
Το άλμπουμ κλείνει με τα «Πουλιά»:
«Ζηλεύω τα λάθη των πιτσιρικάδων, παράλληλα τα απολαμβάνω / Μάλλον θα φταίει πως είμαι μεγάλος πολύ, για να τα ξανακάνω / Ήταν ωραία χωρίς πλάνο, με ένα μάτι κλειστό σαν Takeshi Kitano / Παρτούζες τον Δεκαπενταύγουστο, φούντα στα boxers και πλάι τεράνο / Αν φέρω στη Γη ένα αγόρι, ακόμη καλύτερα μια όμορφη κόρη / Δε θέλω να ξέρει ποιος δίνει κοκκόρι και πόσο κοστίζουνε οι δικηγόροι / Μα, μας θέλουν οι δρόμοι, γυρίζουμε σαν δορυφόροι / Φάληρο, Τούμπα, Ντεπώ, Χαριλάου / Ζούμε το Inside Story / Τ.Γ.Κ., δεν ξέρω για τέχνη, αλλά σίγουρα ισχύει το κόλλημα / Μου λέν' η ζωή είναι ωραία, το ξέρω τους λέω, αυτό είναι το πρόβλημα / Δεν έχω τύψεις που ντύνομαι εντάξει, και μπορώ και τρώω καλύτερα / Από ό,τι φαίνεται δεν κουβαλάω, την ενοχή του επιζήσαντα / Ολόκληρη η πόλη στην πλάτη μας, τα φτιάξαμε όλα μονάχοι μας / Και ίσως τα καίγαμε, αν ξέραμε σίγουρα τι θα γεννήσουν οι στάχτες μας / Προς το παρόν είμαι so hot, και παραμένω στο κόλπο».
«Το “Μετρό” είναι κάτι σημαντικότερο από ένα σπουδαίο έργο τέχνης» λέει ο Μήτσος. «Ποιος την γαμάει την τέχνη, αφού είπαμε “ο πόνος των φτωχών γίνεται τέχνη των αστών”. Το “Μετρό” είναι η αλήθεια όπως τη ζει ο ΛΕΞ. Είναι μια κατάθεση ψυχής από έναν ράπερ που δεν έχει ψευδαισθήσεις μεγαλείου και δεν τον ενδιαφέρει να παραδώσει κάτι σπουδαίο, θέλει απλά να μιλήσει για αυτό που ζει ο ίδιος. Το άλμπουμ είναι όσο το δυνατόν πιο λιτό γίνεται. Εννέα κομμάτια, κανένα από αυτά δεν φθάνει ούτε καν τα τέσσερα λεπτά.
Οι παραγωγές είναι στεγνές σαν να μη θέλουν να πάρουν χώρο από το στακάτο flow του ΛΕΞ. Χωρίς φιοριτούρες, πομπώδη σύνθια, φτιασίδωμα με autotune, μιλάμε για ένα αυθεντικό drill album που θα μπορούσε να βγάλει ο Σαντάμ, ο Wang ή o Ricta. Είναι ένα άλμπουμ του ΛΕΞ, αλλά ο ήχος του και οι στίχοι του είναι η Θεσσαλονίκη του 2022. Καμία προσπάθεια για κάτι πιο εκλεπτυσμένο ή κάτι που θα άγγιζε περισσότερα αυτιά. Στεγνό drill, η μουσική που ακούγεται στα πάρκα, στις ταράτσες, τις καταλήψεις και πριν από κάθε φράση “κλείσε αυτές τις μαλακίες που ακούς”. Μελαγχολικό, μονότονο και βαρβαρικό για πιο εκλεπτυσμένα αυτιά. Ο ΛΕΞ δεν έχει γράψει ποτέ ένα άλμπουμ για να τον ακούσει ο κόσμος. Φτύνει μόνο για τα αλάνια. Για όσους περιμένουν να ακούσουν τα κομμάτια για να γράψουν κοινωνιολογικές αναλύσεις και δοκίμια, στα αρχίδια του. Αυτός είναι ο δίσκος που θα γούσταρε να ακούσει ο ίδιος ο ΛΕΞ. Όπως το “Welcome to the party” του Pop Smoke. Για τους δρόμους που δεν είναι joke, όπως έλεγε ο Don Dada.
Συνεχίζει στο άλμπουμ ξεκαθαρίζοντας πού γράφει όλα αυτά τα πομπώδη λόγια που ακούγονται. Δεν έχει σημασία για τον ίδιο ποιος νομίζουμε ότι είναι με τις γελοίες προβολές, μα το πού βρίσκεται ο ίδιος. Στο περιθώριο, στο χωριό των 1,5 εκατομμυρίων κατοίκων. Είναι η αλήθεια ενός παιδιού που το μόνο που θέλει είναι να ζήσει με αξιοπρέπεια.
“Μη λες πως θα γίνουμε θρύλοι, πες μου απλά πως θα ζήσουμε άνετοι / Μου λένε τι θες πιο πολύ; Να κάνω τη ζωή μου καλύτερη”. Αυτό λέει στο “Holdem”. Απόλυτα ειλικρινές. Καμία σχέση με τους άλλους καλλιτέχνες που ακούγονται σαν να είναι στα καλλιστεία και θέλουν με το στέμμα τους να φέρουν την παγκόσμια ειρήνη. Ή και με τους MCs που έχουν τις ίδιες φαντασιώσεις λες και είναι εσπατζήδες entrepreneurs. Θέλει απλά να κάνει τη ζωή του λίγο καλύτερη, αυτήν τη σκέψη με την οποία ξυπνάμε όλοι εμείς οι μικροαστοί κάθε πρωί.
Στο μελαγχολικό “Το Παράθυρό Μου” συνεχίζει και λέει πως είναι εκεί και το ζούμε μαζί. Δεν ακούγεται σαν flex. Είναι μια υπενθύμιση πως είμαστε όλοι μαζί σε αυτό, και ο ΛΕΞ βρίσκεται ακόμη πλάι μας. Και συνεχίζει στο “Menace II Society” λέγοντας πως “Το μόνο χρέος μας είναι η αλήθεια μέσα απ' τα χρεωμένα μας σπίτια”. Εκεί βρίσκεται όλη η αξία του άλμπουμ.
Το “Μετρό” δεν είναι ένα αριστούργημα. Δεν είναι καν ό,τι καλύτερο έχει βγει στο hip-hop φέτος. Είναι κάτι απείρως σημαντικότερο. Είναι ένα ειλικρινές άλμπουμ. Από έναν τύπο που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να λέει την αλήθεια που βλέπει με τα ίδια του τα μάτια. Από έναν αλήτη στον οποίο για να εξιλεωθούμε για τη συλλογική μας μουγγαμάρα, την ώρα που βλέπουμε βουβοί την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, τού αναθέσαμε να γίνει η πύρινη γλώσσα που θα μιλήσει εκ μέρους μας για να γίνουν οι στίχοι του τα λόγια που δεν μπορούμε να πούμε. Στο “Air Max” μάς κοιτάει στα μάτια και το λέει για μια ακόμα φορά “Κάν' τα παιδιά μας σοφότερα”, λέω “Αν μπορούσα, θα το ’κανα”.
Eμείς όλοι περιμέναμε από τον ΛΕΞ να είναι ο υποστηρικτικός αδερφούλης, η πατρική φιγούρα, η τρυφερή φωνή της εν υπνώσει συνείδησής μας. Όσο εμείς τον κοιτούσαμε, αυτός πιο ταπεινός από ποτέ και ακόμη πεινασμένος πήρε το δάχτυλό του και μας έδειξε τη ζωή του. Και μας μίλησε για το πώς προσπαθεί να ζει άνετα δίχως την ντροπή που προκαλεί το ένστικτο του επιζήσαντα. Μας έδειξε τη γειτονιά του και τους δρόμους που ποτέ δεν ξεχνάνε. Μοιράστηκε τη δική του αλήθεια κι έφτυσε τις ρίμες σε σαλονικιώτικο drill. Τον αυθεντικό ήχο της γειτονιάς του.
Ο ΛΕΞ δεν ήθελε να είναι μεσσιανική φιγούρα, σπουδαίος καλλιτέχνης. Ήθελε απλά να μείνει αληθινός. Και αυτή είναι η κληρονομιά του “Μετρό”. Δεν είναι το “Κεφάλαιο”, ή το “Κοράνι” ή “Ο Αλχημιστής” ή ό,τι άλλο θα νομίζετε ότι χρειαζόμασταν. Είναι απλά η αλήθεια του ΛΕΞ. Τίποτα παραπάνω».