Δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα. Έχει ξανάρθει. Τελευταία φορά ήταν πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν βρέθηκε στην Αλεξανδρούπολη και στα σύνορα με την Τουρκία, ακολουθώντας μετανάστες για ένα πρότζεκτ ονόματι «Odysseia» με θέμα τη μετανάστευση, στo πλαίσιo του οποίου τράβηξε φωτογραφίες και βίντεο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση φωτογράφου, αλλά και ανθρώπου. Γεννήθηκε στη Μασσαλία, την οποία άφησε στα 22 του. Έπειτα, ταξίδεψε στη Λατινική Αμερική, σε χώρες όπως η Νικαράγουα, το Ελ Σαλβαδόρ και το Μεξικό, ενώ η δεκαετία του '90 τον βρήκε στη Νέα Υόρκη, όπου, κατά τη διάρκεια μιας προσωπικής του αναζήτησης παρακολούθησε σεμινάρια στο International Center of Photography με καθηγητές τους Larry Clark και Νan Goldin.
«Αυτό που έμαθα από τη Nan Goldin δεν έχει να κάνει με γνώσεις τεχνικής ή αφήγησης. Δεν την ένοιαζε η μόδα ή η αισθητική, αλλά η αλήθεια και η ειλικρίνεια. Είχε έναν πολύ αγνό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων. Στην αρχή μού ήταν πολύ δύσκολο να ανταποκριθώ στις τόσο υψηλές προσδοκίες της. Από τότε που ξεκίνησα τη φωτογραφία –και την ξεκίνησα πολύ αργά– θέλησα να τη συνδέσω με τη δική μου εμπειρία από τον κόσμο. Με είχε εξαντλήσει η ζωή στον δρόμο, σωματικά, αλλά και ψυχικά. Η φωτογραφία ήταν ένας τρόπος να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή, αλλά να συνεχίσω να είμαι πιστός στον τρόπο ζωής που είχα επιλέξει, έχοντας παράλληλα τον έλεγχο», λέει ο ίδιος. «Η φωτογραφία είναι μια πολύ εύκολη γλώσσα. Μπορείς να γίνεις φωτογράφος μέσα σ' ένα βράδυ. Δεν χρειάζεσαι χρόνια εκπαίδευσης. Είναι ο πιο εύκολος τρόπος επικοινωνίας και γίνεται ολοένα ευκολότερος, μέρα τη μέρα. Επιπλέον είναι ένα μέσο που σου επιτρέπει να ζεις τη ζωή σου και να την καταγράφεις ταυτόχρονα. Αν είσαι ζωγράφος, χρειάζεται να πας στο στούντιο για να ζωγραφίσεις. Αν είσαι συγγραφέας, χρειάζεται να κλειστείς στον εαυτό σου, να κοιτάξεις προς τα μέσα και έπειτα να ξεκινήσεις το γράψιμο. Όμως, ένας φωτογράφος εξακολουθεί να συμμετέχει την ώρα της φωτογράφισης. Πρέπει να συμμετέχει».
Αισθάνομαι ότι μια ζωή δεν είναι αρκετή για να ολοκληρώσω αυτό που έχω στο μυαλό μου, γι' αυτό θέλω να ζήσω όσο περισσότερο μπορώ. Αλλά δεν θέλω να ανταλλάξω την ελευθερία μου με το αίσθημα της ασφάλειας. Δεν θέλω να συμβιβαστώ, τα θέλω όλα.
Οι εικόνες του είναι συνήθως θολές, μοιάζουν βγαλμένες από τους πίνακες του Φράνσις Μπέικον: σεξουαλικές εμπειρίες, πόρνες και τοξικομανείς επιστρέφουν εμμονοληπτικά στο έργο του D' Agata. Ο ίδιος δηλώνει ότι το κάνει για να δείξει μια διαφορετική, μη στερεοτυπική εικόνα του κόσμου. Για τον ίδιο η φωτογραφία είναι αληθινή μόνο όταν κάποιος εμπλέκεται στις καταστάσεις που απεικονίζει. «Με το πέρασμα των χρόνων έχω αναπτύξει διάφορες μεθόδους για να είμαι ακόμα περισσότερο παρών. Για παράδειγμα, δίνω την κάμερα στους ανθρώπους που συναντώ και τραβούν εκείνοι τις φωτογραφίες. Δεν θέλω να είμαι μόνο πίσω από τη φωτογραφική μηχανή, αλλά και μέσα στο κάδρο», φτάνοντας με αυτό τον τρόπο στα όρια φωτογραφίας και πραγματικότητας.
Αναρωτιέμαι αν είναι κάπως εξουθενωτικό να πρέπει να βάζεις τον εαυτό σου σε αυτήν τη διαδικασία. « Είναι, αλλά είμαι άθεος και πιστεύω ότι ζούμε μόνο μια φορά. Ο στόχος μου είναι να ζήσω όσο πιο πολλά μπορώ. Η μόνη μου φιλοδοξία είναι να κάνω πιο πολλά απ' όσα μπορώ ν' αντέξω εγώ και το σώμα μου. Το μότο μου είναι "too much is not enough". Ο μόνος μου κανόνας είναι να κάνω περισσότερα απ ' όσα μπορώ. Έτσι, κάθε μέρα προσπαθώ να βρω την ενέργεια να κάνω άλλο ένα βήμα, να ζήσω άλλη μια κατάσταση», λέει με έμφαση. «Η φωτογραφία είναι ένα μέσο για να υπάρχεις με έναν διαφορετικό τρόπο, να έχεις όσο το δυνατόν περισσότερες εμπειρίες, να αισθάνεσαι περισσότερο. Έτσι παίρνω δύναμη. Όταν φωτογραφίζω, δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα. Είμαστε αυτό που κάνουμε. Πιστεύω στη δράση. Φυσικά και είναι σημαντικό να χτίσει κανείς τη δική του ιδεολογία, τη δική του λογική, τις δικές του πολιτικές πεποιθήσεις, αλλά σημασία έχει τι κάνεις με τη ζωή σου. Δεν κρίνω, λοιπόν, έναν φωτογράφο μόνο από τις φωτογραφίες που τραβάει, αλλά και από το τι άνθρωπος είναι: τι λογαριασμό έχει στην τράπεζα, πώς είναι στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, με την οικογένειά του. Δεν είναι ξεχωριστά πράγματα η εργασία και η ζωή, για μένα είναι ένα και το αυτό».
— Κάπου διάβασα ότι δεν έχετε μόνιμη κατοικία. Ή, για να το θέσω πιο σωστά, δεν έχετε κάποια βάση στην οποία να επιστρέφετε στα διαλείμματα των ταξιδιών σας.
Επί 13 χρόνια δεν είχα, αλλά τώρα απέκτησα. Βρήκα έναν χώρο 30 τετραγωνικών στη Νότια Γαλλία, όπου έχω μερικά βιβλία, τις κάμερές μου κι ένα κρεβάτι. Νομίζω πως άρχισα να κουράζομαι, αισθάνομαι πως το μυαλό μου διαλύεται, έτσι περνάω εκεί, πλέον, κάποιες μέρες ή, έστω, κάποιες ώρες τον μήνα. Με βοηθά. Νομίζω πως εκεί μπορώ να ανασάνω.
— Έχετε μιλήσει ανοιχτά για το γεγονός ότι κάνετε χρήση ναρκωτικών, εφόσον και οι άνθρωποι που φωτογραφίζετε είναι μέρος όλης αυτής της υποκουλτούρας. Πώς μπορείτε να κάνετε χρήση και την ίδια στιγμή να είστε σε θέση να κάνετε τη δουλειά σας;
Υποθέτω πως εξαρτάται από το είδος των ναρκωτικών. Εγώ, για παράδειγμα, δεν χρησιμοποιώ ουσίες που με αποκόπτουν από την πραγματικότητα. Αν και κάνω χρήση σκληρών ναρκωτικών, πρόκειται για ουσίες που μου επιτρέπουν να είμαι σε εγρήγορση, πιο συγκεντρωμένος και με περισσότερες αντοχές. Για παράδειγμα, πριν από λίγο καιρό ολοκλήρωσα ένα βίντεο πρότζεκτ πάνω στο οποίο δούλευα. Ονομάζεται «Atlas» και ακριβώς επειδή έκανα χρήση ουσιών, όπως και οι άνθρωποι που κινηματογραφούσα, γυρίζαμε τις ίδιες σκηνές ξανά και ξανά − τις ίδιες χειρονομίες, τις ίδιες κινήσεις. Αυτά τα ναρκωτικά είναι πολύ επικίνδυνα, κάνουν πολύ κακό. Είναι πολύ φθηνά και σε κάνουν να μένεις ξύπνιος για εβδομάδες.
— Μιλάτε για τη μεθαμφεταμίνη;
Ναι, μεταξύ άλλων, και για τη μεθαμφεταμίνη. Όταν κάνεις χρήση αυτών των ναρκωτικών δεν υπάρχουν όρια στη κούραση, στην αξιοπρέπεια ή στο νόημα που μπορεί να έχουν αυτά που κάνεις. Το σώμα σου δεν μπορεί να σταματήσει, ούτε και το πνεύμα σου. Όλοι είναι σαν ζόμπι. Δεν λέω ότι είναι σωστό αυτό που κάνω, αλλά αυτό το σύστημα λειτουργεί για μένα και για τους ανθρώπους που φωτογραφίζω. Κι αυτό το σύστημα είναι που μου επιτρέπει να εμβαθύνω. Κάποια πράγματα βγάζουν νόημα, κάποια άλλα όμως όχι. Ωστόσο, δεν θέλω να με παρεξηγήσετε. Δεν είμαι εδώ για να υποστηρίξω τα ναρκωτικά. Τουναντίον, γνωρίζω πολύ καλά τη βία και την καταστροφή που συνεπάγεται η χρήση τους. Αλλά, μέσα σε αυτό τον υπερβολικό τρόπο ζωής βρίσκω κάποιο αντίδοτο, κάποιες απαντήσεις.
— Τι είδους απαντήσεις;
Κοιτάξτε, έχω δει τη βία να προέρχεται από περιθωριοποιημένους ανθρώπους, αλλά έχω δει και την πολιτικο-οικονομική βία −και είναι πολύ ισχυρότερη− που ασκεί η κοινωνία πάνω τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα, δεν δικαιούνται να υπάρχουν, να αισθάνονται. Θεωρούνται σκουπίδια. Έτσι, όταν δεν έχεις τίποτα και όταν σου αρνούνται οποιονδήποτε αξιοπρεπή τρόπο επιβίωσης, στρέφεσαι σε ό,τι βρεις μπροστά σου, στο σεξ, στα ναρκωτικά, σε οτιδήποτε είναι φθηνό και εύκολα προσβάσιμο, και το χρησιμοποιείς για να επιβιώσεις γιατί είσαι απεγνωσμένος. Αυτός είναι ο τρόπος τους να επιβιώσουν και να νιώθουν ζωντανοί. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ασχολούνται με το τι θεωρείται αποδεκτό και τι όχι, δεν παρτάρουν απλώς για να ξεδώσουν μετά τη δουλειά − κάθε άλλο. Δεν έχεις τίποτα, ξέρεις ότι θα πεθάνεις σύντομα και θέλεις να νιώσεις ζωντανός. Τι μπορείς να κάνεις γι' αυτό; Ωθείς το σώμα και το πνεύμα σου πέρα από τα αποδεκτά όρια.
— Τι σας τραβά σε όλο αυτό; Μοιάζει σαν να επιστρέφετε ξανά και ξανά στο ίδιο θέμα.
Πράγματι. Αυτό τρέφει τη δική μου οργή. Ζω με αυτό τον τρόπο –με ναρκωτικά, περιπλανώμενος− από τότε που ήμουν 17. Επίσης, προέρχομαι από ένα πολύ πολιτικοποιημένο περιβάλλον.
— Τι εννοείτε με αυτό;
Στα 17 οργανώθηκα σε κάποιες καταστασιακές ομάδες (situationist groups) και βρέθηκα πολύ μέσα σε αυτήν τη λογική. Δεν θέλησα ποτέ να προδώσω αυτές μου τις καταβολές. Το πανκ, η πολιτικοποίηση, τα ναρκωτικά και η ζωή στον δρόμο με διαμόρφωσαν ως άνθρωπο. Όταν ήμουν 20 ετών βρέθηκα πρώτη φορά στη Λατινική Αμερική. Πήγα στο Ελ Σαλβαδόρ λόγω του εμφυλίου που διεξαγόταν τότε εκεί, στη Νικαράγουα, λόγω της επανάστασης, και στο Μεξικό λόγω της τρελής ζωής στον δρόμο. Δεν θέλω να προδώσω ποτέ αυτές τις επιλογές, αυτό τον συνδυασμό οργής, θυμού και υπερβολής, ούτε τις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Δεν θέλω να ηρεμήσω, να χαλαρώσω. Και με τη φωτογραφία ασχολούμαι διότι μου επιτρέπει να εξακολουθώ να είμαι όλα αυτά τα πράγματα. Δεν κάνω κανέναν συμβιβασμό και δεν προδίδω τίποτα.
— Οπότε, είναι κυρίως πολιτική η φωτογραφία που κάνετε.
Πάντα έτσι ήταν. Για αρκετό καιρό, στην αρχή, όταν έβλεπαν τις φωτογραφίες μου στέκονταν μόνο στην ποιητική διάσταση της απεικόνισης της νύχτας. Γι' αυτό και δεν σταμάτησα ποτέ να γράφω και να εξηγώ την πολιτική τους διάσταση. Δεν πρόκειται καν για καταστάσεις που μου αρέσουν ή όχι. Αφορούν αυτό που φοβάμαι. Με οδηγεί ο φόβος. Όταν ήμουν δεκαεπτά, με τρόμαζε η ζωή στον δρόμο. Δεν πήγα προς τα εκεί γιατί μου άρεσε αλλά γιατί θεώρησα υποχρέωσή μου να το κάνω. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσω να επιβιώσω μέσα στο σύστημα το οποίο πολεμούσα. Θεώρησα καθήκον μου να πάρω αυτή την κατεύθυνση.
— Πού ήσασταν πριν από την Αθήνα;
Ταξιδεύω συνέχεια. Ήμουν στην Ιαπωνία και στην Καμπότζη. Πάντα επιστρέφω στην Καμπότζη.
— Γιατί;
Για κακούς λόγους. Κάθε φορά που νομίζω πως χαλαρώνω, νιώθω σαν να προδίδω τον εαυτό μου, σαν να κάνω συμβιβασμό, και έχω την ανάγκη να ξαναβάλω την ένταση στη ζωή μου. Και η Καμπότζη το πετυχαίνει αυτό, διότι η ζωή είναι εκεί πολύ δύσκολη.
— Με ποια αφορμή πήγατε στην Καμπότζη για πρώτη φορά;
Έκανα ένα ρεπορτάζ για την παιδοφιλία για ένα γαλλικό περιοδικό. Επίσης, εργάστηκα και σε κάποιες ΜΚΟ εκεί και είδα κάποια πολύ άσχημα πράγματα. Τώρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει λίγο προς το καλύτερο, αλλά τότε, πριν από 30 περίπου χρόνια, η κατάσταση ήταν ανυπόφορη. Είχα πάθει σοκ.
— Δεν εμπεριέχει κάποιου είδους συμβιβασμό το να πουλάτε τις φωτογραφίες σας;
Καταφέρνω να κινούμαι συνεχώς, πουλώντας φωτογραφίες και κάνοντας workshops. Και, ναι, αυτό εμπεριέχει την έννοια του συμβιβασμού, αλλά μου εξασφαλίζει την ελευθερία στην έκφραση και στις κινήσεις. Όποτε νιώσω ότι γίνομαι κι εγώ ένα εμπορικό αντικείμενο, δραπετεύω. Είμαι πολύ καλός σε αυτό.
— Δραπετεύετε στην Καμπότζη, όπως λέγατε νωρίτερα;
Όχι, γιατί όποτε πηγαίνω στην Καμπότζη, κάποια στιγμή αισθάνομαι ότι πρέπει να δραπετεύσω και από 'κει, διότι οι χημείες είναι τόσο φθηνές και άφθονες, που μπορούν να με σκοτώσουν. Πριν από αρκετό καιρό πήρα την απόφαση να μην πεθάνω ως τζάνκι. Αισθάνομαι ότι μια ζωή δεν είναι αρκετή για να ολοκληρώσω αυτό που έχω στο μυαλό μου, γι' αυτό θέλω να ζήσω όσο περισσότερο μπορώ. Αλλά δεν θέλω να ανταλλάξω την ελευθερία μου με το αίσθημα της ασφάλειας. Δεν θέλω να συμβιβαστώ, τα θέλω όλα.
— Πού έχουν τραβηχτεί οι φωτογραφίες που βλέπουμε στο βιβλίο που έχετε κάνει σε συνεργασία με το void;
Στη Βραζιλία. Έζησα πολύ έντονες εμπειρίες εκεί. Ήταν δύσκολα και ταυτόχρονα όμορφα.
— Πότε;
Πήγα τρεις φορές. Η τελευταία ήταν το 2011. Ήταν πολύ δύσκολο να τραβάω φωτογραφίες κάθε μέρα διότι υπήρχε πολλή βία και φοβόμουν πολύ. Οπότε, έπαιρνα ναρκωτικά για να βρω το θάρρος να πάω να πάρω ναρκωτικά.
— Πώς παλεύεται ο φόβος;
Δεν παλεύεται. Την τελευταία φορά που πήγα με έδειραν τόσο άγρια, που κατέληξα στο νοσοκομείο. Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα πλέον να δουλέψω. Φοβόμουν να στρέψω την κάμερα προς το μέρος τους. Αργότερα, όταν είδα τα contacts, συνειδητοποίησα πόσο πολλά είχα δει σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Επειδή όλοι έπαιρναν ναρκωτικά, επικρατούσε μια τρέλα. Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες είναι σε ένα crack house, δηλαδή σε ένα μέρος όπου πάνε για να κάνουν κρακ. Συνήθως είναι χώροι με δύο επίπεδα: στο ισόγειο αγοράζεις και στον πάνω όροφο υπάρχουν μικρά δωματιάκια όπου επικρατεί χάος. Όλα τα δωμάτια βρομάνε, γιατί αφοδεύουν στο πάτωμα. Αυτά τα ναρκωτικά σκοτώνουν κάθε είδος αξιοπρέπειας, κανονικότητας, ντροπής και φέρνουν στην επιφάνεια την κτηνωδία και στα ζωώδη ένστικτα, αλλά όχι αναγκαστικά με κακό τρόπο. Είναι σαν να καταλαμβάνουν τον νου η επιθυμία και το ένστικτο. Και είναι αγνά συναισθήματα αυτά.
— Πείτε μου κάτι που σας άλλαξε τη ζωή.
Πριν πάω στη σχολή στη Νέα Υόρκη, είχα μια εμπειρία σε σχέση με τη φωτογραφία. Ταξίδευα παρέα με δυο φίλους. Για τον έναν από τους δύο ήταν το τελευταίο του ταξίδι. Ήταν άρρωστος, ήξερε ότι πέθαινε και είχε μαζί του μια φωτογραφική μηχανή. Τραβούσε, λοιπόν, φωτογραφίες μέρα-νύχτα. «Γιατί να θέλει να φωτογραφίζει τις αναμνήσεις του, εφόσον σε λίγο καιρό θα πεθάνει;» αναρωτιόμουν. Στην αρχή μου φαινόταν παράξενο. Μου πήρε λίγο καιρό να καταλάβω γιατί το έκανε − μέσα από τη φωτογραφία ένιωθε πιο ζωντανός. Στην ουσία προσπαθούσε να μείνει ζωντανός. Έμαθα πολλά από αυτή την εμπειρία.